ποππύζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>ao.</i> ἐπόππυσα;<br />siffler avec les lèvres, faire claquer la langue.<br />'''Étymologie:''' DELG onomatopée.
|btext=<i>ao.</i> ἐπόππυσα;<br />siffler avec les lèvres, faire claquer la langue.<br />'''Étymologie:''' DELG onomatopée.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ποππύζω''': Δωρ. -ύσδω· ἀόρ. ἐπόππῠσα· ― [[συρίζω]], [[ἐκπέμπω]] ποιόν τινα συριγμὸν διὰ συγκεκλεισμένων χειλέων, [[ὅθεν]], Ι. καλῶ ζῷόν τι νὰ προσέλθῃ, εἶθ’ ὁ θεὸς ἐπόππυσεν· ἐξῃξάτην οὖν δύο δράκοντ’ ἐκ τοῦ νεὼ ὑπερφυεῖς τὸ [[μέγεθος]], «ἐπόππυσεν, ἐσύρισεν, ἵνα οἱ δράκοντες ἐξέλθωσι [[δηλονότι]]» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Πλ. 732, πρβλ. Διόδ. 1. 83· ― [[ὡσαύτως]] [[κράζω]] πρὸς ἵππον, ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ποππύζεται ζευγηλατρὶς Σοφ. Ἀποσπ. 883, πρβλ. Πλίν. 3. 36· ― οὕτω ποππυσμός, οῦ, ὁ, Ξεν. Ἱππ. 9. 10, Πλούτ. 2. 713Β· ― [[ἐντεῦθεν]], κωμικῶς ἐπὶ ἀνθρώπου, [[κράζω]] τινά, πόρρωθεν ἀπιδὼν ἐπόππυσεν Τιμοκλῆς ἐν «Λήθῃ» 1· πρβλ. [[ποππυλιάζω]]. ΙΙ. ἐπευφημῶ, ἐπιδοκιμάζω, [[κολακεύω]], εἰ ποππυσθείη καὶ κροτηθείη Πλάτ. Ἀξίοχ. 368D· οὕτω poppysma παρὰ τῷ Ἰουβεναλίῳ 6. 584· ποππυσμὸς Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 14, Πλούτ. 2. 545C. ΙΙΙ. κροτῶ διὰ τῶν χειλέων, ἐπὶ ἠχηρῶν φιλημάτων, Ἀνθ. Π. 5. 245, 285. IV. [[κράζω]] [[σιωπή]]!, «σσσούτ»...! [[αὐτόθι]] 5. 245· [[ὡσαύτως]] ἐπί τινος ἀνάρθρου ἤχου, ὃν συνήθως ἐποίουν οἱ Ἕλληνες ἐξ ὑπερβάλλοντος φόβου ὅτε ἐγίνοντο ἀστραπαὶ καὶ βρονταί, κἂν ἀστράψω ποππύζουσιν Ἀριστοφ. Σφ. 626· fulgetras poppysmis adorare consensus gentium est Πλίν. 28. 5. V. ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[παίζω]] κακῶς τὸν αὐλόν, ἀφίνω νὰ ἀκούηται ἡ πνοὴ ἐν εἴδει ἐλαφροῦ συριγμοῦ, Θεόκρ. 5. 7, [[ἔνθα]] ὁ Σχολ. λέγει «ποππύζειν δὲ τὸ λεπτοτάτως φωνεῖν τινα φυσῶντα τὸν ἐκ τῆς καλάμης αὐλόν»· ― ὁ Gell. 9. 9, ὀρθῶς παρατηρεῖ ὅτι ἡ [[λέξις]] δὲν δύναται νὰ μεταφρασθῇ. (Ὁ [[τύπος]] κατ’ ἀναδιπλασιασμόν, ὡς τὰ [[κοκκύζω]], [[γογγύζω]], [[μορμύρω]]).
|elnltext=ποππύζω, onomat., Dor. inf. act. ποππύσδεν, (met getuite lippen smakkende of zuigende geluidjes maken om aandacht te trekken; cultureel equivalent van Nl. 'fluiten') 'pssst!' zeggen:; ὁ θεὸς ἐπόππυσεν de godheid deed ‘pssst!’ Aristoph. Pl. 732; met acc..; ποππύζουσιν... μ’ οἱ πλουτοῦντες de rijken doen ‘pssst!’ tegen me (afwerend) Aristoph. Ve. 626; αὐλόν π. op een fluit blazen (met hoorbaar slechte techniek) Theocr. Id. 5.7; overdr. van bijval. εἰ ποππυσθείη als hij toegefloten wordt [Plat.] Ax. 368d.
}}
{{elru
|elrutext='''ποππύζω:''' дор. [[ποππύσδω]] посвистывать, прищелкивать языком или причмокивать (для поощрения, в знак одобрения, при поцелуе и т. п., а тж. во время грозы, для ограждения себя от ударов молнии) Arph., Plat., Theocr., Diod., Anth.
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''ποππύζω:''' Δωρ. -ύσδω· αόρ. αʹ <i>ἐπόππῠσα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[σφυρίζω]], [[κράζω]], [[τσιρίζω]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για άναρθρο ήχο, που [[συνήθως]] χρησιμ. από τους Έλληνες στην [[περίπτωση]] του κεραυνού, ως [[ένδειξη]] δέους και σεβασμού, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> με αρνητική [[σημασία]], [[παίζω]] άσχημα τον αυλό, [[αφήνω]] την [[αναπνοή]] μου να ηχεί όσο [[παίζω]] τον αυλό, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ποππύζω:''' Δωρ. -ύσδω· αόρ. αʹ <i>ἐπόππῠσα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[σφυρίζω]], [[κράζω]], [[τσιρίζω]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για άναρθρο ήχο, που [[συνήθως]] χρησιμ. από τους Έλληνες στην [[περίπτωση]] του κεραυνού, ως [[ένδειξη]] δέους και σεβασμού, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> με αρνητική [[σημασία]], [[παίζω]] άσχημα τον αυλό, [[αφήνω]] την [[αναπνοή]] μου να ηχεί όσο [[παίζω]] τον αυλό, σε Θεόκρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ποππύζω:''' дор. [[ποππύσδω]] посвистывать, прищелкивать языком или причмокивать (для поощрения, в знак одобрения, при поцелуе и т. п., а тж. во время грозы, для ограждения себя от ударов молнии) Arph., Plat., Theocr., Diod., Anth.
|lstext='''ποππύζω''': Δωρ. -ύσδω· ἀόρ. ἐπόππῠσα· ― [[συρίζω]], [[ἐκπέμπω]] ποιόν τινα συριγμὸν διὰ συγκεκλεισμένων χειλέων, [[ὅθεν]], Ι. καλῶ ζῷόν τι νὰ προσέλθῃ, εἶθ’ ὁ θεὸς ἐπόππυσεν· ἐξῃξάτην οὖν δύο δράκοντ’ ἐκ τοῦ νεὼ ὑπερφυεῖς τὸ [[μέγεθος]], «ἐπόππυσεν, ἐσύρισεν, ἵνα οἱ δράκοντες ἐξέλθωσι [[δηλονότι]]» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Πλ. 732, πρβλ. Διόδ. 1. 