προσσυμβάλλομαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0780.png Seite 780]] (s. [[βάλλω]]), mit dazu beitragen, [[varia lectio|v.l.]] zum Vor.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0780.png Seite 780]] (s. [[βάλλω]]), mit dazu beitragen, [[varia lectio|v.l.]] zum Vor.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προσσυμβάλλομαι''': συμβάλλομαι, [[συνεισφέρω]] [[προσέτι]] ἢ συγχρόνως, ἀπολ. Ἱππ. π. Ἀγμ. 769· [[πρός]] τι ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 797· προσξυνεβάλετο τῆς ὁρμῆς... αἱ [[νῆες]], ὁ [[στόλος]] συνεισέφερεν εἰς τὴν προθυμίαν των, ἐπέτεινεν αὐτὴν ([[ἔνθα]] αἱ [[νῆες]] = τὸ ναυτικόν), Θουκ. 3. 36 (διαφ. γρ. προσσυνελάβετο). Ἴδε ἐκτενῆ σημείωσιν Bloomfield ἐν τόπῳ.
|elnltext=προσ-συμβάλλομαι bovendien bijdragen.
}}
{{elru
|elrutext='''προσσυμβάλλομαι:''' староатт. [[προσξυμβάλλομαι]] содействовать возбуждению, возбуждать, усиливать (τῆς ὀργῆς Thuc.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''προσσυμβάλλομαι:''' Μέσ., [[συνεισφέρω]] [[επιπλέον]] ή συγχρόνως, <i>προσσυνεβάλετο τῆς ὁρμῆς</i>, συνέβαλε, συνετέλεσε στην [[προθυμία]] τους, σε Θουκ.
|lsmtext='''προσσυμβάλλομαι:''' Μέσ., [[συνεισφέρω]] [[επιπλέον]] ή συγχρόνως, <i>προσσυνεβάλετο τῆς ὁρμῆς</i>, συνέβαλε, συνετέλεσε στην [[προθυμία]] τους, σε Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προσσυμβάλλομαι:''' староатт. [[προσξυμβάλλομαι]] содействовать возбуждению, возбуждать, усиливать (τῆς ὀργῆς Thuc.).
|lstext='''προσσυμβάλλομαι''': συμβάλλομαι, [[συνεισφέρω]] [[προσέτι]] ἢ συγχρόνως, ἀπολ. Ἱππ. π. Ἀγμ. 769· [[πρός]] τι ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 797· προσξυνεβάλετο τῆς ὁρμῆς... αἱ [[νῆες]], ὁ [[στόλος]] συνεισέφερεν εἰς τὴν προθυμίαν των, ἐπέτεινεν αὐτὴν ([[ἔνθα]] αἱ [[νῆες]] = τὸ ναυτικόν), Θουκ. 3. 36 (διαφ. γρ. προσσυνελάβετο). Ἴδε ἐκτενῆ σημείωσιν Bloomfield ἐν τόπῳ.
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-συμβάλλομαι bovendien bijdragen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />Mid. to [[contribute]] to [[besides]] or at the [[same]] [[time]], προσσυνεβάλετο τῆς ὁρμῆς contributed to [[their]] [[eagerness]], Thuc.
|mdlsjtxt=<br />Mid. to [[contribute]] to [[besides]] or at the [[same]] [[time]], προσσυνεβάλετο τῆς ὁρμῆς contributed to [[their]] [[eagerness]], Thuc.
}}
}}