προσοικέω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br />habiter auprès de, dat. <i>ou</i> acc. ; <i>Pass.</i> être habité, peuplé.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[οἰκέω]].
|btext=-ῶ :<br />habiter auprès de, dat. <i>ou</i> acc. ; <i>Pass.</i> être habité, peuplé.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[οἰκέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προσοικέω''': κατοικῶ πλησίον, οἱ προσοικοῦντες, αἱ γειτονικαὶ φυλαί, γείτονες λαοί, Ἰσοκρ. 125Β· πρ. πόλεσι Ξεν. Πόροι 1, 8· πρ. θαλάττῃ, ἐπὶ [[πόλεων]], [[κεῖμαι]] πλησίον, συνορεύω, Πλάτ. Τίμ. 22D. 2) μετ’ αἰτ., κατοικῶ ἐντὸς ἢ πλησίον, Ἐπίδαμνον Θουκ. 1. 24· λίμνας καὶ ἕλη Ἀριστ. Πολιτ. 1. 8, 7. ΙΙ. Παθ., τοποθετοῦμαι ἔν τινι τόπῳ ἢ πλησίον κατοικίζομαι, τῇ πόλει Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 4, 3· εἶμαι ἐσχετισμένος, ἡνωμένος, συνηνωμένος, συνδεδεμένος μετά τινος, τῷ σώματι Ἀλέξ. Ἀφρ. 2. 67. 2) ἐπὶ τόπου, εἶμαι κατῳκημένος, Πλούτ. 2. 938D.
|elnltext=προσοικέω [πρόσοικος] wonen bij, met dat. of acc.
}}
{{elru
|elrutext='''προσοικέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[жить рядом]], [[обитать по соседству]] (πόλεσι Xen.; Ἐπίδαμνον Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> [[находиться рядом]], [[быть расположенным по соседству]] (ποταμοῖς καὶ θαλάττῃ Plat.);<br /><b class="num">3)</b> [[населять]] (γῆ προσοικουμένη Plut.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσοικέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[κατοικώ]] [[πλησίον]] ή κοντά, <i>τινί</i>, σε Ξεν.· απόλ., <i>οἱ προσοικοῦντες</i>, γειτονικές φυλές, γειτονικοί λαοί, σε Ισοκρ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[κατοικώ]] [[εντός]] ή κοντά, <i>Ἐπίδαμνον</i>, σε Θουκ.
|lsmtext='''προσοικέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[κατοικώ]] [[πλησίον]] ή κοντά, <i>τινί</i>, σε Ξεν.· απόλ., <i>οἱ προσοικοῦντες</i>, γειτονικές φυλές, γειτονικοί λαοί, σε Ισοκρ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[κατοικώ]] [[εντός]] ή κοντά, <i>Ἐπίδαμνον</i>, σε Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προσοικέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[жить рядом]], [[обитать по соседству]] (πόλεσι Xen.; Ἐπίδαμνον Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> [[находиться рядом]], [[быть расположенным по соседству]] (ποταμοῖς καὶ θαλάττῃ Plat.);<br /><b class="num">3)</b> [[населять]] (γῆ προσοικουμένη Plut.).
|lstext='''προσοικέω''': κατοικῶ πλησίον, οἱ προσοικοῦντες, αἱ γειτονικαὶ φυλαί, γείτονες λαοί, Ἰσοκρ. 125Β· πρ. πόλεσι Ξεν. Πόροι 1, 8· πρ. θαλάττῃ, ἐπὶ [[πόλεων]], [[κεῖμαι]] πλησίον, συνορεύω, Πλάτ. Τίμ. 22D. 2) μετ’ αἰτ., κατοικῶ ἐντὸς ἢ πλησίον, Ἐπίδαμνον Θουκ. 1. 24· λίμνας καὶ ἕλη Ἀριστ. Πολιτ. 1. 8, 7. ΙΙ. Παθ., τοποθετοῦμαι ἔν τινι τόπῳ ἢ πλησίον κατοικίζομαι, τῇ πόλει Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 4, 3· εἶμαι ἐσχετισμένος, ἡνωμένος, συνηνωμένος, συνδεδεμένος μετά τινος, τῷ σώματι Ἀλέξ. Ἀφρ. 2. 67. 2) ἐπὶ τόπου, εἶμαι κατῳκημένος, Πλούτ. 2. 938D.
}}
{{elnl
|elnltext=προσοικέω [πρόσοικος] wonen bij, met dat. of acc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br /><b class="num">1.</b> to [[dwell]] by or near, τινί Xen.: absol., οἱ προσοικοῦντες [[neighbouring]] tribes, Isocr.<br /><b class="num">2.</b> c. acc. to [[dwell]] in or near, Ἐπίδαμνον Thuc.
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br /><b class="num">1.</b> to [[dwell]] by or near, τινί Xen.: absol., οἱ προσοικοῦντες [[neighbouring]] tribes, Isocr.<br /><b class="num">2.</b> c. acc. to [[dwell]] in or near, Ἐπίδαμνον Thuc.
}}
}}