3,274,129
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 5: | Line 5: | ||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui boit beaucoup (lampe).<br />'''Étymologie:''' [[πίνω]]. | |btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui boit beaucoup (lampe).<br />'''Étymologie:''' [[πίνω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=πότης -ου, ὁ [πίνω] drinker; overdr.. ποτὴς λύχνος een dorstige (d.w.z. veel verbruikende) lamp Aristoph. Nub. 57. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πότης:''' ου adj. m (superl. f ποτιστάτη) много пьющий (γυναῖκες Arph.): π. [[λύχνος]] Arph. светильник, поглощающий много масла. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 14: | Line 17: | ||
|lsmtext='''πότης:''' -ου, ὁ, θηλ. [[πότις]] (√<i>ΠΟ</i> από κάποιους χρόνους του [[πίνω]]), [[πότης]], [[μέθυσος]], [[μπεκρής]]· μεταφ., [[πότης]] [[λύχνος]], μεθυσμένο [[λυχνάρι]], δηλ. αυτό που καταναλώνει [[πολύ]] [[λάδι]], σε Αριστοφ.· κωμ. υπερθ. [[ποτίστατος]], στον ίδ. | |lsmtext='''πότης:''' -ου, ὁ, θηλ. [[πότις]] (√<i>ΠΟ</i> από κάποιους χρόνους του [[πίνω]]), [[πότης]], [[μέθυσος]], [[μπεκρής]]· μεταφ., [[πότης]] [[λύχνος]], μεθυσμένο [[λυχνάρι]], δηλ. αυτό που καταναλώνει [[πολύ]] [[λάδι]], σε Αριστοφ.· κωμ. υπερθ. [[ποτίστατος]], στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πότης''': -ου, ὁ, ὁ πίνων, [[πολυπότης]], θηλ. [[πότις]], (ἀλλὰ τό ἀρσ. φαίνεται ὅτι δὲν τίθεται ἐπὶ προσώπων, ἀντ’ [[αὐτοῦ]] δὲ [[εἶναι]] ἐν χρήσει τὸ [[φιλοπότης]], Piers. εἰς Ἡρῳδιαν. 432), [[πότις]] γυνὴ Φρύνιχ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 607· αὕτη δὲ Λαῒς ἀργὸς καὶ [[πότις]] Ἐπικράτης ἐν «Ἀντιλαΐδι» 1. 5· ― μεταφορ., [[πότης]] [[λύχνος]], ὁ πίνων, καταναλίσκων πολὺ [[ἔλαιον]], Ἀριστοφ. Νεφ. 57· οὕτω, [[στίλβη]] [[πότις]] Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 15. ― Κωμ. ὑπερθ., ποτίσταται γυναῖκες Ἀριστοφ. Θεσμ. 735, πρβλ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 26. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 43 καὶ 178. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[πότης]], ου, ὁ, [!πο, Root of [[some]] tenses of [[πίνω]]<br />a drinker, [[tippler]], [[toper]]:—metaph., [[πότης]] [[λύχνος]] a [[tippling]] [[lamp]], i. e. that consumes [[much]] oil, Ar.: Comic Sup., [[ποτίστατος]], Ar. | |mdlsjtxt=[[πότης]], ου, ὁ, [!πο, Root of [[some]] tenses of [[πίνω]]<br />a drinker, [[tippler]], [[toper]]:—metaph., [[πότης]] [[λύχνος]] a [[tippling]] [[lamp]], i. e. that consumes [[much]] oil, Ar.: Comic Sup., [[ποτίστατος]], Ar. | ||
}} | }} |