πολυαρκής: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ής, ές :<br />qui suffit amplement ; riche, abondant ; τὸ πολυαρκές LUC abondance durable;<br /><i>Sp.</i> πολυαρκέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ἀρκέω]].
|btext=ής, ές :<br />qui suffit amplement ; riche, abondant ; τὸ πολυαρκές LUC abondance durable;<br /><i>Sp.</i> πολυαρκέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ἀρκέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πολυαρκής''': -ές, ([[ἀρκέω]]) ὁ [[λίαν]] [[βοηθητικός]], ὁ εἰς πολλὰς ἀνάγκας ἐξαρκῶν, πολυαρκέστατος ποταμὸς Ἡρόδ. 4. 53· γῆ Διον. Ἁλ. 1. 36· -εστάτη [[πόλις]] Πλουτ. Ἀλέξ. 26· ― τὸ π. ἡ [[διάρκεια]], Λουκ. Νεκυομαντ. 15. Ἐπίρρ. πολυαρκῶς· «τελείως ἀρκῶν» Ἡσύχ. ― [[Κατὰ]] τὸν Ζηκίδην [[γραπτέον]] πολυάρκης καὶ ἐπίρρ. πολυάρκως.
|elnltext=πολυαρκής -ές [πολύς, ἀρκέω] rijk aan hulpbronnen; duurzaam: subst.. τὸ πολυαρκές τῆς ταριχείας het duurzame effect van balseming Luc. 38.15.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυαρκής:''' [[богатейший]], [[изобильный]] ([[ποταμός]] Her.; [[πόλις]] Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πολυαρκής:''' -ές ([[ἀρκέω]]), αυτός που καλύπτει πολλές ανάγκες, σε Ηρόδ.· <i>τὸπολυαρκές</i>, [[ανθεκτικότητα]], [[αντοχή]], [[σταθερότητα]], [[διάρκεια]], σε Λουκ.
|lsmtext='''πολυαρκής:''' -ές ([[ἀρκέω]]), αυτός που καλύπτει πολλές ανάγκες, σε Ηρόδ.· <i>τὸπολυαρκές</i>, [[ανθεκτικότητα]], [[αντοχή]], [[σταθερότητα]], [[διάρκεια]], σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πολυαρκής:''' [[богатейший]], [[изобильный]] ([[ποταμός]] Her.; [[πόλις]] Plut.).
|lstext='''πολυαρκής''': -ές, ([[ἀρκέω]]) ὁ [[λίαν]] [[βοηθητικός]], ὁ εἰς πολλὰς ἀνάγκας ἐξαρκῶν, πολυαρκέστατος ποταμὸς Ἡρόδ. 4. 53· γῆ Διον. Ἁλ. 1. 36· -εστάτη [[πόλις]] Πλουτ. Ἀλέξ. 26· ― τὸ π. ἡ [[διάρκεια]], Λουκ. Νεκυομαντ. 15. Ἐπίρρ. πολυαρκῶς· «τελείως ἀρκῶν» Ἡσύχ. ― [[Κατὰ]] τὸν Ζηκίδην [[γραπτέον]] πολυάρκης καὶ ἐπίρρ. πολυάρκως.
}}
{{elnl
|elnltext=πολυαρκής -ές [πολύς, ἀρκέω] rijk aan hulpbronnen; duurzaam: subst.. τὸ πολυαρκές τῆς ταριχείας het duurzame effect van balseming Luc. 38.15.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πολυ-αρκής, ές [[ἀρκέω]]<br />[[much]]-[[helpful]], supplying [[many]] wants, Hdt.: —τὸ π. [[durability]], Luc.
|mdlsjtxt=πολυ-αρκής, ές [[ἀρκέω]]<br />[[much]]-[[helpful]], supplying [[many]] wants, Hdt.: —τὸ π. [[durability]], Luc.
}}
}}