ποικιλόδειρος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />au cou bigarré.<br />'''Étymologie:''' [[ποικίλος]], [[δειρή]].
|btext=ος, ον :<br />au cou bigarré.<br />'''Étymologie:''' [[ποικίλος]], [[δειρή]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ποικῐλόδειρος''': -ον, ὁ ἔχων λαιμὸν ποικίλον, Ἀλκαῖ. 81, Ἀνθ. Π. παράρτ. 6˙ ― ἂν δὲ παραδεχθῶμεν αὐτὸ (ὡς προτείνει ὁ Ruhnk.) ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 201, ὡς ἐπίθετ. τῆς ἀηδόνος, πρέπει νὰ ληφθῇ ὡς = τῷ [[ποικιλόγηρυς]].
|elnltext=ποικιλόδειρος -ον [ποικίλος, δειρή] met bonte hals.
}}
{{elru
|elrutext='''ποικῐλόδειρος:''' [[с пестрой шейкой или с переливчатым голосом]] ([[ἀηδών]] Hes.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''ποικῐλόδειρος:''' -ον ([[δειρή]]), αυτός που έχει ποικιλόχρωμο λαιμό, σε Ανθ.
|lsmtext='''ποικῐλόδειρος:''' -ον ([[δειρή]]), αυτός που έχει ποικιλόχρωμο λαιμό, σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ποικῐλόδειρος:''' [[с пестрой шейкой или с переливчатым голосом]] ([[ἀηδών]] Hes.).
|lstext='''ποικῐλόδειρος''': -ον, ὁ ἔχων λαιμὸν ποικίλον, Ἀλκαῖ. 81, Ἀνθ. Π. παράρτ. 6˙ ― ἂν δὲ παραδεχθῶμεν αὐτὸ (ὡς προτείνει ὁ Ruhnk.) ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 201, ὡς ἐπίθετ. τῆς ἀηδόνος, πρέπει νὰ ληφθῇ ὡς = τῷ [[ποικιλόγηρυς]].
}}
{{elnl
|elnltext=ποικιλόδειρος -ον [ποικίλος, δειρή] met bonte hals.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ποικῐλό-δειρος, ον, [[δειρή]]<br />with [[variegated]] [[neck]], Anth.
|mdlsjtxt=ποικῐλό-δειρος, ον, [[δειρή]]<br />with [[variegated]] [[neck]], Anth.
}}
}}