συμβιβάζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=réconcilier : τινά τινι une personne avec une autre.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[βιβάζω]].
|btext=réconcilier : τινά τινι une personne avec une autre.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[βιβάζω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συμβῐβάζω''': μεταβατικὸν τοῦ [[συμβαίνω]], [[φέρω]] εἰς τὸ αὐτό· παθητ., φέρομαι εἰς τὸ αὐτό, συμπλέκομαι, σχηματίζομαι, ἔκ τινος Ἐπιστ. πρ. Ἐφεσ. δϳ, 16, πρ. Κολοσ. βϳ, 19. 2) μεταφορ., ὡς καὶ νῦν, διαλλάττω, συμφιλιώνω, Ἡρόδ. 1. 74· σ. τινά τινι, διαλλάττω τινὰ [[πρός]] τινα, Θουκ. 2. 29· σ. τινὰς εἰς τὸ [[μέσον]], ὡς [[μεσίτης]], Πλάτ. Πρωτ. 337Ε. ― Παθ., συμβιβασθέντας ὁμοίως, διὰ κοινῆς συμφωνίας, διὰ συμβιβασμοῦ, Ἀριστ. Σοφιστ. Ἔλεγχ. 24, 1. ΙΙ. ὡς τὸ [[συμβάλλω]] ΙΙΙ, βάλλω [[ὁμοῦ]], [[παραβάλλω]], [[ἐξετάζω]], τὰ λεγόμενα Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττ. 369D· σ. [[περί]] τινων ὃ ἕκαστον εἴη ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 504Α (ἂν καὶ ἐντεῦθα ὁ Τίμαιος ἡρμήνευσεν ἀμεταβ., συμφωνῶ, ἴδε Ruhnk.). ΙΙΙ. ἀποδεικνύω λογικῶς (πρβλ. [[συμβαίνω]] ΙΙΙ. 3. β), Ἀριστ. Τοπ. 7. 5, 10, Σοφιστ. Ἔλεγχ. 28· τι ἔκ τινων ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 8. 11, 9· σ. ὅτι... [[αὐτόθι]] 7. 5. 2· σ. ὡς... ὁ αὐτ. ἐν Ρήτορ. πρ. Ἀλ. 4. 9., 36. 8· σ. πότερον... ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 8. 3, 4· ὅτι... Πράξ. Ἀποστ. θϳ, 22· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρεμφ., Ocell. εἰς Λουκ. 3. 2) [[διδάσκω]], τινὰ καὶ τινά τι, Ἑβδ. (Ἡσαΐ. Μϳ, 14), Αϳ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. βϳ, 16· ― οἱ δὲ Ἀττικοὶ ἐχρῶντο τῷ προσβιβάζειν ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας.
|elnltext=συμ-βιβάζω, Att. ξυμβιβάζω bij elkaar brengen, verenigen; overdr..; σ. εἰς τὸ μέσον bij elkaar brengen in het midden, d.w.z. tot een compromis brengen Plat. Prot. 337e; pass. bijeengehouden worden, met ἐκ + gen. door iets; overdr. tot een overeenkomst brengen, verzoenen; met acc. en dat. iem. met iem..; Thuc. 2.29.6; naast elkaar zetten:. σ. τὰ λεγόμενα naast elkaar zetten wat er gezegd wordt Plat. HpMi 369d. afleiden, (eruit) opmaken, concluderen; met ὅτι -zin. NT Act. Ap. 16.10. onderwijzen:. τίς γὰρ ἔγνω νοῦν Κυρίου, ὃς συμβιβάσει αὐτόν; wie kent de gedachten van de Heer, zodat hij hem zou kunnen onderwijzen? NT 1 Cor. 2.16.
}}
{{elru
|elrutext='''συμβῐβάζω:''' [causat. к [[συμβαίνω]]<br /><b class="num">1)</b> [[приводить к соглашению]], [[примирять]] (τινά τινι Her.): συμβιβάζων εἰς τὸ [[μέσον]] Plat. мировой посредник;<br /><b class="num">2)</b> [[сопоставлять]], [[разбирать]], [[исследовать]] (τὰ λεγόμενα Plat.);<br /><b class="num">3)</b> логически доказывать, (умо)заключать, выводить (τι ἔκ τινος Arst.);<br /><b class="num">4)</b> [[наставлять]], [[учить]] (τινά NT).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''συμβῐβάζω:''' μτβ. του [[συμβαίνω]],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[φέρνω]], [[οδηγώ]] στο ίδιο [[σημείο]] — Παθ., συνάπτομαι ή συμπλέκομαι από κοινού, συσχηματίζομαι, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[συμφιλιώνω]], [[μονοιάζω]], [[ειρηνεύω]], διαλάσσω, σε Ηρόδ.· [[συμβιβάζω]] τινά τινι, [[συμφιλιώνω]] κάποιον με κάποιον [[άλλο]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[τοποθετώ]] δίπλα δίπλα, δηλ. [[παραβάλλω]], [[αντιπαραβάλλω]], [[συγκρίνω]], [[εξετάζω]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[αποδεικνύω]] δια της λογικής, σε Αριστ., Κ.Δ.<br /><b class="num">2.</b> [[διδάσκω]], [[καθοδηγώ]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''συμβῐβάζω:''' μτβ. του [[συμβαίνω]],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[φέρνω]], [[οδηγώ]] στο ίδιο [[σημείο]] — Παθ., συνάπτομαι ή συμπλέκομαι από κοινού, συσχηματίζομαι, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[συμφιλιώνω]], [[μονοιάζω]], [[ειρηνεύω]], διαλάσσω, σε Ηρόδ.· [[συμβιβάζω]] τινά τινι, [[συμφιλιώνω]] κάποιον με κάποιον [[άλλο]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[τοποθετώ]] δίπλα δίπλα, δηλ. [[παραβάλλω]], [[αντιπαραβάλλω]], [[συγκρίνω]], [[εξετάζω]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[αποδεικνύω]] δια της λογικής, σε Αριστ., Κ.Δ.<br /><b class="num">2.</b> [[διδάσκω]], [[καθοδηγώ]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συμβῐβάζω:''' [causat. к [[συμβαίνω]]<br /><b class="num">1)</b> [[приводить к соглашению]], [[примирять]] (τινά τινι Her.): συμβιβάζων εἰς τὸ [[μέσον]] Plat. мировой посредник;<br /><b class="num">2)</b> [[сопоставлять]], [[разбирать]], [[исследовать]] (τὰ λεγόμενα Plat.);<br /><b class="num">3)</b> логически доказывать, (умо)заключать, выводить (τι ἔκ τινος Arst.);<br /><b class="num">4)</b> [[наставлять]], [[учить]] (τινά NT).
|lstext='''συμβῐβάζω''': μεταβατικὸν τοῦ [[συμβαίνω]], [[φέρω]] εἰς τὸ αὐτό· παθητ., φέρομαι εἰς τὸ αὐτό, συμπλέκομαι, σχηματίζομαι, ἔκ τινος Ἐπιστ. πρ. Ἐφεσ. δϳ, 16, πρ. Κολοσ. βϳ, 19. 2) μεταφορ., ὡς καὶ νῦν, διαλλάττω, συμφιλιώνω, Ἡρόδ. 1. 74· σ. τινά τινι, διαλλάττω τινὰ [[πρός]] τινα, Θουκ. 2. 29· σ. τινὰς εἰς τὸ [[μέσον]], ὡς [[μεσίτης]], Πλάτ. Πρωτ. 337Ε. ― Παθ., συμβιβασθέντας ὁμοίως, διὰ κοινῆς συμφωνίας, διὰ συμβιβασμοῦ, Ἀριστ. Σοφιστ. Ἔλεγχ. 24, 1. ΙΙ. ὡς τὸ [[συμβάλλω]] ΙΙΙ, βάλλω [[ὁμοῦ]], [[παραβάλλω]], [[ἐξετάζω]], τὰ λεγόμενα Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττ. 369D· σ. [[περί]] τινων ὃ ἕκαστον εἴη ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 504Α (ἂν καὶ ἐντεῦθα ὁ Τίμαιος ἡρμήνευσεν ἀμεταβ., συμφωνῶ, ἴδε Ruhnk.). ΙΙΙ. ἀποδεικνύω λογικῶς (πρβλ. [[συμβαίνω]] ΙΙΙ. 3. β), Ἀριστ. Τοπ. 7. 5, 10, Σοφιστ. Ἔλεγχ. 28· τι ἔκ τινων ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 8. 11, 9· σ. ὅτι... [[αὐτόθι]] 7. 5. σ. ὡς... ὁ αὐτ. ἐν Ρήτορ. πρ. Ἀλ. 4. 9., 36. 8· σ. πότερον... ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 8. 3, 4· ὅτι... Πράξ. Ἀποστ. θϳ, 22· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρεμφ., Ocell. εἰς Λουκ. 3. 2) [[διδάσκω]], τινὰ καὶ τινά τι, Ἑβδ. (Ἡσαΐ. Μϳ, 14), Αϳ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. βϳ, 16· ― οἱ δὲ Ἀττικοὶ ἐχρῶντο τῷ προσβιβάζειν ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας.
}}
{{elnl
|elnltext=συμ-βιβάζω, Att. ξυμβιβάζω bij elkaar brengen, verenigen; overdr..; σ. εἰς τὸ μέσον bij elkaar brengen in het midden, d.w.z. tot een compromis brengen Plat. Prot. 337e; pass. bijeengehouden worden, met ἐκ + gen. door iets; overdr. tot een overeenkomst brengen, verzoenen; met acc. en dat. iem. met iem..; Thuc. 2.29.6; naast elkaar zetten:. σ. τὰ λεγόμενα naast elkaar zetten wat er gezegd wordt Plat. HpMi 369d. afleiden, (eruit) opmaken, concluderen; met ὅτι -zin. NT Act. Ap. 16.10. onderwijzen:. τίς γὰρ ἔγνω νοῦν Κυρίου, ὃς συμβιβάσει αὐτόν; wie kent de gedachten van de Heer, zodat hij hem zou kunnen onderwijzen? NT 1 Cor. 2.16.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj