πύελος: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (ἡ) :<br /><b>1</b> auge, mangeoire;<br /><b>2</b> baignoire.<br />'''Étymologie:''' par dissimil. p. *πλύελος, de la R. Πλυ, laver ; cf. [[πλύνω]].
|btext=ου (ἡ) :<br /><b>1</b> auge, mangeoire;<br /><b>2</b> baignoire.<br />'''Étymologie:''' par dissimil. p. *πλύελος, de la R. Πλυ, laver ; cf. [[πλύνω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πύελος''': , [[ἐπιμήκης]] [[σκάφη]], ἐν ᾗ ἐτίθετο τροφῇ διὰ ζῷα, Ὀδ. Τ. 553· [[λουτήρ]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1060, Εἰρ. 843, Θεσμ. 562, Κράτης ἐν «Θηρίοις»2. 5, Εὔπολις ἐν «Ταξιάρχοις» 8· - πᾶν [[ἀγγεῖον]] ἔχον τὸ [[σχῆμα]] σκάφης στρογγύλης, «μαστέλλο», [[λεκάνη]] [[μεγάλη]], [[λέβης]] τοῦ μαγειρείου, Ἀριστοφ. Σφ. 141. 2) = [[σαρκοφάγος]], Θεοφρ. π. Λίθ. 60, Συλλ. Ἐπιγρ. 3785-88, 4164· φέρεται καὶ πύαλος, [[αὐτόθι]] 2050, 3777· πρβλ. πυελὶς 2, καὶ ἴδε [[πτύαλον]], [[ὕαλος]]. 3) = πυελὶς Ι, Πολυδ. Ζ΄, 179. 4) παρὰ τοῖς Ἐκκλ., [[κολυμβήθρα]] πρὸς βάπτισιν. [[Κατὰ]] τὸν Κούρτ. ἀντὶ πλύελος, ἐκ τῆς √ΠΛΥ, [[πλύνω]]. [ῡ Ἐπικ., ῠ Ἀττικ.].
|elnltext=πύελος -ου, ἡ [~ πλύνω] trog. badkuip.
}}
{{elru
|elrutext='''πύελος:''' ἡ (эп. - атт. )<br /><b class="num">1)</b> [[корыто]], [[кормушка]] Hom.;<br /><b class="num">2)</b> [[чан]], [[ванна]] Arph.;<br /><b class="num">3)</b> [[желоб]] Arph.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''πύελος:''' ἡ, σκαφίδι, [[μακριά]] ταΐστρα ή [[σκάφη]] για την [[τροφή]] των ζώων, σε Ομήρ. Οδ.· [[λουτήρας]], σε Αριστοφ.· [[λεκάνη]], [[σκεύος]] του μαγειρείου, στον ίδ.
|lsmtext='''πύελος:''' ἡ, σκαφίδι, [[μακριά]] ταΐστρα ή [[σκάφη]] για την [[τροφή]] των ζώων, σε Ομήρ. Οδ.· [[λουτήρας]], σε Αριστοφ.· [[λεκάνη]], [[σκεύος]] του μαγειρείου, στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πύελος:''' ἡ (эп. - атт. )<br /><b class="num">1)</b> [[корыто]], [[кормушка]] Hom.;<br /><b class="num">2)</b> [[чан]], [[ванна]] Arph.;<br /><b class="num">3)</b> [[желоб]] Arph.
|lstext='''πύελος''': , [[ἐπιμήκης]] [[σκάφη]], ἐν ᾗ ἐτίθετο τροφῇ διὰ ζῷα, Ὀδ. Τ. 553· [[λουτήρ]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1060, Εἰρ. 843, Θεσμ. 562, Κράτης ἐν «Θηρίοις»2. 5, Εὔπολις ἐν «Ταξιάρχοις» 8· - πᾶν [[ἀγγεῖον]] ἔχον τὸ [[σχῆμα]] σκάφης στρογγύλης, «μαστέλλο», [[λεκάνη]] [[μεγάλη]], [[λέβης]] τοῦ μαγειρείου, Ἀριστοφ. Σφ. 141. 2) = [[σαρκοφάγος]], Θεοφρ. π. Λίθ. 60, Συλλ. Ἐπιγρ. 3785-88, 4164· φέρεται καὶ πύαλος, [[αὐτόθι]] 2050, 3777· πρβλ. πυελὶς 2, καὶ ἴδε [[πτύαλον]], [[ὕαλος]]. 3) = πυελὶς Ι, Πολυδ. Ζ΄, 179. 4) παρὰ τοῖς Ἐκκλ., [[κολυμβήθρα]] πρὸς βάπτισιν. [[Κατὰ]] τὸν Κούρτ. ἀντὶ πλύελος, ἐκ τῆς √ΠΛΥ, [[πλύνω]]. [ῡ Ἐπικ., ῠ Ἀττικ.].
}}
{{elnl
|elnltext=πύελος -ου, [~ πλύνω] trog. badkuip.
}}
}}
{{etym
{{etym