πολύθηρος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />abondant en bêtes fauves.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[θήρ]] et [[θήρα]].
|btext=ος, ον :<br />abondant en bêtes fauves.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[θήρ]] et [[θήρα]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πολύθηρος''': -ον, ὁ ἔχων πολλὴν ἄγραν, πολὺ «[[κυνήγιον]]», δηλ. πολλὰ ἄγρια ζῷα, Εὐρ. Ἱππ. 145, Φοίν. 802. ΙΙ. ὁ συλλαμβάνων πολλοὺς ἰχθῦς, Ἡλιόδ. 5. 18.
|elnltext=πολύθηρος -ον [πολύς, θήρ] rijk aan wild:. πολυθυρότατον νάπος bosrijk dal vol wilde dieren Eur. Phoen. 801.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύθηρος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[изобилующий дичью]] ([[νάπος]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[увлеченный или вечно занятый охотой]] (Δικτυννα, т. е. [[Ἄρτεμις]] Eur.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πολύθηρος:''' -ον ([[θήρ]]), αυτός που είναι [[άφθονος]] σε άγρια ζώα, σε Ευρ.
|lsmtext='''πολύθηρος:''' -ον ([[θήρ]]), αυτός που είναι [[άφθονος]] σε άγρια ζώα, σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πολύθηρος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[изобилующий дичью]] ([[νάπος]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[увлеченный или вечно занятый охотой]] (Δικτυννα, т. е. [[Ἄρτεμις]] Eur.).
|lstext='''πολύθηρος''': -ον, ὁ ἔχων πολλὴν ἄγραν, πολὺ «[[κυνήγιον]]», δηλ. πολλὰ ἄγρια ζῷα, Εὐρ. Ἱππ. 145, Φοίν. 802. ΙΙ. ὁ συλλαμβάνων πολλοὺς ἰχθῦς, Ἡλιόδ. 5. 18.
}}
{{elnl
|elnltext=πολύθηρος -ον [πολύς, θήρ] rijk aan wild:. πολυθυρότατον νάπος bosrijk dal vol wilde dieren Eur. Phoen. 801.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-θηρος, ον, [θήρ]<br />abounding in [[wild]] beasts, Eur.
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-θηρος, ον, [θήρ]<br />abounding in [[wild]] beasts, Eur.
}}
}}