προχέω: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>f.</i> προχεῶ, <i>ao. inf.</i> προχέαι;<br /><i>Pass. ao. part.</i> προχυθείς, <i>pf. part.</i> προκεχυμένος;<br />répandre, verser, épancher en avant : ῥόον [[εἰς]] ἅλα IL faire avancer ses eaux pour aller les verser dans la mer;<br /><i><b>Moy.</b></i> προχέομαι (<i>impf. 3ᵉ pl.</i> προχέοντο) se répandre en avant, au dehors : [[ἐς]] [[πεδίον]] IL dans une plaine.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[χέω]].
|btext=<i>f.</i> προχεῶ, <i>ao. inf.</i> προχέαι;<br /><i>Pass. ao. part.</i> προχυθείς, <i>pf. part.</i> προκεχυμένος;<br />répandre, verser, épancher en avant : ῥόον [[εἰς]] ἅλα IL faire avancer ses eaux pour aller les verser dans la mer;<br /><i><b>Moy.</b></i> προχέομαι (<i>impf. 3ᵉ pl.</i> προχέοντο) se répandre en avant, au dehors : [[ἐς]] [[πεδίον]] IL dans une plaine.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[χέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προχέω''': μέλλ. -χεῶ, χέω πρὸς τὰ ἐμπρός, πρ. ῥόον εἰς ἅλα δῖαν, ἐπὶ ποταμοῦ, Ἰλ. Φ. 219, πρβλ. Ὕμν. Ὁμηρ. εἰς Ἀπόλλ. 241· οὕτω, ποταμοὶ δ’ ἀμέραισι μὲν προχέοντι ῥόον καπνοῦ (περὶ τῆς Αἴτνης) Πινδ. Π. 1. 43· τρὶς ὕδατος προχέειν, ἐμβάλλειν πρῶτον [[τρία]] μέρη ὕδατος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 594· σπονδὰς προχέαι Ἡρόδ. 7. 192, Κριτίας 17· - μεταφορ., πρ. ἀοιδὴν διάφ. γραφ. Ἡσ. Θεογ. 83· ὄπα γλυκεῖαν Πινδ. Π. 10. 87, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 401· λίγειαν ὀμφὴν Ἀνακρεόντ, 41. 11· πρβλ. χέω·-Παθ., ἐκχέομαι πρὸς τὰ ἐμπρός, «χύνομαι». ἐπὶ μεγάλου πλήθους ἀνθρώπων ἐκχυνομένων ἐπὶ πεδιάδος καὶ καλυπτόντων αὐτήν, ἐς [[πεδίον]] προχέοντο Ἰλ. Β. 465, πρβλ. Ο. 360., Φ. [[θυσία]]… προχυθεῖσα Εὐρ. Ἀποσπ. 904· ἡ κυριολεκτικὴ σημασ. τοῦ παθ. ἀπαντᾷ μόνον παρὰ μεταγενεστ., Ὀππ. Κυν. 2. 39, Δίων Κ., κτλ.· προχεῖται τὰ λεγόμενα Λογγῖν. 19· ― τὰς προκεχυμένας ἄκρας, τὰς μακρὰν προεκτεινομένας, Φίλων 1. 14. Πρβλ. [[προρέω]] ΙΙ.
|elnltext=προ-χέω met acc. (eerst) uitgieten, (naar voren) doen stromen:; π. ῥόον εἰς ἅλα de stroom in de zee doen uitstromen Il. 21.219; τρὶς ὕδατος π. eerst drie delen water inschenken Hes. Op. 596; π. σπονδάς plengoffers brengen Hdt. 7.192.2; ook med.. μύρον... προχεαμένη τούτῳ ἀλείφεται als zij reukolie over zich heeft uitgegoten wrijft ze zich daarmee in Luc. 39.51. intrans. med.-pass. uitstromen, zich verspreiden:. ἐς πεδίον προχέοντο zij stroomden uit naar de vlakte Il. 2.465.
}}
{{elru
|elrutext='''προχέω:''' (fut. προχεῶ)<br /><b class="num">1)</b> [[изливать]] ([[ῥόον]] εἰς ἅλα Hom.): τρὶς [[ὕδατος]] π. Hes. доливать три части воды (к одной части вина); σπονδὰς προχέαι (inf. aor.) Her. совершить возлияния; τῇ προχέοντο [[φαλαγγηδόν]] Hom. туда фалангами хлынули (пергамцы);<br /><b class="num">2)</b> (о звуке), [[издавать]], [[испускать]], (ὀμφήν Anacr.; [[ὄπα]] γλυκεῖαν Pind.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''προχέω:''' μέλ. <i>-χεῶ</i>, αόρ. αʹ <i>-έχεα</i>· [[χύνω]] [[μπροστά]], σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ.· <i>σπονδὰς προχέαι</i>, σε Ηρόδ.· μεταφ., [[ὄπα]] γλυκεῖαν, σε Πίνδ. — μεταφ., λέγεται για μεγάλο [[πλήθος]] ανθρώπων που ξεχύνεται πάνω σε μια [[πεδιάδα]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''προχέω:''' μέλ. <i>-χεῶ</i>, αόρ. αʹ <i>-έχεα</i>· [[χύνω]] [[μπροστά]], σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ.· <i>σπονδὰς προχέαι</i>, σε Ηρόδ.· μεταφ., [[ὄπα]] γλυκεῖαν, σε Πίνδ. — μεταφ., λέγεται για μεγάλο [[πλήθος]] ανθρώπων που ξεχύνεται πάνω σε μια [[πεδιάδα]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προχέω:''' (fut. προχεῶ)<br /><b class="num">1)</b> [[изливать]] ([[ῥόον]] εἰς ἅλα Hom.): τρὶς [[ὕδατος]] π. Hes. доливать три части воды (к одной части вина); σπονδὰς προχέαι (inf. aor.) Her. совершить возлияния; τῇ προχέοντο [[φαλαγγηδόν]] Hom. туда фалангами хлынули (пергамцы);<br /><b class="num">2)</b> (о звуке), [[издавать]], [[испускать]], (ὀμφήν Anacr.; [[ὄπα]] γλυκεῖαν Pind.).
|lstext='''προχέω''': μέλλ. -χεῶ, χέω πρὸς τὰ ἐμπρός, πρ. ῥόον εἰς ἅλα δῖαν, ἐπὶ ποταμοῦ, Ἰλ. Φ. 219, πρβλ. Ὕμν. Ὁμηρ. εἰς Ἀπόλλ. 241· οὕτω, ποταμοὶ δ’ ἀμέραισι μὲν προχέοντι ῥόον καπνοῦ (περὶ τῆς Αἴτνης) Πινδ. Π. 1. 43· τρὶς ὕδατος προχέειν, ἐμβάλλειν πρῶτον [[τρία]] μέρη ὕδατος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 594· σπονδὰς προχέαι Ἡρόδ. 7. 192, Κριτίας 17· - μεταφορ., πρ. ἀοιδὴν διάφ. γραφ. Ἡσ. Θεογ. 83· ὄπα γλυκεῖαν Πινδ. Π. 10. 87, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 401· λίγειαν ὀμφὴν Ἀνακρεόντ, 41. 11· πρβλ. χέω·-Παθ., ἐκχέομαι πρὸς τὰ ἐμπρός, «χύνομαι». ἐπὶ μεγάλου πλήθους ἀνθρώπων ἐκχυνομένων ἐπὶ πεδιάδος καὶ καλυπτόντων αὐτήν, ἐς [[πεδίον]] προχέοντο Ἰλ. Β. 465, πρβλ. Ο. 360., Φ. 6· [[θυσία]]… προχυθεῖσα Εὐρ. Ἀποσπ. 904· ἡ κυριολεκτικὴ σημασ. τοῦ παθ. ἀπαντᾷ μόνον παρὰ μεταγενεστ., Ὀππ. Κυν. 2. 39, Δίων Κ., κτλ.· προχεῖται τὰ λεγόμενα Λογγῖν. 19· ― τὰς προκεχυμένας ἄκρας, τὰς μακρὰν προεκτεινομένας, Φίλων 1. 14. Πρβλ. [[προρέω]] ΙΙ.
}}
{{elnl
|elnltext=προ-χέω met acc. (eerst) uitgieten, (naar voren) doen stromen:; π. ῥόον εἰς ἅλα de stroom in de zee doen uitstromen Il. 21.219; τρὶς ὕδατος π. eerst drie delen water inschenken Hes. Op. 596; π. σπονδάς plengoffers brengen Hdt. 7.192.2; ook med.. μύρον... προχεαμένη τούτῳ ἀλείφεται als zij reukolie over zich heeft uitgegoten wrijft ze zich daarmee in Luc. 39.51. intrans. med.-pass. uitstromen, zich verspreiden:. ἐς πεδίον προχέοντο zij stroomden uit naar de vlakte Il. 2.465.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -χεῶ aor1 -έχεα<br />to [[pour]] [[forth]] or [[forward]], Il., Pind.; σπονδὰς προχέαι Hdt.:—metaph., ὄπα γλυκεῖαν Pind.:—Pass., metaph. of [[large]] bodies of men pouring [[over]] a [[plain]], Il.
|mdlsjtxt=fut. -χεῶ aor1 -έχεα<br />to [[pour]] [[forth]] or [[forward]], Il., Pind.; σπονδὰς προχέαι Hdt.:—metaph., ὄπα γλυκεῖαν Pind.:—Pass., metaph. of [[large]] bodies of men pouring [[over]] a [[plain]], Il.
}}
}}