στραγγεύομαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=faire des détours de côté et d'autre, traîner en longueur, tergiverser.<br />'''Étymologie:''' [[στράγξ]].
|btext=faire des détours de côté et d'autre, traîner en longueur, tergiverser.<br />'''Étymologie:''' [[στράγξ]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''στραγγεύομαι''': μέσ., (στρὰγξ) συμπιέζομαι, συστρέφομαι ἐδῶ καὶ [[ἐκεῖ]], ἀλλ’ εὕρηται μόνον μεταφορ., [[βραδύνω]], ἀργοπορῶ, [[παραμένω]], ἐγὼ δῆτ’ ἐνθαδὶ [[στραγγεύομαι]] Ἀριστοφ. Ἀχ. 126· τί ταῦτ’ ἔχων στρ.; τί μοῦ στρηφογυρίζεις ἐδῶ; ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 131· στρ. [[περί]] τι Μάχων παρ’ Ἀθην. 580Ε· ἐκ διορθώσεως ἀντὶ στρατευομένῳ ἐν Πλάτ. Πολ. 472Α· ἴδε Kuster εἰς Σουΐδ ἐν λ. ἦ δεῖ χελώνης. Πρβλ. τὸ Ὁμηρικὸν [[στρεύγομαι]]. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. μνημονεύεται παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Λυσ. 17, Ἐτυμολ. Μέγ. 330 ἐν τέλ., ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ μέσ.
|elnltext=στραγγεύομαι [στράγξ] tijd verdoen, rondhangen.
}}
{{elru
|elrutext='''στραγγεύομαι:''' досл. вертеться, перен. болтаться без пользы или томиться, мешкать Arph., Plat.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στραγγεύομαι:''' Μέσ. ([[στράγξ]]), συμπιέζομαι, συστρέφομαι· μεταφ., [[αργώ]], [[αργοπορώ]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''στραγγεύομαι:''' Μέσ. ([[στράγξ]]), συμπιέζομαι, συστρέφομαι· μεταφ., [[αργώ]], [[αργοπορώ]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''στραγγεύομαι:''' досл. вертеться, перен. болтаться без пользы или томиться, мешкать Arph., Plat.
|lstext='''στραγγεύομαι''': μέσ., (στρὰγξ) συμπιέζομαι, συστρέφομαι ἐδῶ καὶ [[ἐκεῖ]], ἀλλ’ εὕρηται μόνον μεταφορ., [[βραδύνω]], ἀργοπορῶ, [[παραμένω]], ἐγὼ δῆτ’ ἐνθαδὶ [[στραγγεύομαι]] Ἀριστοφ. Ἀχ. 126· τί ταῦτ’ ἔχων στρ.; τί μοῦ στρηφογυρίζεις ἐδῶ; ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 131· στρ. [[περί]] τι Μάχων παρ’ Ἀθην. 580Ε· ἐκ διορθώσεως ἀντὶ στρατευομένῳ ἐν Πλάτ. Πολ. 472Α· ἴδε Kuster εἰς Σουΐδ ἐν λ. ἦ δεῖ χελώνης. Πρβλ. τὸ Ὁμηρικὸν [[στρεύγομαι]]. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. μνημονεύεται παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Λυσ. 17, Ἐτυμολ. Μέγ. 330 ἐν τέλ., ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ μέσ.
}}
{{elnl
|elnltext=στραγγεύομαι [στράγξ] tijd verdoen, rondhangen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[στραγγεύομαι]], [[στράγξ]]<br />Mid. to [[squeeze]] [[oneself]] up, [[twist]] [[oneself]], metaph. to [[keep]] [[loitering]] [[about]], Ar.
|mdlsjtxt=[[στραγγεύομαι]], [[στράγξ]]<br />Mid. to [[squeeze]] [[oneself]] up, [[twist]] [[oneself]], metaph. to [[keep]] [[loitering]] [[about]], Ar.
}}
}}