πολυχρόνιος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />qui dure depuis longtemps.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[χρόνος]].
|btext=ος, ον :<br />qui dure depuis longtemps.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[χρόνος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πολυχρόνιος''': -ον, ὁ ἐπὶ πολὺν χρόνον ὑπάρχων, ὁ ἐκ παλαιοῦ, [[παλαιός]], [[ἀρχαῖος]], Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 125, Ἀνθ. Π. 5, 255· οὕτω παρὰ τοῖς πεζογράφοις, Ἡρόδ. 1. 55, Ἱππ. Ἀφ. 1250 ([[νόσημα]]), Πλάτ. Τίμ. 75Β, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 16. ΙΙ. ὁ ἐπὶ μακρὸν διαρκῶν, διαμένων, π. ἔχειν τὴν ζωὴν Ἀριστ. π. Μακροβιότ. 1. 2· ἀρχαὶ ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 4. 15, 1· βιότου [[τέρμα]], ἐπὶ μακρὸν παραταθέν, Καλλ. Λουτρ. Παλλάδ. 128. 2) ἐπὶ ζῴων, ὁ ἐπὶ μακρὸν ζῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 7, 9 κ. ἀλλ. ― συγκρ. -ώτερος, Ἱππ. Ἀγμ. 758, Πλάτ. Φαίδων 87C, κτλ.· ὑπερθ. -ώτατος, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 16, Καλλ. εἰς Δῆλ. 282. ― Ἐπίρρ. -ίως, Ἱππ. Ἐπιστ. 1282. 6.
|elnltext=πολυχρόνιος -ον [πολύς, χρόνος] langdurig:; πολυχρόνια νοσήματα langdurige ziekten Hp. Aph. 4.23; π. μουναρχίη lange monarchie Hdt. 1.55.2; lang levend:. πότερον πολυχρονιώτερόν ἐστι τὸ γένος ἀνθρώπου ἢ ἱματίου welke soort langer leeft: een mens of een mantel Plat. Phaed. 87c.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυχρόνιος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[длительный]], [[долгий]], [[продолжительный]] ([[μουναρχίη]] τοῦ Κροίσου Her.; [[γένος]] τοῦ βίου Plat.; [[ζωή]] Arst.; [[ἀποδημία]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[долговечный]] (sc. τὰ ζῷα Arst.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πολυχρόνιος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που ζει [[πολύ]], αυτός που ανήκει σε [[παλιά]] [[εποχή]], [[αρχαίος]], σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που διαρκεί [[πολύ]], σε Αριστ.· συγκρ. <i>-ώτερος</i>, σε Πλάτ.· υπερθ. <i>-ώτατος</i>, σε Ξεν.
|lsmtext='''πολυχρόνιος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που ζει [[πολύ]], αυτός που ανήκει σε [[παλιά]] [[εποχή]], [[αρχαίος]], σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που διαρκεί [[πολύ]], σε Αριστ.· συγκρ. <i>-ώτερος</i>, σε Πλάτ.· υπερθ. <i>-ώτατος</i>, σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πολυχρόνιος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[длительный]], [[долгий]], [[продолжительный]] ([[μουναρχίη]] τοῦ Κροίσου Her.; [[γένος]] τοῦ βίου Plat.; [[ζωή]] Arst.; [[ἀποδημία]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[долговечный]] (sc. τὰ ζῷα Arst.).
|lstext='''πολυχρόνιος''': -ον, ὁ ἐπὶ πολὺν χρόνον ὑπάρχων, ὁ ἐκ παλαιοῦ, [[παλαιός]], [[ἀρχαῖος]], Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 125, Ἀνθ. Π. 5, 255· οὕτω παρὰ τοῖς πεζογράφοις, Ἡρόδ. 1. 55, Ἱππ. Ἀφ. 1250 ([[νόσημα]]), Πλάτ. Τίμ. 75Β, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 16. ΙΙ. ὁ ἐπὶ μακρὸν διαρκῶν, διαμένων, π. ἔχειν τὴν ζωὴν Ἀριστ. π. Μακροβιότ. 1. 2· ἀρχαὶ ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 4. 15, 1· βιότου [[τέρμα]], ἐπὶ μακρὸν παραταθέν, Καλλ. Λουτρ. Παλλάδ. 128. 2) ἐπὶ ζῴων, ὁ ἐπὶ μακρὸν ζῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 7, 9 κ. ἀλλ. ― συγκρ. -ώτερος, Ἱππ. Ἀγμ. 758, Πλάτ. Φαίδων 87C, κτλ.· ὑπερθ. -ώτατος, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 16, Καλλ. εἰς Δῆλ. 282. ― Ἐπίρρ. -ίως, Ἱππ. Ἐπιστ. 1282. 6.
}}
{{elnl
|elnltext=πολυχρόνιος -ον [πολύς, χρόνος] langdurig:; πολυχρόνια νοσήματα langdurige ziekten Hp. Aph. 4.23; π. μουναρχίη lange monarchie Hdt. 1.55.2; lang levend:. πότερον πολυχρονιώτερόν ἐστι τὸ γένος ἀνθρώπου ἢ ἱματίου welke soort langer leeft: een mens of een mantel Plat. Phaed. 87c.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj