πόρος: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>A. I.</b> passage, voie de communication (par eau <i>ou</i> par terre);<br /><b>II.</b> <i>particul. :</i>;<br /><b>1</b> lit d'un fleuve, cours d'eau ; ῥυτοὶ πόροι ESCHL eaux vives, eaux courantes;<br /><b>2</b> lit de la mer ; la mer elle-même : πόροι [[ἁλός]] OD, ἐνάλιοι πόροι ESCHL chemin de la mer, lit de la mer;<br /><b>3</b> détroit : Ἕλλης [[πόρος]] ESCHL l'Hellespont (<i>c.</i> [[Ἑλλήσποντος]]);<br /><b>4</b> pont;<br /><b>5</b> voie, chemin;<br /><b>6</b> conduit <i>ou</i> passage (pour les sécrétions, les humeurs, la respiration, <i>etc.</i>), pore;<br /><b>7</b> <i>fig.</i> voie <i>ou</i> moyen pour arriver à un but, expédient, ressource : [[πόρος]] κακῶν EUR remède contre le maheur ; <i>avec une prép.</i> : [[πόρος]] [[ἀμφί]] τινος ESCHL, [[περί]] τινος, [[πρός]] [[τι]] moyen en vue de qch ; προσόδου [[πόρος]] XÉN, [[πόρος]] χρημάτων XÉN, πόροι χρημάτων DÉM voies et moyens pour se procurer de l'argent ; <i>abs.</i> [[οἱ]] πόροι XÉN les voies et moyens (pour faire face aux dépenses), les ressources de l'État ; πόροι ἢ περὶ Προσόδων les Ressources <i>ou</i> des Revenus, <i>titre d'un ouvrage de Xénophon</i>;<br /><b>B.</b> action de passer à travers, trajet, passage.<br />'''Étymologie:''' [[πείρω]].
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>A. I.</b> passage, voie de communication (par eau <i>ou</i> par terre);<br /><b>II.</b> <i>particul. :</i>;<br /><b>1</b> lit d'un fleuve, cours d'eau ; ῥυτοὶ πόροι ESCHL eaux vives, eaux courantes;<br /><b>2</b> lit de la mer ; la mer elle-même : πόροι [[ἁλός]] OD, ἐνάλιοι πόροι ESCHL chemin de la mer, lit de la mer;<br /><b>3</b> détroit : Ἕλλης [[πόρος]] ESCHL l'Hellespont (<i>c.</i> [[Ἑλλήσποντος]]);<br /><b>4</b> pont;<br /><b>5</b> voie, chemin;<br /><b>6</b> conduit <i>ou</i> passage (pour les sécrétions, les humeurs, la respiration, <i>etc.</i>), pore;<br /><b>7</b> <i>fig.</i> voie <i>ou</i> moyen pour arriver à un but, expédient, ressource : [[πόρος]] κακῶν EUR remède contre le maheur ; <i>avec une prép.</i> : [[πόρος]] [[ἀμφί]] τινος ESCHL, [[περί]] τινος, [[πρός]] [[τι]] moyen en vue de qch ; προσόδου [[πόρος]] XÉN, [[πόρος]] χρημάτων XÉN, πόροι χρημάτων DÉM voies et moyens pour se procurer de l'argent ; <i>abs.</i> [[οἱ]] πόροι XÉN les voies et moyens (pour faire face aux dépenses), les ressources de l'État ; πόροι ἢ περὶ Προσόδων les Ressources <i>ou</i> des Revenus, <i>titre d'un ouvrage de Xénophon</i>;<br /><b>B.</b> action de passer à travers, trajet, passage.<br />'''Étymologie:''' [[πείρω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πόρος''': , (ἴδε ἐν λ. [[περάω]]) [[μέσον]] πρὸς διάβασιν ποταμοῦ, «[[πέραμα]]», [[μέρος]] [[αὐτοῦ]] διαβατόν, Λατ. vadum, Θρύον Ἀλφειοῖο πόρον, [[ὅθεν]] δύναταί τις νὰ διαβῇ τὸν Ἀλφειόν, Ἰλ. Β. 592, πρβλ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 423, Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 398· πόρον [[ἷξον]] Ξάνθου Ἰλ. Ξ. 433, Φ. 1· Ἀξιοῦ π. Αἰσχύλ. Πέρσ. 493· Πλούτωνος π., τὸ [[πέραμα]] τῆς Στυγός, ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 806· [[μόγις]] [[εὗρον]] τὸν π. Ἡρόδ. 4. 140· ἀπικνέεται ἐς τὸν π. τῆς διαβάσιος, εἰς τὸν τόπον [[ἔνθα]] ἡ διάβασις, ὁ αὐτ. 8. 115· π. διαβῆναι Ἅλυος Αἰσχύλ. Πέρσ. 864, κτλ.· ― ἀκολούθως, 2) στενὸν [[μέρος]] τῆς θαλάσσης, [[πορθμός]], Λατ. fretum, διαβὰς πόρον Ὠκεανοῖο Θ. 292· παρ’ Ὠκεανοῦ… ἄσβεστον π. Αἰσχύλ. Πρ. 531, πρβλ. Ἡρόδ. 7. 183· οὕτω, π. Ἕλλης (Δωρ. Ἕλλας) = [[Ἑλλήσποντος]], Πινδ. Ἀποσπ. 197, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 875, Ἀριστοφ. Σφ. 308· [[Ἰόνιος]] π., τὸ Ἰόνιον [[πέλαγος]] [[ὅπερ]] [[εἶναι]] τὸ ἀπὸ Ἑλλάδος εἰς Ἰταλίαν [[πέραμα]], Πινδ. Ν. 4. 87· [[πέλαγος]] Αἰγαίου [[πόρος]] Εὐρ. Ἑλ. 130· Εὔξεινος, [[ἄξενος]] π. (πρβλ. [[πόντος]] ΙΙ), ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 1262, Ι. Τ. 253· διαίρεσθαι τὸν π., δηλ. τὴν θάλασσαν τὴν μεταξὺ Σικελίας καὶ Ἀφρικῆς, Πολύβ. 1. 37, 1· ― ἐν πόρῳ, ἐν τόπῳ [[ὅθεν]] [[εἶναι]] ἡ διάβασις (τῶν πλοίων), Ἡρόδ. 7. 183, Θουκ. 1. 120., 6. 48· [[ἔνθα]] ἡ [[μάχη]] ἐγένετο, Ἡρόδ. 8. 76. 3) περίφρ., πόροι ἁλός, αἱ ὁδοί, τρίβοι τῆς θαλάσσης, ἡ [[θάλασσα]], Ὀδ. Μ. 259· πόντοιο πλατὺς π. Διον. Π. 131· ἐνάλιοι π. Αἰσχύλ. Πέρσ. 453· π. ἁλίρροθοι [[αὐτόθι]] 367, Σοφ. Αἴ. 412· πρβλ.· [[κέλευθος]]· ― καὶ συχν. ἐπὶ ποταμῶν, [[πόρος]] Ἀλφεοῦ, Σκαμάνδρου, δηλ. ὁ Ἀλφειός, ὁ [[Σκάμανδρος]], κτλ., Πινδ. Ο. 1. 148, Αἰσχύλ. Χο. 366· ῥυτοὶ πόροι ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 452· ― μεταφορ., βίου π., τὸ [[ῥεῦμα]] τῆς ζωῆς, Πινδ. Ι. 8. (7). 30. 4) τεχνητὴ διάβασις ποταμοῦ, [[γέφυρα]], Ἡρόδ. 4. 136, 140., 7. 10· ― [[ὡσαύτως]], [[ὑδραγωγεῖον]], Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 913, πρβλ. 1073. 4. 5) [[καθόλου]], [[πέραμα]], ὁδός, Αἰσχύλ. Ἀγ. 910, Σοφ. Φιλ. 705, κτλ.· τὰ ἴχνη ἀγρίου θηρίου, ὁ [[τόπος]] [[ὅθεν]] συνήθως διέρχεται, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 40· αἰθέρα θ’ ἁγνὸν πόρον οἰωνῶν, τὸ [[μέρος]] [[ὅθεν]] διέρχονται τὰ πτηνά, ἡ ὁδὸς αὐτῶν, Αἰσχύλ. Πρ. 281· ― μεταφορ., πραπίδων πόροι Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 93. 6) [[δίοδος]] διὰ μέσου τοῦ δέρματος, οἱ πόροι, αἱ σμικρόταται τοῦ δέρματος ὀπαί, δι’ ὧν διέρχονται ἀπορροαὶ κατὰ τὸν Ἐμπεδοκλέα, πόρους εἰς οὓς καὶ δι’ ὧν αἱ ἀπορροαὶ πορεύονται; Πλάτ. Μένων 76C, πρβλ. Τίμ. Λοκρ. 100Ε, Sturz εἰς Ἐμπεδ. σ. 341· [[οὕτως]] ἐπὶ τῶν σπόγγων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 16, 8 κἑξ.· ἐπὶ φυτῶν, Θεοφρ. π. Ζ. Γεν. 1. 2, 4. β) ἐπὶ παντὸς ἀγωγοῦ ἢ ἀνοίγματος τοῦ σώματος, π. πρῶτος, ἐπὶ τῆς μήτρας, Ἱππ. παρὰ Πολυδ. Β΄, 222· πόροι σπερματικοί, θορικοὶ π. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 3, 2., 1. 14, 3· π. ὑστερικοί, αἱ ᾠοθῆκαι, [[αὐτόθι]] 2. 4, 18· τροφῆς π., ἐπὶ τοῦ οἰσοφάγου, π. Ζ. Μορ. 2. 3, 9, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τοῦ ὀρθοῦ ἢ ἀπευθυσμένου ἐντέρου, π. Ζ. Γεν. 1. 13, 1, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τοῦ ἀγωγοῦ τῶν οὔρων, [[αὐτόθι]] 4. 4, 48· ἐπὶ τῶν ἀρτηριῶν καὶ φλεβῶν, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1, 13, κτλ. γ) ἐπὶ τῶν ἀγωγῶν τῶν ἀγόντων ἐκ τῶν αἰσθητηρίων ὀργάνων εἰς τὸν ἐγκέφαλον, οἱ π. τοῦ ὄμματος Ἀριστ. π. Αἰσθήσ. 2, 17, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 6, π. Ζ. Μορ., 2. 10, 14· ὤτων, μυκτήρων π. Ζ. Γεν. 4. 6, 8, πρβλ. 2. 6, 32, κτλ.· ― ἴδε Bοnitz Ind. Arist. σ. 623. ΙΙ. μετὰ γεν. πράγμ., [[τρόπος]] ἢ μέσα πρὸς κατόρθωσιν, ἐκτέλεσιν, ἀνεύρεσιν, κτλ., οὐκ ἐδύνατο π. οὐδένα τούτου ἀνευρεῖν Ἡρόδ. 2. 2· οὐδεὶς π. ἐφαίνετο τῆς ἁλώσιος ὁ αὐτ. 3. 156· τῶν ἀδοκήτων π. εὗρε θεὸς Εὐρ. Μήδ. 1418· π. ὁδοῦ, [[μέσον]] πρὸς ἐκτέλεσιν τῆς πορείας, Ἀριστοφ. Εἰρ. 124· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], π. κακῶν, [[μέσον]] πρὸς ἀποτροπὴν τῶν κακῶν, [[τρόπος]] ἀπαλλαγῆς ἀπ’ αὐτῶν, Εὐρ. Ἄλκ. 213, πρβλ. 221· ― μετ’ ἀπαρ., [[πόρος]] εὐθαρσεῖν Ἀνδοκ. 21. 37· [[πόρος]] τις [[μηχανή]] τε... τίσασθαι Εὐρ. Μήδ. 260· ― μετὰ προθέσεων, π. ἀμφὶ ἢ [[περί]] τινος Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 806, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 653· π. πρὸς τὸ πολεμεῖν Ξεν. Ἀν. 2. 5, 20. 2) ἀπολ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἀπορία]], Πλάτ. Μένων 78D κἑξ.· ― [[ἐπινόημα]], [[τέχνασμα]], οἵας τέχνας τε καὶ πόρους ἐμησάμην Αἰσχύλ. Πρ. 477· δεινὸς γὰρ εὑρεῖν κἀξ ἀμηχάνων πόρον [[αὐτόθι]] 59, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 757· [[μέγας]] π. Αἰσχύλ. Πρ. 111· τίνα π. εὕρω [[πόθεν]]; Εὐρ. Ι. Α. 356. 3) ἐν Ἀθήναις, π. χρημάτων, [[τρόπος]] τοῦ πορίζεσθαι, εὑρίσκειν χρήματα, Ξεν. Ἀθην. 3. 2, Ἑλλ. 1. 6, 12, Δημ. 14. 19· ὁ π. τῶν χρ. [[αὐτόθι]] 48. 15, κτλ.· μηχανᾶσθαι προσόδου π. Ξεν. Κύρ. 1. 6, 10· καὶ ἐν τῷ πληθ., τὰ «μέσα», εἰσοδήματα, πρόσοδοι, πόροι χρημάτων Δημ. 328. 19· ἀπολ., πόρους πορίζειν Ὑπερειδ. [[ὑπὲρ]] Εὐξεν. 46, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 1. 6, 9, Ἀριστ. Ρητ. 1. 4, 8, κτλ.· ὁ Ξεν. ἔγραψε πραγματείαν ἐπιγραφομένην πόροι ἢ περὶ προσόδων, de Vectigalibus. ΙΙΙ. [[πορεία]], ταξίδιον, μακρᾶς κελεύθου π. Αἰσχύλ. Θήβ. 546· παρόρνιθας π. τίθεσθαι Εὐμ. 770, Εὐρ. Ι. Τ. 116, κτλ. ἐν τῷ π. [[πλοῖον]] ἀνατρέψαι, κατὰ τὸν πλοῦν, Αἰσχίν. 76. 11. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[πόρος]]· ὁδός, [[τρίβος]]. ἢ τοῦ ποταμοῦ [[ῥεῦμα]]. οἱ δὲ τὴν διάβασιν [[αὐτοῦ]]· οἱ δὲ τὰς γεφύρας. καὶ [[ἀφορμή]]».
|elnltext=πόρος -ου, ὁ [~ πείρω] voorde, doorwaadbare plaats:; Ἀλφειοῖο π. oversteekplaats in de Alpheios Il. 2.592; ἀπικνέεται ἐς τὸν πόρον τῆς διαβάσιος hij bereikte de oversteekplaats Hdt. 8.115.1; oversteekplaats, brug:. λύσαντες τὸν πόρον... ἄπιτε breek de brug af en ga weg Hdt. 4.136.4. stroom:; ῥυτοῖς πόροις met waterstromen Aeschl. Eum. 452; zeestraat, vaarwater:; διατέμνουσα πόρον κυματίαν de golvende zeestraat overstekend Aeschl. Suppl. 545; ἐν πόρῳ in het vaarwater Hdt. 7.183.3; uitbr. zee:. Αἰγαῖος πόρος Egeïsche zee Eur. Hel. 130. doorgang, weg:; πόροι ἁλός de paden van de zee Od. 12.259; ἐνάλιοι π. zeewegen Aeschl. Pers. 453; αἰθέρα... πόρον οἰωνῶν de hemel, de weg van de vogels Aeschl. PV 280; ἔζευξεν... ὥστ’ ἔχειν πόρον hij liet een brug bouwen om een doorgang te hebben Aeschl. Pers. 722; uitbr. als acc. v. h. inw. obj. weg, reis:. μακρὸν μὲν ἤλθομεν κώπῃ πόρον we zijn al roeiend een lange weg gegaan Eur. IT 116. geneesk. porie:. διὰ τῶν πόρων διεξελθόν door de poriën naar buiten komend (zweet) Hp. Flat. 8; πόρους εἰς οὓς καὶ δι’ ὧν αἱ ἀπορροαὶ πορεύονται ( λέγετε ); spreken jullie over poriën waarnaar en waardoor de afscheidingen gaan? Plat. Men. 76c. uitweg, hulpmiddel:; πόρον οὐδένα τούτου ἀνευρεῖν geen enkele oplossing hiervoor vinden Hdt. 2.2.2; π. κακῶν uitweg uit de ellende Eur. Alc. 213; π. ζητήματος oplossing van het vraagstuk Plat. Tht. 191a; met inf.. πόρος νοῆσαι een middel om tot inzicht te komen Emp. B 3.12; πόρος... πόσιν δίκην τῶνδ’ ἀντιτείσασθαι een middel om mijn echtgenoot hiervoor te laten boeten Eur. Med. 260. bron van inkomsten:; χρημάτων πόροι bronnen van inkomsten Eur. Suppl. 777; μηχανᾶσθαι προσόδου πόρον een bron van inkomsten verzinnen Xen. Cyr. 1.6.10; zonder gen., meestal plur..; Aristot. Rh. 1359b23; personif. ὁ Πόρος Overvloed. Plat. Smp. 203b.
}}
{{elru
|elrutext='''πόρος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[место переправы]], [[переправа]], [[перевоз]] (Ἀλφειοῖο Hom.): Πλούτωνος π. Aesch. = [[Στύξ]]; ὁ π. τῆς διαβάσιος Her. место переправы; πόρον οὐ διαβὰς ποταμοῖο Aesch. не переправившись через реку;<br /><b class="num">2)</b> [[пролив]] Hes., Aesch.: π. Ἓλλης Arph. = [[Ἑλλήσποντος]];<br /><b class="num">3)</b> [[море]] (как проход или путь) ([[Ἰόνιος]] π. Pind.; Εὔξεινος π. Eur.);<br /><b class="num">4)</b> поэт. течение: ῥυτοὶ πόροι Aesch. текучая вода; πόροι [[ἁλός]] Hom. и ἐνάλιοι πόροι Aesch. морские течения, т. е. моря; π. Σκαμάνδρου Aesch. река Скамандр; βίου π. Pind. течение (река) жизни;<br /><b class="num">5)</b> [[искусственная переправа]], [[мост]]: λύειν τὸν πόρον Her. разрушить мост;<br /><b class="num">6)</b> [[дорога]], [[путь]] (οἰωνῶν Aesch.): [[πορφυρόστρωτος]] π. Aesch. устланный пурпуром путь; Διὸς πραπίδων πόροι Aesch. пути Зевсовых мыслей;<br /><b class="num">7)</b> анат. [[канал]], [[пора]] (πόροι σπερματικοί Arst.): τροφῆς π. Arst. пищевод;<br /><b class="num">8)</b> [[выход]], [[способ]], [[средство]] (πόρον τινὸς ἀνευρεῖν Her.; π. ἐξ ἀμηχάνων Aesch.; π. κακῶν Eur.): πόροι πρὸς τὸ πολεμεῖν Xen. способы (успешного) ведения войны; περὶ ἱματίων τίς π. [[ἔσται]]; Arph. каким способом раздобыть одежды?; τίν᾽ ἀπορῶν [[εὕρω]] πόρον; Eur. как бы найти мне выход из безвыходного положения?;<br /><b class="num">9)</b> [[доход]], [[поступление]], [[средства к жизни]]: π. и πόροι προσόδων или χρημάτων Xen., Dem. денежные средства; πόροι ἢ περὶ προσόδων доходы или о поступлениях (название сочинения Ксенофонта);<br /><b class="num">10)</b> [[поездка]], [[путешествие]]: μακρᾶς κελεύθου π. Aesch. далекое путешествие, дальний путь.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''πόρος:''' ὁ ([[περάω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[μέσο]] για [[διάβαση]] ποταμού, [[πέρασμα]], στενό, Λατ. [[vadum]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· Πλούτωνος [[πόρος]], τα [[στενά]] της Στύγας, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[στενή]] [[θάλασσα]], [[ισθμός]], [[πορθμός]], Λατ. [[fretum]], σε Ησίοδ., Αισχύλ.· [[Ἰόνιος]] [[πόρος]], το Ιόνιο [[πέλαγος]] που είναι το [[πέρασμα]] από την [[Ελλάδα]] στην Ιταλία, σε Πίνδ.· <i>ἐν πόρῳ</i>, στη [[διάβαση]] των πλοίων, στον ομαλό δρόμο, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> περιφραστικά, πόροι [[ἁλός]], τα μονοπάτια της θάλασσας, δηλ. η [[ίδια]] η [[θάλασσα]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἐνάλιοι πόροι</i>, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως, λέγεται για ποτάμια, [[πόρος]] Ἀλφεοῦ, <i>Σκαμάνδρου</i>, δηλ. ο Αλφειός κ.λπ., σε Πίνδ.<br /><b class="num">4.</b> [[δρόμος]] πάνω από το [[ποτάμι]], δηλ. [[γέφυρα]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">5.</b> γενικά, [[μονοπάτι]], [[δρόμος]], σε Αισχύλ., Σοφ.· [[πόρος]] οἰωνῶν, [[δρόμος]] τον οποίο διασχίζουν, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">6.</b> [[δίοδος]] μέσω του δέρματος, <i>οἱ πόροι</i>, πόροι του δέρματος, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με γεν. πράγμ., [[τρόπος]] ή τα μέσα προς [[επίτευξη]], [[ολοκλήρωση]], <i>οὐκ ἐδύνατο πόρον οὐδένα ἀνευρεῖν</i>, σε Ηρόδ.· [[πόρος]] ὁδοῦ, μέσα προς [[εκτέλεση]] πορείας, σε Αριστοφ.· [[πόρος]] κακῶν, μέσα αποφυγής κακών, σε Ευρ.· με απαρ., [[πόρος]] τις τίσασθαι, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., μέσα επινόησης, [[εφεύρεση]], [[τέχνασμα]], διέξοδοι, σε Αισχύλ., Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> στην Αθήνα, [[πόρος]] χρημάτων, [[τρόπος]] απόκτησης χρημάτων, σε Ξεν., Δημ.· στον πληθ., οι «τρόποι και τα μέσα», εισοδήματα, πρόσοδοι, σε Δημ.<br /><b class="num">III.</b> [[πορεία]], [[πλεύση]], [[ταξίδι]], σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''πόρος:''' ὁ ([[περάω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[μέσο]] για [[διάβαση]] ποταμού, [[πέρασμα]], στενό, Λατ. [[vadum]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· Πλούτωνος [[πόρος]], τα [[στενά]] της Στύγας, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[στενή]] [[θάλασσα]], [[ισθμός]], [[πορθμός]], Λατ. [[fretum]], σε Ησίοδ., Αισχύλ.· [[Ἰόνιος]] [[πόρος]], το Ιόνιο [[πέλαγος]] που είναι το [[πέρασμα]] από την [[Ελλάδα]] στην Ιταλία, σε Πίνδ.· <i>ἐν πόρῳ</i>, στη [[διάβαση]] των πλοίων, στον ομαλό δρόμο, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> περιφραστικά, πόροι [[ἁλός]], τα μονοπάτια της θάλασσας, δηλ. η [[ίδια]] η [[θάλασσα]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἐνάλιοι πόροι</i>, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως, λέγεται για ποτάμια, [[πόρος]] Ἀλφεοῦ, <i>Σκαμάνδρου</i>, δηλ. ο Αλφειός κ.λπ., σε Πίνδ.<br /><b class="num">4.</b> [[δρόμος]] πάνω από το [[ποτάμι]], δηλ. [[γέφυρα]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">5.</b> γενικά, [[μονοπάτι]], [[δρόμος]], σε Αισχύλ., Σοφ.· [[πόρος]] οἰωνῶν, [[δρόμος]] τον οποίο διασχίζουν, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">6.</b> [[δίοδος]] μέσω του δέρματος, <i>οἱ πόροι</i>, πόροι του δέρματος, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με γεν. πράγμ., [[τρόπος]] ή τα μέσα προς [[επίτευξη]], [[ολοκλήρωση]], <i>οὐκ ἐδύνατο πόρον οὐδένα ἀνευρεῖν</i>, σε Ηρόδ.· [[πόρος]] ὁδοῦ, μέσα προς [[εκτέλεση]] πορείας, σε Αριστοφ.· [[πόρος]] κακῶν, μέσα αποφυγής κακών, σε Ευρ.· με απαρ., [[πόρος]] τις τίσασθαι, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., μέσα επινόησης, [[εφεύρεση]], [[τέχνασμα]], διέξοδοι, σε Αισχύλ., Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> στην Αθήνα, [[πόρος]] χρημάτων, [[τρόπος]] απόκτησης χρημάτων, σε Ξεν., Δημ.· στον πληθ., οι «τρόποι και τα μέσα», εισοδήματα, πρόσοδοι, σε Δημ.<br /><b class="num">III.</b> [[πορεία]], [[πλεύση]], [[ταξίδι]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πόρος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[место переправы]], [[переправа]], [[перевоз]] (Ἀλφειοῖο Hom.): Πλούτωνος π. Aesch. = [[Στύξ]]; ὁ π. τῆς διαβάσιος Her. место переправы; πόρον οὐ διαβὰς ποταμοῖο Aesch. не переправившись через реку;<br /><b class="num">2)</b> [[пролив]] Hes., Aesch.: π. Ἓλλης Arph. = [[Ἑλλήσποντος]];<br /><b class="num">3)</b> [[море]] (как проход или путь) ([[Ἰόνιος]] π. Pind.; Εὔξεινος π. Eur.);<br /><b class="num">4)</b> поэт. течение: ῥυτοὶ πόροι Aesch. текучая вода; πόροι [[ἁλός]] Hom. и ἐνάλιοι πόροι Aesch. морские течения, т. е. моря; π. Σκαμάνδρου Aesch. река Скамандр; βίου π. Pind. течение (река) жизни;<br /><b class="num">5)</b> [[искусственная переправа]], [[мост]]: λύειν τὸν πόρον Her. разрушить мост;<br /><b class="num">6)</b> [[дорога]], [[путь]] (οἰωνῶν Aesch.): [[πορφυρόστρωτος]] π. Aesch. устланный пурпуром путь; Διὸς πραπίδων πόροι Aesch. пути Зевсовых мыслей;<br /><b class="num">7)</b> анат. [[канал]], [[пора]] (πόροι σπερματικοί Arst.): τροφῆς π. Arst. пищевод;<br /><b class="num">8)</b> [[выход]], [[способ]], [[средство]] (πόρον τινὸς ἀνευρεῖν Her.; π. ἐξ ἀμηχάνων Aesch.; π. κακῶν Eur.): πόροι πρὸς τὸ πολεμεῖν Xen. способы (успешного) ведения войны; περὶ ἱματίων τίς π. [[ἔσται]]; Arph. каким способом раздобыть одежды?; τίν᾽ ἀπορῶν [[εὕρω]] πόρον; Eur. как бы найти мне выход из безвыходного положения?;<br /><b class="num">9)</b> [[доход]], [[поступление]], [[средства к жизни]]: π. и πόροι προσόδων или χρημάτων Xen., Dem. денежные средства; πόροι ἢ περὶ προσόδων доходы или о поступлениях (название сочинения Ксенофонта);<br /><b class="num">10)</b> [[поездка]], [[путешествие]]: μακρᾶς κελεύθου π. Aesch. далекое путешествие, дальний путь.
|lstext='''πόρος''': , (ἴδε ἐν λ. [[περάω]]) [[μέσον]] πρὸς διάβασιν ποταμοῦ, «[[πέραμα]]», [[μέρος]] [[αὐτοῦ]] διαβατόν, Λατ. vadum, Θρύον Ἀλφειοῖο πόρον, [[ὅθεν]] δύναταί τις νὰ διαβῇ τὸν Ἀλφειόν, Ἰλ. Β. 592, πρβλ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 423, Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 398· πόρον [[ἷξον]] Ξάνθου Ἰλ. Ξ. 433, Φ. 1· Ἀξιοῦ π. Αἰσχύλ. Πέρσ. 493· Πλούτωνος π., τὸ [[πέραμα]] τῆς Στυγός, ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 806· [[μόγις]] [[εὗρον]] τὸν π. Ἡρόδ. 4. 140· ἀπικνέεται ἐς τὸν π. τῆς διαβάσιος, εἰς τὸν τόπον [[ἔνθα]] ἡ διάβασις, ὁ αὐτ. 8. 115· π. διαβῆναι Ἅλυος Αἰσχύλ. Πέρσ. 864, κτλ.· ― ἀκολούθως, 2) στενὸν [[μέρος]] τῆς θαλάσσης, [[πορθμός]], Λατ. fretum, διαβὰς πόρον Ὠκεανοῖο Θ. 292· παρ’ Ὠκεανοῦ… ἄσβεστον π. Αἰσχύλ. Πρ. 531, πρβλ. Ἡρόδ. 7. 183· οὕτω, π. Ἕλλης (Δωρ. Ἕλλας) = [[Ἑλλήσποντος]], Πινδ. Ἀποσπ. 197, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 875, Ἀριστοφ. Σφ. 308· [[Ἰόνιος]] π., τὸ Ἰόνιον [[πέλαγος]] [[ὅπερ]] [[εἶναι]] τὸ ἀπὸ Ἑλλάδος εἰς Ἰταλίαν [[πέραμα]], Πινδ. Ν. 4. 87· [[πέλαγος]] Αἰγαίου [[πόρος]] Εὐρ. Ἑλ. 130· Εὔξεινος, [[ἄξενος]] π. (πρβλ. [[πόντος]] ΙΙ), ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 1262, Ι. Τ. 253· διαίρεσθαι τὸν π., δηλ. τὴν θάλασσαν τὴν μεταξὺ Σικελίας καὶ Ἀφρικῆς, Πολύβ. 1. 37, 1· ― ἐν πόρῳ, ἐν τόπῳ [[ὅθεν]] [[εἶναι]] ἡ διάβασις (τῶν πλοίων), Ἡρόδ. 7. 183, Θουκ. 1. 120., 6. 48· [[ἔνθα]] [[μάχη]] ἐγένετο, Ἡρόδ. 8. 76. 3) περίφρ., πόροι ἁλός, αἱ ὁδοί, τρίβοι τῆς θαλάσσης, ἡ [[θάλασσα]], Ὀδ. Μ. 259· πόντοιο πλατὺς π. Διον. Π. 131· ἐνάλιοι π. Αἰσχύλ. Πέρσ. 453· π. ἁλίρροθοι [[αὐτόθι]] 367, Σοφ. Αἴ. 412· πρβλ.· [[κέλευθος]]· ― καὶ συχν. ἐπὶ ποταμῶν, [[πόρος]] Ἀλφεοῦ, Σκαμάνδρου, δηλ. ὁ Ἀλφειός, ὁ [[Σκάμανδρος]], κτλ., Πινδ. Ο. 1. 148, Αἰσχύλ. Χο. 366· ῥυτοὶ πόροι ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 452· ― μεταφορ., βίου π., τὸ [[ῥεῦμα]] τῆς ζωῆς, Πινδ. Ι. 8. (7). 30. 4) τεχνητὴ διάβασις ποταμοῦ, [[γέφυρα]], Ἡρόδ. 4. 136, 140., 7. 10· ― [[ὡσαύτως]], [[ὑδραγωγεῖον]], Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 913, πρβλ. 1073. 4. 5) [[καθόλου]], [[πέραμα]], ὁδός, Αἰσχύλ. Ἀγ. 910, Σοφ. Φιλ. 705, κτλ.· τὰ ἴχνη ἀγρίου θηρίου, ὁ [[τόπος]] [[ὅθεν]] συνήθως διέρχεται, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 40· αἰθέρα θ’ ἁγνὸν πόρον οἰωνῶν, τὸ [[μέρος]] [[ὅθεν]] διέρχονται τὰ πτηνά, ἡ ὁδὸς αὐτῶν, Αἰσχύλ. Πρ. 281· ― μεταφορ., πραπίδων πόροι Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 93. 6) [[δίοδος]] διὰ μέσου τοῦ δέρματος, οἱ πόροι, αἱ σμικρόταται τοῦ δέρματος ὀπαί, δι’ ὧν διέρχονται ἀπορροαὶ κατὰ τὸν Ἐμπεδοκλέα, πόρους εἰς οὓς καὶ δι’ ὧν αἱ ἀπορροαὶ πορεύονται; Πλάτ. Μένων 76C, πρβλ. Τίμ. Λοκρ. 100Ε, Sturz εἰς Ἐμπεδ. σ. 341· [[οὕτως]] ἐπὶ τῶν σπόγγων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 16, 8 κἑξ.· ἐπὶ φυτῶν, Θεοφρ. π. Ζ. Γεν. 1. 2, 4. β) ἐπὶ παντὸς ἀγωγοῦ ἢ ἀνοίγματος τοῦ σώματος, π. πρῶτος, ἐπὶ τῆς μήτρας, Ἱππ. παρὰ Πολυδ. Β΄, 222· πόροι σπερματικοί, θορικοὶ π. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 3, 2., 1. 14, 3· π. ὑστερικοί, αἱ ᾠοθῆκαι, [[αὐτόθι]] 2. 4, 18· τροφῆς π., ἐπὶ τοῦ οἰσοφάγου, π. Ζ. Μορ. 2. 3, 9, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τοῦ ὀρθοῦ ἢ ἀπευθυσμένου ἐντέρου, π. Ζ. Γεν. 1. 13, 1, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τοῦ ἀγωγοῦ τῶν οὔρων, [[αὐτόθι]] 4. 4, 48· ἐπὶ τῶν ἀρτηριῶν καὶ φλεβῶν, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1, 13, κτλ. γ) ἐπὶ τῶν ἀγωγῶν τῶν ἀγόντων ἐκ τῶν αἰσθητηρίων ὀργάνων εἰς τὸν ἐγκέφαλον, οἱ π. τοῦ ὄμματος Ἀριστ. π. Αἰσθήσ. 2, 17, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 6, π. Ζ. Μορ., 2. 10, 14· ὤτων, μυκτήρων π. Ζ. Γεν. 4. 6, 8, πρβλ. 2. 6, 32, κτλ.· ― ἴδε Bοnitz Ind. Arist. σ. 623. ΙΙ. μετὰ γεν. πράγμ., [[τρόπος]] ἢ μέσα πρὸς κατόρθωσιν, ἐκτέλεσιν, ἀνεύρεσιν, κτλ., οὐκ ἐδύνατο π. οὐδένα τούτου ἀνευρεῖν Ἡρόδ. 2. 2· οὐδεὶς π. ἐφαίνετο τῆς ἁλώσιος ὁ αὐτ. 3. 156· τῶν ἀδοκήτων π. εὗρε θεὸς Εὐρ. Μήδ. 1418· π. ὁδοῦ, [[μέσον]] πρὸς ἐκτέλεσιν τῆς πορείας, Ἀριστοφ. Εἰρ. 124· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], π. κακῶν, [[μέσον]] πρὸς ἀποτροπὴν τῶν κακῶν, [[τρόπος]] ἀπαλλαγῆς ἀπ’ αὐτῶν, Εὐρ. Ἄλκ. 213, πρβλ. 221· ― μετ’ ἀπαρ., [[πόρος]] εὐθαρσεῖν Ἀνδοκ. 21. 37· [[πόρος]] τις [[μηχανή]] τε... τίσασθαι Εὐρ. Μήδ. 260· ― μετὰ προθέσεων, π. ἀμφὶ ἢ [[περί]] τινος Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 806, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 653· π. πρὸς τὸ πολεμεῖν Ξεν. Ἀν. 2. 5, 20. 2) ἀπολ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἀπορία]], Πλάτ. Μένων 78D κἑξ.· ― [[ἐπινόημα]], [[τέχνασμα]], οἵας τέχνας τε καὶ πόρους ἐμησάμην Αἰσχύλ. Πρ. 477· δεινὸς γὰρ εὑρεῖν κἀξ ἀμηχάνων πόρον [[αὐτόθι]] 59, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 757· [[μέγας]] π. Αἰσχύλ. Πρ. 111· τίνα π. εὕρω [[πόθεν]]; Εὐρ. Ι. Α. 356. 3) ἐν Ἀθήναις, π. χρημάτων, [[τρόπος]] τοῦ πορίζεσθαι, εὑρίσκειν χρήματα, Ξεν. Ἀθην. 3. 2, Ἑλλ. 1. 6, 12, Δημ. 14. 19· ὁ π. τῶν χρ. [[αὐτόθι]] 48. 15, κτλ.· μηχανᾶσθαι προσόδου π. Ξεν. Κύρ. 1. 6, 10· καὶ ἐν τῷ πληθ., τὰ «μέσα», εἰσοδήματα, πρόσοδοι, πόροι χρημάτων Δημ. 328. 19· ἀπολ., πόρους πορίζειν Ὑπερειδ. [[ὑπὲρ]] Εὐξεν. 46, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 1. 6, 9, Ἀριστ. Ρητ. 1. 4, 8, κτλ.· Ξεν. ἔγραψε πραγματείαν ἐπιγραφομένην πόροι ἢ περὶ προσόδων, de Vectigalibus. ΙΙΙ. [[πορεία]], ταξίδιον, μακρᾶς κελεύθου π. Αἰσχύλ. Θήβ. 546· παρόρνιθας π. τίθεσθαι Εὐμ. 770, Εὐρ. Ι. Τ. 116, κτλ. ἐν τῷ π. [[πλοῖον]] ἀνατρέψαι, κατὰ τὸν πλοῦν, Αἰσχίν. 76. 11. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[πόρος]]· ὁδός, [[τρίβος]]. ἢ τοῦ ποταμοῦ [[ῥεῦμα]]. οἱ δὲ τὴν διάβασιν [[αὐτοῦ]]· οἱ δὲ τὰς γεφύρας. καὶ [[ἀφορμή]]».
}}
{{elnl
|elnltext=πόρος -ου, [~ πείρω] voorde, doorwaadbare plaats:; Ἀλφειοῖο π. oversteekplaats in de Alpheios Il. 2.592; ἀπικνέεται ἐς τὸν πόρον τῆς διαβάσιος hij bereikte de oversteekplaats Hdt. 8.115.1; oversteekplaats, brug:. λύσαντες τὸν πόρον... ἄπιτε breek de brug af en ga weg Hdt. 4.136.4. stroom:; ῥυτοῖς πόροις met waterstromen Aeschl. Eum. 452; zeestraat, vaarwater:; διατέμνουσα πόρον κυματίαν de golvende zeestraat overstekend Aeschl. Suppl. 545; ἐν πόρῳ in het vaarwater Hdt. 7.183.3; uitbr. zee:. Αἰγαῖος πόρος Egeïsche zee Eur. Hel. 130. doorgang, weg:; πόροι ἁλός de paden van de zee Od. 12.259; ἐνάλιοι π. zeewegen Aeschl. Pers. 453; αἰθέρα... πόρον οἰωνῶν de hemel, de weg van de vogels Aeschl. PV 280; ἔζευξεν... ὥστ’ ἔχειν πόρον hij liet een brug bouwen om een doorgang te hebben Aeschl. Pers. 722; uitbr. als acc. v. h. inw. obj. weg, reis:. μακρὸν μὲν ἤλθομεν κώπῃ πόρον we zijn al roeiend een lange weg gegaan Eur. IT 116. geneesk. porie:. διὰ τῶν πόρων διεξελθόν door de poriën naar buiten komend (zweet) Hp. Flat. 8; πόρους εἰς οὓς καὶ δι’ ὧν αἱ ἀπορροαὶ πορεύονται ( λέγετε ); spreken jullie over poriën waarnaar en waardoor de afscheidingen gaan? Plat. Men. 76c. uitweg, hulpmiddel:; πόρον οὐδένα τούτου ἀνευρεῖν geen enkele oplossing hiervoor vinden Hdt. 2.2.2; π. κακῶν uitweg uit de ellende Eur. Alc. 213; π. ζητήματος oplossing van het vraagstuk Plat. Tht. 191a; met inf.. πόρος νοῆσαι een middel om tot inzicht te komen Emp. B 3.12; πόρος... πόσιν δίκην τῶνδ’ ἀντιτείσασθαι een middel om mijn echtgenoot hiervoor te laten boeten Eur. Med. 260. bron van inkomsten:; χρημάτων πόροι bronnen van inkomsten Eur. Suppl. 777; μηχανᾶσθαι προσόδου πόρον een bron van inkomsten verzinnen Xen. Cyr. 1.6.10; zonder gen., meestal plur..; Aristot. Rh. 1359b23; personif. ὁ Πόρος Overvloed. Plat. Smp. 203b.
}}
}}
{{etym
{{etym