83· ― [[ὡσαύτως]] [[κράζω]] πρὸς ἵππον, ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ποππύζεται ζευγηλατρὶς Σοφ. Ἀποσπ. 883, πρβλ. Πλίν. 3. 36· ― οὕτω ποππυσμός, οῦ, ὁ, Ξεν. Ἱππ. 9. 10, Πλούτ. 2. 713Β· ― [[ἐντεῦθεν]], κωμικῶς ἐπὶ ἀνθρώπου, [[κράζω]] τινά, πόρρωθεν ἀπιδὼν ἐπόππυσεν Τιμοκλῆς ἐν «Λήθῃ» 1· πρβλ. [[ποππυλιάζω]]. ΙΙ. ἐπευφημῶ, ἐπιδοκιμάζω, [[κολακεύω]], εἰ ποππυσθείη καὶ κροτηθείη Πλάτ. Ἀξίοχ. 368D· οὕτω poppysma παρὰ τῷ Ἰουβεναλίῳ 6. 584· ποππυσμὸς Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 14, Πλούτ. 2. 545C. ΙΙΙ. κροτῶ διὰ τῶν χειλέων, ἐπὶ ἠχηρῶν φιλημάτων, Ἀνθ. Π. 5. 245, 285. IV. [[κράζω]] [[σιωπή]]!, «σσσούτ»...! [[αὐτόθι]] 5. 245· [[ὡσαύτως]] ἐπί τινος ἀνάρθρου ἤχου, ὃν συνήθως ἐποίουν οἱ Ἕλληνες ἐξ ὑπερβάλλοντος φόβου ὅτε ἐγίνοντο ἀστραπαὶ καὶ βρονταί, κἂν ἀστράψω ποππύζουσιν Ἀριστοφ. Σφ. 626· fulgetras poppysmis adorare consensus gentium est Πλίν. 28. 5. V. ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[παίζω]] κακῶς τὸν αὐλόν, ἀφίνω νὰ ἀκούηται ἡ πνοὴ ἐν εἴδει ἐλαφροῦ συριγμοῦ, Θεόκρ. 5. 7, [[ἔνθα]] ὁ Σχολ. λέγει «ποππύζειν δὲ τὸ λεπτοτάτως φωνεῖν τινα φυσῶντα τὸν ἐκ τῆς καλάμης αὐλόν»· ― ὁ Gell. 9. 9, ὀρθῶς παρατηρεῖ ὅτι ἡ [[λέξις]] δὲν δύναται νὰ μεταφρασθῇ. (Ὁ [[τύπος]] κατ’ ἀναδιπλασιασμόν, ὡς τὰ [[κοκκύζω]], [[γογγύζω]], [[μορμύρω]]).
}}
{{elnl
|elnltext=ποππύζω, onomat., Dor. inf. act. ποππύσδεν, (met getuite lippen smakkende of zuigende geluidjes maken om aandacht te trekken; cultureel equivalent van Nl. 'fluiten') 'pssst!' zeggen:; ὁ θεὸς ἐπόππυσεν de godheid deed ‘pssst!’ Aristoph. Pl. 732; met acc..; ποππύζουσιν... μ’ οἱ πλουτοῦντες de rijken doen ‘pssst!’ tegen me (afwerend) Aristoph. Ve. 626; αὐλόν π. op een fluit blazen (met hoorbaar slechte techniek) Theocr. Id. 5.7; overdr. van bijval. εἰ ποππυσθείη als hij toegefloten wordt [Plat.] Ax. 368d.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ποππύζω]],<br /><b class="num">I.</b> to [[whistle]], [[cheep]] or [[chirp]], Ar.<br /><b class="num">II.</b> of an [[inarticulate]] [[sound]], [[commonly]] used by the Greeks in [[case]] of [[thunder]], as a [[sort]] of [[charm]], Ar.<br /><b class="num">III.</b> in bad [[sense]], to [[play]] ill on the [[flute]], let the [[breath]] be [[heard]] in playing, Theocr.
|mdlsjtxt=[[ποππύζω]],<br /><b class="num">I.</b> to [[whistle]], [[cheep]] or [[chirp]], Ar.<br /><b class="num">II.</b> of an [[inarticulate]] [[sound]], [[commonly]] used by the Greeks in [[case]] of [[thunder]], as a [[sort]] of [[charm]], Ar.<br /><b class="num">III.</b> in bad [[sense]], to [[play]] ill on the [[flute]], let the [[breath]] be [[heard]] in playing, Theocr.
}}
}}