συμπείθω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<b>1</b> amener qqn par la persuasion à son propre sentiment, persuader;<br /><b>2</b> encourager, exhorter;<br /><i><b>Moy.</b></i> συμπείθομαι se laisser persuader.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πείθω]].
|btext=<b>1</b> amener qqn par la persuasion à son propre sentiment, persuader;<br /><b>2</b> encourager, exhorter;<br /><i><b>Moy.</b></i> συμπείθομαι se laisser persuader.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πείθω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συμπείθω''': [[πείθω]] [[ὁμοῦ]], συγκαταπείθω, Πλάτ. Νόμ. 720D, Λυκοῦργ. 162. 2· μετ’ αἰτ. πράγμ., τὰ μὲν συμπείθων, τὰ δὲ βιαζόμενος Ξεν. Ἀπομν. 2. 4, 6 σ. [[τἀναντία]] Διον. Ἁλ. 6. 49· ― μετ’ αἰτιατ. προσ. καὶ ἀπαρεμφ., σ. πολλοὺς ὁμογνωμονεῖν Ξεν. Κύρ. 2. 2, 24, πρβλ. Αἰσχίν. 73. 40· σ. τινὰ Πλουτ. Κάμιλλ. 23· ― ὁμοίως, σ. τοῦ μὴ ἀθυμεῖν Θουκ. 7. 21. ― Παθητ., πείθομαι συγχρόνως, Ἀριστ. Πολιτ. 5. 7, 13· ποιεῖν τι [[αὐτόθι]] 4. 11, 19, Πολύβ. 17. 13, 4· τι, εἴς τι [[πρᾶγμα]], Αἰσχίν. 64. 1· ἀπολ., Δημήτρ. ἐν Ἀδήλ. 2· συμπεπεισμένοι καθ’ ἡμῶν Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 45.
|elnltext=συμ-πείθω, Att. ξυμπείθω (proberen te) overreden, (proberen) over (te) halen:; τὰ μὲν συμπείθων, τὰ δὲ βιαζόμενος deels door overreding, deels door geweld Xen. Mem. 2.4.6; met inf.; met dubb. acc.. ταῦτα συμπείθεις με σύ; probeer jij me daartoe over te halen? Men. Epitr. 1067. pass. overgehaald worden, overreed worden, zich laten overhalen of overreden; met inf. om te.
}}
{{elru
|elrutext='''συμπείθω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[совместно убеждать]], [[увещевать]], [[уговаривать]] (τινὰ ποιεῖν τι Xen., Aesch.): ξυνέπειθε τοῦ ταῖς ναυσὶ μὴ ἀθυμεῖν ἐπιχειρήσειν Thuc. (Гермократ) убеждал не бояться напасть на корабли (афинян); συμπείθεσθαί τι Aeschin. быть склоняемым к чему-л., соглашаться на что-л.;<br /><b class="num">2)</b> [[подстрекать]], [[возбуждать]]: συμπεπεισμένος [[κατά]] τινος Luc. восстановленный против кого-л.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συμπείθω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[συμβάλλω]] ή [[βοηθώ]] στο να πεισθεί [[κάποιος]], σε Ξεν.· επίσης, [[συμπείθω]] τοῦ μὴ ἀθυμεῖν, [[βοηθώ]] στο να πεισθεί να μην απελπίζεται, σε Θουκ. — Παθ., αφήνομαι να πεισθώ συγχρόνως, σε Αισχίν.
|lsmtext='''συμπείθω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[συμβάλλω]] ή [[βοηθώ]] στο να πεισθεί [[κάποιος]], σε Ξεν.· επίσης, [[συμπείθω]] τοῦ μὴ ἀθυμεῖν, [[βοηθώ]] στο να πεισθεί να μην απελπίζεται, σε Θουκ. — Παθ., αφήνομαι να πεισθώ συγχρόνως, σε Αισχίν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συμπείθω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[совместно убеждать]], [[увещевать]], [[уговаривать]] (τινὰ ποιεῖν τι Xen., Aesch.): ξυνέπειθε τοῦ ταῖς ναυσὶ μὴ ἀθυμεῖν ἐπιχειρήσειν Thuc. (Гермократ) убеждал не бояться напасть на корабли (афинян); συμπείθεσθαί τι Aeschin. быть склоняемым к чему-л., соглашаться на что-л.;<br /><b class="num">2)</b> [[подстрекать]], [[возбуждать]]: συμπεπεισμένος [[κατά]] τινος Luc. восстановленный против кого-л.
|lstext='''συμπείθω''': [[πείθω]] [[ὁμοῦ]], συγκαταπείθω, Πλάτ. Νόμ. 720D, Λυκοῦργ. 162. 2· μετ’ αἰτ. πράγμ., τὰ μὲν συμπείθων, τὰ δὲ βιαζόμενος Ξεν. Ἀπομν. 2. 4, 6 σ. [[τἀναντία]] Διον. Ἁλ. 6. 49· ― μετ’ αἰτιατ. προσ. καὶ ἀπαρεμφ., σ. πολλοὺς ὁμογνωμονεῖν Ξεν. Κύρ. 2. 2, 24, πρβλ. Αἰσχίν. 73. 40· σ. τινὰ Πλουτ. Κάμιλλ. 23· ― ὁμοίως, σ. τοῦ μὴ ἀθυμεῖν Θουκ. 7. 21. ― Παθητ., πείθομαι συγχρόνως, Ἀριστ. Πολιτ. 5. 7, 13· ποιεῖν τι [[αὐτόθι]] 4. 11, 19, Πολύβ. 17. 13, 4· τι, εἴς τι [[πρᾶγμα]], Αἰσχίν. 64. 1· ἀπολ., Δημήτρ. ἐν Ἀδήλ. 2· συμπεπεισμένοι καθ’ ἡμῶν Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 45.
}}
{{elnl
|elnltext=συμ-πείθω, Att. ξυμπείθω (proberen te) overreden, (proberen) over (te) halen:; τὰ μὲν συμπείθων, τὰ δὲ βιαζόμενος deels door overreding, deels door geweld Xen. Mem. 2.4.6; met inf.; met dubb. acc.. ταῦτα συμπείθεις με σύ; probeer jij me daartoe over te halen? Men. Epitr. 1067. pass. overgehaald worden, overreed worden, zich laten overhalen of overreden; met inf. om te.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[join]] or [[assist]] in persuading, Xen.;—also, ς. τοῦ μὴ ἀθυμεῖν to [[help]] in persuading [[against]] [[despair]], Thuc.:—Pass. to [[allow]] [[oneself]] to be persuaded at the [[same]] [[time]], Aeschin.
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[join]] or [[assist]] in persuading, Xen.;—also, ς. τοῦ μὴ ἀθυμεῖν to [[help]] in persuading [[against]] [[despair]], Thuc.:—Pass. to [[allow]] [[oneself]] to be persuaded at the [[same]] [[time]], Aeschin.
}}
}}