3,273,762
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 13: | Line 13: | ||
|btext=<i>mieux que</i> [[πρῴρα]], ας (ἡ) :<br />proue, partie antérieure d'un navire ; πνεύμα [[τοὐκ]] πρῴρας SOPH vent qui vient de la proue, <i>càd</i> vent contraire.<br />'''Étymologie:''' fém. d'un masc. *πρῶρος de *πρόερος, Cp. de [[πρό]]. | |btext=<i>mieux que</i> [[πρῴρα]], ας (ἡ) :<br />proue, partie antérieure d'un navire ; πνεύμα [[τοὐκ]] πρῴρας SOPH vent qui vient de la proue, <i>càd</i> vent contraire.<br />'''Étymologie:''' fém. d'un masc. *πρῶρος de *πρόερος, Cp. de [[πρό]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=πρῷρᾰ -ας, ἡ, Ion. πρῴρη [~ πρών] boeg, voorsteven:; πνεῦμα τοὐκ πρῴρας tegenwind Soph. Ph. 639; overdr.: πάροιθεν... πρῴρας... κραδίας voor de boeg van mijn hart Aeschl. Ch. 390; π. βιότου de boeg van je leven Eur. Tr. 103. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρῷρα:''' (тж. [[πρῶρα]]), ион. [[πρῴρη]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[носовая часть]] (корабля), корабельный нос Her., Thuc., Arst. etc.: [[πνεῦμα]] [[τοὐκ]] (= τὸ ἐκ) πρῴρας Soph. встречный ветер;<br /><b class="num">2)</b> передняя часть, перен. начало: π. βιότου Eur. юность; [[πάροιθεν]] πρῴρας Aesch. на лице или снаружи. | |||
}} | }} | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''πρῷρα:''' ἡ (όχι <i>[[πρώρα]]</i>, [[επειδή]] είναι συνηρ. από το <i>[[πρώειρα]]</i>) ([[πρό]])·<br /><b class="num">1.</b> μπροστινό [[τμήμα]] πλοίου, [[κεφαλή]] πλοίου, [[πλώρη]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· [[πνεῦμα]] [[τοὐκ]] πρῴρας, [[αντίθετος]] [[άνεμος]], αντίθ. προς το <i>κατὰ πρύμναν</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[πρῷρα]] βιότου, η [[πλώρη]] του πλοίου της ζωής, δηλ. η πρώτη [[νεότητα]], σε Ευρ.· [[πάροιθεν]] πρῴρας καρδίας, [[μπροστά]] στην [[καρδιά]] μου, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''πρῷρα:''' ἡ (όχι <i>[[πρώρα]]</i>, [[επειδή]] είναι συνηρ. από το <i>[[πρώειρα]]</i>) ([[πρό]])·<br /><b class="num">1.</b> μπροστινό [[τμήμα]] πλοίου, [[κεφαλή]] πλοίου, [[πλώρη]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· [[πνεῦμα]] [[τοὐκ]] πρῴρας, [[αντίθετος]] [[άνεμος]], αντίθ. προς το <i>κατὰ πρύμναν</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[πρῷρα]] βιότου, η [[πλώρη]] του πλοίου της ζωής, δηλ. η πρώτη [[νεότητα]], σε Ευρ.· [[πάροιθεν]] πρῴρας καρδίας, [[μπροστά]] στην [[καρδιά]] μου, σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πρῷρα''': ἡ, (οὐχὶ πρώρα, [[διότι]] [[εἶναι]] συνῃρ. ἐκ τοῦ πρώειρα, καὶ [[Δωρικός]] τις [[τύπος]] [[πρώιρα]] ἀπαντᾷ παρὰ Σιμωνίδ. 32, πρβλ. Δινδ. εἰς Σοφ. Φοιν. 482), ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. η΄)· - τοὺς τύπους πρῴρη, πρῴρην ἀποδοκιμάζει παρ’ Ἡροδ. ὁ Δινδ. de Dial. Hdt. xi· ἐξ ἴσου δὲ [[ἡμαρτημένως]] ἔχουσιν οἱ τύποι πρῴρᾱ, πρῴρᾱν, [[συχνάκις]] ἀπαντῶντες ἐν ἐκδόσεσι τῶν πεζῶν συγγραφέων, [[καθότι]] ὁ [[τύπος]] πρῷρᾰ ἔχει βεβαιωθῇ ἐκ τῆς χρήσεως τῶν ποιητῶν: (πρό). Ὡς καὶ νῦν, τὸ πρόσθιον [[μέρος]] πλοίου, κοινῶς «πλῴρη», Λατιν. prora, εἰς [[ἴκρια]] νηὸς ἔβαινον πρῴρης Ὀδ. Μ. 230· συχν. παρ’ Ἡροδ. καὶ τοῖς Ἀττικ.· [[πνεῦμα]] [[τοὐκ]] πρῴρας, [[ἐναντίος]] [[ἄνεμος]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κατὰ πρύμναν, Σοφ. Φιλ. 639. 2) μεταφορ., [[πρῷρα]] βιότου, ἡ [[πρῷρα]] τοῦ πλοίου τοῦ βίου, δηλ. ἡ πρώτη [[νεότης]], Εὐρ. Τρῳ. 103· ὦ [[πρῷρα]] λοιβῆς Ἑστία, ἡ πρώτη ἔχουσα δικαιώματα σπονδῆς, Σοφ. Ἀποσπ. 650b· πάροιθεν πρῴρας… καρδίας, [[ἔμπροσθεν]] τῆς καρδίας μου, Αἰσχύλ. Χο. 390· ([[ἐντεῦθεν]] τὰ σύνθετα καλλίπρῷρος, [[βούπρῳρος]], κτλ·). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |