3,274,246
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=<b>I.</b> <i>f.</i> σκέψομαι, <i>ao.</i> ἐσκεψάμην, <i>pf.</i> [[ἔσκεμμαι]];<br /><b>1</b> regarder attentivement, considérer, observer, acc. ; μεθ’ ἑταίρους ἔς [[τι]] OD du côté de ses compagnons dans la direction de qch ; ἔς τινα dans la direction de qqn;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> examiner, méditer, réfléchir : πρὸς ἑαυτόν PLAT en soi-même ; [[τι]] <i>ou</i> [[περί]] τινος à qch ; avec un relat. : σκ. [[οἷος]] ESCHL, [[τίς]] XÉN réfléchir <i>ou</i> considérer quel… ; qui… ; σκ. τοὺς ῥήτορας, [[ὡς]] εἰσὶ δίκαιοι AR voir les orateurs comme ils sont justes;<br /><b>3</b> se préoccuper de, avoir souci de, acc.;<br /><b>4</b> <i>p. ext.</i> imaginer en réfléchissant, trouver après réflexion, acc.;<br /><b>II.</b> <i>avec sign. Pass. (aux temps suiv. : ao.</i> ἐσκέφθην, <i>pf.</i> [[ἔσκεμμαι]], <i>f.ant.</i> ἐσκέψομαι) être examiné, considéré ; ἐσκεμμένα λέγειν XÉN dire des choses réfléchies ; οἰκήματα πρὸς αὐτὸ [[τοῦτο]] ἐσκεμμένα [[ὅπως]] XÉN maisons disposées à dessein pour cela même.<br />'''Étymologie:''' R. Σκεπ voir ; cf. <i>lat.</i> spec- de speculum, spectrum ; et composés en spic-, adspicio, conspicio, etc. | |btext=<b>I.</b> <i>f.</i> σκέψομαι, <i>ao.</i> ἐσκεψάμην, <i>pf.</i> [[ἔσκεμμαι]];<br /><b>1</b> regarder attentivement, considérer, observer, acc. ; μεθ’ ἑταίρους ἔς [[τι]] OD du côté de ses compagnons dans la direction de qch ; ἔς τινα dans la direction de qqn;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> examiner, méditer, réfléchir : πρὸς ἑαυτόν PLAT en soi-même ; [[τι]] <i>ou</i> [[περί]] τινος à qch ; avec un relat. : σκ. [[οἷος]] ESCHL, [[τίς]] XÉN réfléchir <i>ou</i> considérer quel… ; qui… ; σκ. τοὺς ῥήτορας, [[ὡς]] εἰσὶ δίκαιοι AR voir les orateurs comme ils sont justes;<br /><b>3</b> se préoccuper de, avoir souci de, acc.;<br /><b>4</b> <i>p. ext.</i> imaginer en réfléchissant, trouver après réflexion, acc.;<br /><b>II.</b> <i>avec sign. Pass. (aux temps suiv. : ao.</i> ἐσκέφθην, <i>pf.</i> [[ἔσκεμμαι]], <i>f.ant.</i> ἐσκέψομαι) être examiné, considéré ; ἐσκεμμένα λέγειν XÉN dire des choses réfléchies ; οἰκήματα πρὸς αὐτὸ [[τοῦτο]] ἐσκεμμένα [[ὅπως]] XÉN maisons disposées à dessein pour cela même.<br />'''Étymologie:''' R. Σκεπ voir ; cf. <i>lat.</i> spec- de speculum, spectrum ; et composés en spic-, adspicio, conspicio, etc. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=σκέπτομαι, praes. zeldzaam, vervangen door σκοπέω; aor. ἐσκέφθην; perf. ἔσκεμμαι, inf. ἐσκέφθαι; plqperf. 3 sing. ἔσκεπτο nauwlettend bekijken, observeren:; σκέψασθε τὴν ἀρίστην ἔγχελυν kijk eens goed naar die fantastische aal Aristoph. Ach. 889; ἄνδρα εἰσπέμψαι σκεψόμενον τὰ ἔνδον een man naar binnen sturen om de situatie binnen te observeren Xen. Hell. 4.4.8; met prep. bep..; σκέψασθε δ’ ἐς τόνδε kijkt goed naar deze man hier Eur. Hipp. 943; met afh. vraag; σκέπτεο... αἴ κεν ἴδηαι ζωὸν ἔτ’ Ἀντίλοχον kijk goed rond of je misschien Antilochos nog in leven ziet Il. 17.652; beschouwen als:. καλλίω θάνατον σ. de dood als mooier beschouwen Plat. Lg. 854c. onderzoeken, overwegen:; σκεψώμεθα δή laten we het dus eens onderzoeken Aristoph. Th. 802; τὸ δίκαιον σκέπτεσθαι in ogenschouw nemen wat rechtvaardig is Eur. Or. 494; met afh. vraag; σκέψαι δὲ τοῦτο πρῶτον, εἰ... bekijk nu dit als eerste, of… Soph. OT 584; σκέψασθαι ὅτῳ τρόπῳ ἀσφαλέστατα διαπορεύσονται te bekijken op welke manier zij er het veiligst doorheen zouden trekken Thuc. 1.107.4; εἴπερ ὀρθῶς ἡμεῖς ἐσκέμμεθα als wij het juist bekeken hebben Plat. Men. 96d; perf. ook met pass. bet.: σκοπεῖτε οὖν... ἔσκεπται overwegen jullie het maar:: het is overwogen Plat. Resp. 369b; ἐσκεμμένα λεγειν weloverwogen spreken Xen. Hell. 3.3.8. besluiten, met inf.: ἐσκέψαντο Ἀλκιβιάδην... ἐᾶν zij besloten Alcibiades erbuiten te laten Thuc. 8.63.4. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σκέπτομαι:''' (fut. σκέψομαι, aor. ἐσκεψάμην, pf. - тж. в знач. pass. - [[ἔσκεμμαι]], aor. pass. ἐσκέφθην, fut. 3 ἐσκέψομαι)<br /><b class="num">1)</b> [[смотреть]], [[глядеть]], [[взирать]] (τι и τινα Hom., Her., Aesch., Xen.): σ. ὀϊστῶν τε ῥοῖζον καὶ δοῦπον ἀκόντων Hom. следить за свистом стрел и гудением копий;<br /><b class="num">2)</b> [[разведывать]], [[разузнавать]] (σκέψασθαι τί εἴη τὸ [[κωλῦον]] Xen.);<br /><b class="num">3)</b> [[рассматривать]], [[исследовать]], [[размышлять]] (σκέψαι [[τοῦτο]] [[πρῶτον]] Soph.; πρὸς ἑαυτόν τι σκεψάμενος Plat.);<br /><b class="num">4)</b> [[умозаключать]], [[судить]]: σκέψασθε δέ Thuc. рассудите сами; ἐκ [[τῶνδε]] σκέψαι Xen. суди вот по чему;<br /><b class="num">5)</b> [[рассматривать]], [[считать]] (καλλίω τι σ. Plat.);<br /><b class="num">6)</b> [[заранее обдумывать]], [[предусматривать]], [[готовить]] (в ответ) (λόγους Dem.; τὰ ἀναγκαῖα Men.): πάντα [[ἡμῖν]] ἐσκεμμένα (pass.) ἡτοίμασται Thuc. все у нас предусмотрено и подготовлено. | |||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''σκέπτομαι:''' (στην Αττ. το <i>σκοπῶ</i> ή <i>σκοποῦμαι</i> χρησιμ. ως ενεστ.), μέλ. <i>σκέψομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐσκεψάμην</i>, παρακ. [[ἔσκεμμαι]]·<br /><b class="num">I.</b> [[κοιτάζω]] [[τριγύρω]], [[παρατηρώ]] με [[προσοχή]], ακολουθ. από πρόθ. <i>εἰς</i>, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· με αιτ., [[προσέχω]], [[επιτηρώ]], [[φυλάσσω]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· απόλ., [[εξετάζω]], [[παρατηρώ]] προσεκτικά, [[κατασκοπεύω]], σε Ηρόδ.· λέγεται για τον νου, [[παρατηρώ]] με τον νου, [[θεωρώ]], [[εξετάζω]], [[λαμβάνω]] υπ' όψιν, [[συλλογίζομαι]], [[στοχάζομαι]], [[διαλογίζομαι]], σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">1.</b> <i>σκέψασθε δέ</i>, μόνον σκεφθείτε, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[σκέφτομαι]] εκ των προτέρων, [[προνοώ]], σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> παρακ. επίσης με Παθ. [[σημασία]], <i>ἐσκεμμένα</i>, ζητήματα υπολογισμένα, μετρημένα εκ των προτέρων, σε Θουκ.· (σε διάλογο), σκοπεῖτε [[οὖν]]. Απάντ. <i>ἔσκεπται</i>, σε Πλάτ.· ομοίως γʹ ενικ. Παθ. μέλ. (συντελεσμένου) <i>ἐσκέψεται</i>, στον ίδ. | |lsmtext='''σκέπτομαι:''' (στην Αττ. το <i>σκοπῶ</i> ή <i>σκοποῦμαι</i> χρησιμ. ως ενεστ.), μέλ. <i>σκέψομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐσκεψάμην</i>, παρακ. [[ἔσκεμμαι]]·<br /><b class="num">I.</b> [[κοιτάζω]] [[τριγύρω]], [[παρατηρώ]] με [[προσοχή]], ακολουθ. από πρόθ. <i>εἰς</i>, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· με αιτ., [[προσέχω]], [[επιτηρώ]], [[φυλάσσω]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· απόλ., [[εξετάζω]], [[παρατηρώ]] προσεκτικά, [[κατασκοπεύω]], σε Ηρόδ.· λέγεται για τον νου, [[παρατηρώ]] με τον νου, [[θεωρώ]], [[εξετάζω]], [[λαμβάνω]] υπ' όψιν, [[συλλογίζομαι]], [[στοχάζομαι]], [[διαλογίζομαι]], σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">1.</b> <i>σκέψασθε δέ</i>, μόνον σκεφθείτε, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[σκέφτομαι]] εκ των προτέρων, [[προνοώ]], σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> παρακ. επίσης με Παθ. [[σημασία]], <i>ἐσκεμμένα</i>, ζητήματα υπολογισμένα, μετρημένα εκ των προτέρων, σε Θουκ.· (σε διάλογο), σκοπεῖτε [[οὖν]]. Απάντ. <i>ἔσκεπται</i>, σε Πλάτ.· ομοίως γʹ ενικ. Παθ. μέλ. (συντελεσμένου) <i>ἐσκέψεται</i>, στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''σκέπτομαι''': Ὅμ., Θέογν., καὶ παρὰ τοῖς Ἴωσι πεζογράφοις· ἀλλ’ οἱ Ἀττ. (πρὸ τοῦ Ἀριστ.) σχεδὸν [[οὐδαμοῦ]] ἔχουσι τὸν ἐνεστ. καὶ παρατ. [[σκέπτομαι]], ἐσκεπτόμην (Πλάτ. Λάχ. 185C, Ἀλκ. 2. 140Α [[εἶναι]] ἐξαιρέσεις· παρὰ Θουκ. 8. 66, ὁ Elmsl. διώρθωσεν ὑπερσ. προΰσκεπτο)· - οἱ Ἀττικοὶ χρῶνται τῷ σκοπῶ ἢ σκοποῦμαι ὡς ἐνεστ., ἐν ᾧ τοὺς λοιποὺς χρόνους παραλαμβάνουσιν ἀείποτε ἐκ τοῦ [[σκέπτομαι]], - δηλ. μέλλ. σκέψομαι Ἀριστοφ. Εἰρ. 29, Θουκ. 6. 40, κτλ.· ἀόρ. ἐσκεψάμην Αἰσχύλ. Χο. 229, Σοφ., Εὐρ., Θουκ., κλπ· πρκμ. ἔσκεμμαι, Εὐρ., Πλάτ., κλπ., ἴδε Elmsl. εἰς Εὐρ. Ἡρακλ. 148, πρβλ. [[σκοπέω]]· - ἀλλ’ ὁ πρκμ. κεῖται καὶ ἐπὶ παθ. σημασίας ὡς καὶ τινες ἄλλοι χρόνοι, ἴδε κατωτ. ΙΙ. 4. (Ἐκ τῆς √ΣΚΕΠ παράγονται [[ὡσαύτως]] τὰ σκοπή, σκοπιά (καὶ [[ἴσως]] σκόπελος), σκοπός, [[σκώψ]]· πρβλ. Λατ. spec-io (pro-spicio, κτλ.), spec-ula, spec-ulum, spec-to· Σανσκρ. spa← (speculor), spa←-as (speculator)· Ζενδ. spa← (speculor)· Ἀρχ. Σκανδ. spâ (Σκωτ. spae, [[προλέγω]])· Ἀρχ. Γερμ. speh-ôm, spâh-i (prudens. callidus)· κτλ.). Ι. [[βλέπω]] ὁλόγυρα, παρατηρῶ μετὰ προσοχῆς, παρατηρῶ, ὡς [[κατάσκοπος]] κυττάζω, [[κατασκοπεύω]], σκεψάμενος δ’ ἐς νῆα θοὴν ἅμα καὶ μεθ’ ἑταίρους Ὀδ. Μ. 247· οὕτω, σκέψασθαι δ’ ἐς τόνδ’ Εὐρ. Ἱππ. 943· μετ’ αἰτ., σκέπτετ’ ὀϊστῶν τε ῥοῖζον καὶ δοῦπον ἀκόντων, ἦτο προσεκτικὸς εἰς τὸ [[σύριγμα]] τῶν βελῶν [[ὥστε]] νὰ ἀποφεύγῃ αὐτά, Ἰλ. Π. 361· σκέπτεο δὴ νῦν ἄλλον Θέογν. 1095· σκεπτόμενος τοὺς νεκροὺς Ἡρόδ. 3. 37· σκέψαι ... βόστρυχον τριχός, παρατήρησον [[καλῶς]], Αἰσχύλ. Χο. 230· τὴν ἔγχελυν Ἀριστοφ. Ἀχ. 889· κλόνον Εὐρ. Ἴων 206· τὰ [[ἔνδον]] Ξεν. Ἑλλ. 4. 4. 8· τιν’ ἐς σὲ μωρίαν ἐσκεμμένοι, παρατηροῦντές σε καὶ βλέποντες ..., Εὐρ. Ἡρακλ. 147· - ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, σκέπτεο νῦν ... αἴ κεν [[ἴδηαι]] Ἰλ. Ρ. 652· σκ. [[πόθεν]] ἡ [[στάσις]], ἢ τίς ὁ [[θρῦλος]] Βατραχομυομ. 135· τί εἴη τὸ κωλῦον Ξεν. Ἀνάβ. 4. 5, 20· εἰ εἴη ἴχνη ἀνθρώπων [[αὐτόθι]] 7. 3, 42· - ἀπολ., παρατηρῶ μετὰ προσοχῆς, [[ἐξετάζω]], [[κατασκοπεύω]], σκέπτεσθαι Ἡρόδ. 4. 196· εἰς τὸ σκεφθῆναι, πρὸς παρατήρησιν, ἔρευναν, Ἱππ. 6. 43· σκέψαι, «κύτταξε» Αἰσχύλ. Χο. 229, κτλ.· σκέψασθε, παῖδες, προσέξατε, [[παιδιά]]! Ἀριστοφ. Ἱππ. 419. ΙΙ. βραδύτερον ἐπὶ τοῦ νοῦ, παρατηρῶ διὰ τοῦ νοῦ, [[ἐξετάζω]]. [[κρίνω]], σκέψασθε ... τὴν τύχην δυοῖν βροτοῖν Σοφ. Αἴ. 1028· σκέψαι δὲ τοῦτο πρῶτον ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 584· ὃ [[πολλάκις]] ἐσκεψάμην Θουκ. 6. 38, κτλ.· τὸ δίκαιον Εὐρ. Ὀρ. 494· μηδὲν ἐσκέφθαι δίκαιον Δημ. 576. 27· τι πρὸς ἑαυτὸν Πλάτ. Φαίδων 95Ε· τι ἐκ τῶν δε, ἐκ τῶν πραγμάτων ἢ γεγονότων τούτων, Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 38, Δημ. 23. 1· [[ὡσαύτως]], [[περί]] τινος Πλάτ. Λάχ. 185C, Κρατ. 401Α· - ἀπολ., σκέψασθε νῦν ἄμεινον Εὐρ. Ὀρ. 1291· σκεψώμεθα δὴ Ἀριστοφ. Θεσμ. 802· σκέψασθαι ἀπὸ τῶν παίδων, [[κρίνω]] ἐξ ἐκείνων τὰ ὁποῖα πράττουσιν οἱ παῖδες, Ἀριστοφ. Πλ. 570· ἐν σοὶ σκεψώμεθα Πλάτ. Σοφ. 239Β· - σκέψασθε δέ· μόνον σκέφθητε ..., δι’ οὗ διεγείρεται ἡ προσοχὴ τῶν ἀκροατῶν, Ἀντιφῶν 146. 10, Θουκ. 1. 143· - ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως διὰ τοῦ οἷος, [[ὁποῖος]], [[ὅπως]], ὡς, Αἰσχύλ. Πρ. 1015, Σοφ. Τρ. 1077, Εὐρ. Ι. Α. 1377, κτλ.· διὰ τοῦ ὅτῳ τρόπῳ, Θουκ. 1. 107· διὰ τῶν πῶς ..., [[πόθεν]] ..., πότερον .. ἢ ..., Ξεν. Ἀν. 4. 5, 22., 5. 4, 7., 3. 2, 20, κτλ.· διὰ τοῦ εἰ. [[ἔνθα]] [[δέον]] νὰ νοήσωμεν ἢ μή, [[ἐξετάζω]] ἄν ... ἢ ὄχι, Ἀριστοφ. Εἰρ. 29, Ξεν. Ἀν. 3. 2, 22· πλῆρες: σκ. τοῦτο, εἰ ..., Σοφ. Ο. Τ. 584, πρβλ. Ἠλ. 442, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1141, κτλ.· σκεπτόμεθα τί ἐστιν ἡ [[ἀρετὴ]] Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 2. 2, 1. 2) σπανίως, [[σκέπτομαι]] ἢ [[νομίζω]] ὅτι πρᾶγμά τι ἔχει οὕτω καὶ οὕτω, καλλίω θάνατον σκεψάμενος Πλάτ. Νόμ. 854C. 3) [[σκέπτομαι]] [[περί]] τινος ἐκ τῶν προτέρων, προνοῶ, τἀναγκαῖα ἑκάστης ἡμέρας Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 28· τὸ ξυμφέρον Πλάτ. Πολ. 342Α· [[παρασκευάζω]], [[ἑτοιμάζω]], προμελῶ, προσχεδιάζω, λόγους Δημ. 749. 18· εἴ τι χρήσιμον ἐσκεμμένον ἥκει ὁ αὐτ. 9. 6. 4) ὁ πρκμ. [[εἶναι]] [[ὡσαύτως]] ἐν χρήσει ἐπὶ παθ. σημασ., πάντα ἐσκεμμένα ἡτοίμασται, μετὰ σκέψεως, μὲ μελέτην, Θουκ. 7. 62· σκοπεῖτε οὖν. Ἀπόκρ. ἔσκεπται Πλάτ. Πολ. 369Β, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 8, Δημ. 576. 27., 1403. 21· οὕτω γ΄ ἑνικ. μέσ. μέλλ. τετελεσμ. μὲ παθητ. σημασ. ἐσκέψεται, Πλάτ. Πολ. 392C· ἀόρ. ἐσκέφθην Ἱππ. 6. 43· ἀόρ. β΄ καὶ μέλλ. β΄ ἐσκέπην (ἐπ-), σκεπήσομαι (ἐπι-), Ἑβδ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 471. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |