σάρδιον: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (τό) :<br />pierre précieuse rouge et transparente, <i>càd</i> la cornaline ; <i>ou</i> brune, <i>càd</i> la sarde.<br />'''Étymologie:''' [[Σάρδεις]].
|btext=ου (τό) :<br />pierre précieuse rouge et transparente, <i>càd</i> la cornaline ; <i>ou</i> brune, <i>càd</i> la sarde.<br />'''Étymologie:''' [[Σάρδεις]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σάρδιον''': τό, [[λίθος]] [[πολύτιμος]], Πλάτ. Φαίδων 110D, Θεοφρ. π. Λίθ. 8 καὶ 23· σάρδια, ἐπὶ γυναικείων κοσμημάτων, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309. 13. - Ὁ [[λίθος]] [[οὗτος]] ἦτο δύο εἰδῶν, ὁ διαφανὴς ἐρυθρὸς ἢ [[θῆλυς]] (ἀγγλ. carnelian) καὶ ὁ διαφανὴς μελαψὸς ἢ ἄρρην, αγγλ. sardine, Θεοφρ. π. Λίθ. 30· - παρὰ μεταγεν., [[λίθος]] σάρδιος Φιλόπον. παρὰ Σουΐδ.· σάρδινος [[λίθος]] Ἀνέκδ. Ὀξων. 4. 229· [[σαρδόνιον]] Ἡσύχ. ἐν λέξ. σαρδώ.
|elnltext=σάρδιον -ου, τό kornalijn (edelsteen).
}}
{{elru
|elrutext='''σάρδιον:''' τό [[сердолик]] Arph., Plat.
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''σάρδιον:''' τό, [[πολύτιμος]] [[λίθος]] προερχόμενος από τις [[Σάρδεις]], σε ερυθρή [[απόχρωση]], Αγγλ. carnelian, σε Πλάτ.
|lsmtext='''σάρδιον:''' τό, [[πολύτιμος]] [[λίθος]] προερχόμενος από τις [[Σάρδεις]], σε ερυθρή [[απόχρωση]], Αγγλ. carnelian, σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σάρδιον:''' τό [[сердолик]] Arph., Plat.
|lstext='''σάρδιον''': τό, [[λίθος]] [[πολύτιμος]], Πλάτ. Φαίδων 110D, Θεοφρ. π. Λίθ. 8 καὶ 23· σάρδια, ἐπὶ γυναικείων κοσμημάτων, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309. 13. - Ὁ [[λίθος]] [[οὗτος]] ἦτο δύο εἰδῶν, ὁ διαφανὴς ἐρυθρὸς ἢ [[θῆλυς]] (ἀγγλ. carnelian) καὶ ὁ διαφανὴς μελαψὸς ἢ ἄρρην, αγγλ. sardine, Θεοφρ. π. Λίθ. 30· - παρὰ μεταγεν., [[λίθος]] σάρδιος Φιλόπον. παρὰ Σουΐδ.· σάρδινος [[λίθος]] Ἀνέκδ. Ὀξων. 4. 229· [[σαρδόνιον]] Ἡσύχ. ἐν λέξ. σαρδώ.
}}
{{elnl
|elnltext=σάρδιον -ου, τό kornalijn (edelsteen).
}}
}}
{{etym
{{etym