συγκαθίζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>f.</i> συγκαθιζήσω, <i>ao.</i> συνεκάθισα, <i>pf.</i> συγκεκάθικα;<br /><b>1</b> <i>tr.</i> faire siéger ensemble;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> siéger ensemble;<br /><i><b>Moy.</b></i> συγκαθίζομαι;<br /><b>1</b> siéger ensemble;<br /><b>2</b> s'affaisser.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[καθίζω]].
|btext=<i>f.</i> συγκαθιζήσω, <i>ao.</i> συνεκάθισα, <i>pf.</i> συγκεκάθικα;<br /><b>1</b> <i>tr.</i> faire siéger ensemble;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> siéger ensemble;<br /><i><b>Moy.</b></i> συγκαθίζομαι;<br /><b>1</b> siéger ensemble;<br /><b>2</b> s'affaisser.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[καθίζω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συγκαθίζω''': μέλλ. -ιζήσω, [[κάμνω]] τινὰ νὰ καθίσῃ [[ὁμοῦ]] ἢ ἐν σώματι, τὸν λαὸν Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΙΗ΄, 13). -Μέσ. ἢ παθ., [[καθίζω]] ἐν συνελεύσει, [[συνέρχομαι]] πρὸς διάσκεψιν, σ. τὸ [[δικαστήριον]] Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 35, πρβλ. Δημ. 1434. 6. ΙΙ. ἀμεταβ., = τῷ μέσῳ, [[καθίζω]] μετά τινος, πλησίον τινός, [[παρά]] τινι Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 33. 2) [[καθίζω]] [[κάτω]], ἐπὶ τῶν τετραπόδων ὅσα καθίζουσι κάμπτοντα ἢ συμπτύσσοντα τοὺς πόδας ὑπὸ τὸ σῶμά των, [[οἷον]] [[γαλῆ]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 9· σ. ἐπὶ τῶν [[ὄπισθεν]] [[αὐτόθι]] 6. 27, πρβλ. Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΚΒ΄, 27), καὶ ἴδε [[συγκάμπτω]]· [[σῶμα]] συγκεκαθικός, συγκεκλιμένον, κεκυρτωμένον, Ἀριστ. Προβλ. 3. 2· ἐπὶ ἀνθρώπων, [[ὑποπτήσσω]], «ζαρώνω», Πλουτ. Ἄρατ. 21· [[ὡσαύτως]], τὰ νέφη σ. εἰς τὰ κοῖλα Θεοφρ. π. Σημ. Ὑδάτ. 1. 3.
|elnltext=συγ-καθίζω act. met acc. ( causat. ) bij elkaar doen zitten. act. intrans. en med. - pass. intrans. bij elkaar (gaan) zitten, bijeen (gaan) zitten. neerhurken. Plut. Arat. 21.3.
}}
{{elru
|elrutext='''συγκαθίζω:''' (fut. συγκαθιζήσω, aor. συνεκάθισα, pf. συγκεκάθικα; преимущ. med.-pass.)<br /><b class="num">1)</b> [[сидеть рядом]] ([[παρά]] τινι Luc.);<br /><b class="num">2)</b> [[заседать]] ([[ἐπεὶ]] δὲ ξυνεκαθίζετο τὸ [[δικαστήριον]] Xen.);<br /><b class="num">3)</b> [[усаживаться]], [[садиться]], [[приседать]], Plut., NT: σ. καὶ κάμπτειν τὰ σκέλη Arst. (о животных) садиться, подгибая ноги; τὸ [[σῶμα]] συγκεκαθικός Arst. осевшее тело, т. е. ленивая (вялая) поза;<br /><b class="num">4)</b> [[сажать]], [[помещать]] (τινὰ ἐν τοῖς ἐπουρανίοις NT).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''συγκαθίζω:''' μέλ. <i>-ιζήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[βάζω]] κάποιον να καθίσει μαζί με κάποιον [[άλλο]] — Μέσ. ή Παθ., [[κάθομαι]] σε [[συνέλευση]], [[συνέρχομαι]], [[συνεδριάζω]], [[συσκέπτομαι]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ. = Μέσ., [[κάθομαι]] μαζί με κάποιον, σε Λουκ.
|lsmtext='''συγκαθίζω:''' μέλ. <i>-ιζήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[βάζω]] κάποιον να καθίσει μαζί με κάποιον [[άλλο]] — Μέσ. ή Παθ., [[κάθομαι]] σε [[συνέλευση]], [[συνέρχομαι]], [[συνεδριάζω]], [[συσκέπτομαι]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ. = Μέσ., [[κάθομαι]] μαζί με κάποιον, σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συγκαθίζω:''' (fut. συγκαθιζήσω, aor. συνεκάθισα, pf. συγκεκάθικα; преимущ. med.-pass.)<br /><b class="num">1)</b> [[сидеть рядом]] ([[παρά]] τινι Luc.);<br /><b class="num">2)</b> [[заседать]] ([[ἐπεὶ]] δὲ ξυνεκαθίζετο τὸ [[δικαστήριον]] Xen.);<br /><b class="num">3)</b> [[усаживаться]], [[садиться]], [[приседать]], Plut., NT: σ. καὶ κάμπτειν τὰ σκέλη Arst. (о животных) садиться, подгибая ноги; τὸ [[σῶμα]] συγκεκαθικός Arst. осевшее тело, т. е. ленивая (вялая) поза;<br /><b class="num">4)</b> [[сажать]], [[помещать]] (τινὰ ἐν τοῖς ἐπουρανίοις NT).
|lstext='''συγκαθίζω''': μέλλ. -ιζήσω, [[κάμνω]] τινὰ νὰ καθίσῃ [[ὁμοῦ]] ἢ ἐν σώματι, τὸν λαὸν Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΙΗ΄, 13). -Μέσ. ἢ παθ., [[καθίζω]] ἐν συνελεύσει, [[συνέρχομαι]] πρὸς διάσκεψιν, σ. τὸ [[δικαστήριον]] Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 35, πρβλ. Δημ. 1434. 6. ΙΙ. ἀμεταβ., = τῷ μέσῳ, [[καθίζω]] μετά τινος, πλησίον τινός, [[παρά]] τινι Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 33. 2) [[καθίζω]] [[κάτω]], ἐπὶ τῶν τετραπόδων ὅσα καθίζουσι κάμπτοντα ἢ συμπτύσσοντα τοὺς πόδας ὑπὸ τὸ σῶμά των, [[οἷον]] [[γαλῆ]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 9· σ. ἐπὶ τῶν [[ὄπισθεν]] [[αὐτόθι]] 6. 27, πρβλ. Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΚΒ΄, 27), καὶ ἴδε [[συγκάμπτω]]· [[σῶμα]] συγκεκαθικός, συγκεκλιμένον, κεκυρτωμένον, Ἀριστ. Προβλ. 3. 2· ἐπὶ ἀνθρώπων, [[ὑποπτήσσω]], «ζαρώνω», Πλουτ. Ἄρατ. 21· [[ὡσαύτως]], τὰ νέφη σ. εἰς τὰ κοῖλα Θεοφρ. π. Σημ. Ὑδάτ. 1. 3.
}}
{{elnl
|elnltext=συγ-καθίζω act. met acc. ( causat. ) bij elkaar doen zitten. act. intrans. en med. - pass. intrans. bij elkaar (gaan) zitten, bijeen (gaan) zitten. neerhurken. Plut. Arat. 21.3.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj