πτύγμα: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ατος (τό) :<br />pli, repli d'une étoffe.<br />'''Étymologie:''' [[πτύσσω]].
|btext=ατος (τό) :<br />pli, repli d'une étoffe.<br />'''Étymologie:''' [[πτύσσω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πτύγμα''': τό, ([[πτύσσω]]) [[δίπλωμα]], πέπλοιο [[πτύγμα]], τὸ [[δίπλωμα]] τοῦ πέπλου, «διπλῷ τῷ πέπλῳ» (Σχόλ.), Ἰλ. Ε. 315, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 271· - παρὰ τοῖς Ἰατροῖς, [[τεμάχιον]] λινοῦ συναπτομένου πρὸς ἔμφραξιν τραύματος, [[πίλημα]], Ὀρειβασ. 301 Matth.· = ὑποκορ. πτυγμάτιον, τό, πτυγμάτια οἰνελαίῳ ἢ ὀξυκράτῳ βεβρεγμένα Παῦλ. Αἰγ. 102.
|elnltext=πτύγμα -ατος, τό [πτύσσω] plooi.
}}
{{elru
|elrutext='''πτύγμα:''' ατος τό складки, складчатость (πέπλοιο π. Hom., Anth.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''πτύγμα:''' -ατος, τό ([[πτύσσω]]), [[δίπλωμα]], πέπλοιο [[πτύγμα]], [[δίπλωμα]] πέπλου, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''πτύγμα:''' -ατος, τό ([[πτύσσω]]), [[δίπλωμα]], πέπλοιο [[πτύγμα]], [[δίπλωμα]] πέπλου, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πτύγμα:''' ατος τό складки, складчатость (πέπλοιο π. Hom., Anth.).
|lstext='''πτύγμα''': τό, ([[πτύσσω]]) [[δίπλωμα]], πέπλοιο [[πτύγμα]], τὸ [[δίπλωμα]] τοῦ πέπλου, «διπλῷ τῷ πέπλῳ» (Σχόλ.), Ἰλ. Ε. 315, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 271· - παρὰ τοῖς Ἰατροῖς, [[τεμάχιον]] λινοῦ συναπτομένου πρὸς ἔμφραξιν τραύματος, [[πίλημα]], Ὀρειβασ. 301 Matth.· = ὑποκορ. πτυγμάτιον, τό, πτυγμάτια οἰνελαίῳ ἢ ὀξυκράτῳ βεβρεγμένα Παῦλ. Αἰγ. 102.
}}
{{elnl
|elnltext=πτύγμα -ατος, τό [πτύσσω] plooi.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πτύγμα]], ατος, τό, [[πτύσσω]]<br />[[anything]] [[folded]], πέπλοιο [[πτύγμα]] a [[folded]] [[mantle]], Il.
|mdlsjtxt=[[πτύγμα]], ατος, τό, [[πτύσσω]]<br />[[anything]] [[folded]], πέπλοιο [[πτύγμα]] a [[folded]] [[mantle]], Il.
}}
}}