προπομπός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui accompagne, qui escorte ; conducteur, protecteur ; <i>particul.</i> qui suit un convoi funèbre.<br />'''Étymologie:''' [[προπέμπω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui accompagne, qui escorte ; conducteur, protecteur ; <i>particul.</i> qui suit un convoi funèbre.<br />'''Étymologie:''' [[προπέμπω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προπομπός''': -όν, ([[προπέμπω]]) ὁ προπέμπων, ὁ συνοδεύων, [[μάλιστα]] ἐν πομπῇ, πρ. [[λόχος]] Ξεν. Κύρ. 4. 5, 17· μετ’ αἰτιατ., χοὰς προπομπὸς (χοᾶν προπομπὸς Casaubon, Dind.), ὁ φέρων ἐν πομπῇ χοὰς (ἴδε τὴν λέξιν), Αἰσχύλ. Χο. 23. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ συνοδεύων τινά, [[φύλαξ]], [[ὑπερασπιστής]], ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 1036, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 2· ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Ἄλεξ. ἐν «Θεσπρωτοῖς» 1· ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 206· ἐπὶ τῶν ἱερειῶν τῆς Ἀθηνᾶς, [[αὐτόθι]] 1005· ἐπὶ τῶν παρακολουθούντων κηδείαν, ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 1069.
|elnltext=προπομπός -όν [προπέμπω] begeleidend (in processie); Xen. Cyr. 4.5.17; subst. m. en f. begeleider:. γυμνός εἰμι προπομπῶν ik ben verstoken van begeiders Aeschl. Pers. 1036.
}}
{{elru
|elrutext='''προπομπός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[сопровождающий]], [[сопутствующий]] ([[λόχος]] Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[идущий впереди]]: χοὰς π. Aesch. несущий впереди возлияния.<br /><b class="num">II</b> ὁ и ἡ сопровождающий, спутник Xen.: γυμνὸς προπομπῶν Aesch. без свиты; [[ἡμεῖς]] συνθάψομεν αἱ προπομποί Aesch. мы вместе (с Антигоной) похороним (Полиника).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''προπομπός:''' -όν ([[προπέμπω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[συνοδός]], [[ιδίως]] σε [[πομπή]], [[ακολουθία]], σε Ξεν.· με αιτ., προπομπὸς [[χοάς]], αυτός που μεταφέρει χοές (υγρά αφιερώματα) σε [[πομπή]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[φύλακας]], [[συνοδός]], [[υπερασπιστής]], στον ίδ., Ξεν.
|lsmtext='''προπομπός:''' -όν ([[προπέμπω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[συνοδός]], [[ιδίως]] σε [[πομπή]], [[ακολουθία]], σε Ξεν.· με αιτ., προπομπὸς [[χοάς]], αυτός που μεταφέρει χοές (υγρά αφιερώματα) σε [[πομπή]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[φύλακας]], [[συνοδός]], [[υπερασπιστής]], στον ίδ., Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προπομπός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[сопровождающий]], [[сопутствующий]] ([[λόχος]] Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[идущий впереди]]: χοὰς π. Aesch. несущий впереди возлияния.<br /><b class="num">II</b> и ἡ сопровождающий, спутник Xen.: γυμνὸς προπομπῶν Aesch. без свиты; [[ἡμεῖς]] συνθάψομεν αἱ προπομποί Aesch. мы вместе (с Антигоной) похороним (Полиника).
|lstext='''προπομπός''': -όν, ([[προπέμπω]]) ὁ προπέμπων, ὁ συνοδεύων, [[μάλιστα]] ἐν πομπῇ, πρ. [[λόχος]] Ξεν. Κύρ. 4. 5, 17· μετ’ αἰτιατ., χοὰς προπομπὸς (χοᾶν προπομπὸς Casaubon, Dind.), ὁ φέρων ἐν πομπῇ χοὰς (ἴδε τὴν λέξιν), Αἰσχύλ. Χο. 23. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., συνοδεύων τινά, [[φύλαξ]], [[ὑπερασπιστής]], ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 1036, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 2· ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Ἄλεξ. ἐν «Θεσπρωτοῖς» 1· ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 206· ἐπὶ τῶν ἱερειῶν τῆς Ἀθηνᾶς, [[αὐτόθι]] 1005· ἐπὶ τῶν παρακολουθούντων κηδείαν, ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 1069.
}}
{{elnl
|elnltext=προπομπός -όν [προπέμπω] begeleidend (in processie); Xen. Cyr. 4.5.17; subst. m. en f. begeleider:. γυμνός εἰμι προπομπῶν ik ben verstoken van begeiders Aeschl. Pers. 1036.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[προπομπός]], όν [[προπέμπω]]<br /><b class="num">I.</b> [[escorting]], especially in a [[procession]], Xen.: c. acc., πρ. [[χοάς]] [[carrying]] [[drink]]-offerings in [[procession]], Aesch.<br /><b class="num">II.</b> as [[substantive]] a [[conductor]], [[escort]], [[attendant]], Aesch., Xen.
|mdlsjtxt=[[προπομπός]], όν [[προπέμπω]]<br /><b class="num">I.</b> [[escorting]], especially in a [[procession]], Xen.: c. acc., πρ. [[χοάς]] [[carrying]] [[drink]]-offerings in [[procession]], Aesch.<br /><b class="num">II.</b> as [[substantive]] a [[conductor]], [[escort]], [[attendant]], Aesch., Xen.
}}
}}