σινδών: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 16: Line 16:
|btext=όνος (ἡ) :<br /><b>I.</b> fin tissu de lin (de coton ? ; DELG <i>renvoie à</i> [[βύσσος]]) à l'usage des Indiens ; <i>p. anal.</i> sorte de mousseline;<br /><b>II.</b> objet fait de cette étoffe de lin :<br /><b>1</b> robe légère;<br /><b>2</b> ceinture.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt sémit. certain.
|btext=όνος (ἡ) :<br /><b>I.</b> fin tissu de lin (de coton ? ; DELG <i>renvoie à</i> [[βύσσος]]) à l'usage des Indiens ; <i>p. anal.</i> sorte de mousseline;<br /><b>II.</b> objet fait de cette étoffe de lin :<br /><b>1</b> robe légère;<br /><b>2</b> ceinture.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt sémit. certain.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σινδών''': -όνος, ἡ, (αἰτιατ. πληθ. παρ’ Ἡσυχ. [[σινδούς]], ὡς εἰκοὺς ἐκ τοῦ [[εἰκών]])· ― [[λεπτὸν]] [[ὕφασμα]], [[εἶδος]] «μουσελίνας» (πιθ. παράγεται ἐκ τοῦ [[Ἰνδός]], Sind), Ἡρόδ. 1. 200., 2. 95, ἴδε Ritter Erdkum…e 5. 436· σινδὼν βυσσίνη, ἧς ἐποιοῦντο χρῆσιν πρὸς περιβολὴν τοῦ ταριχευθέντος νεκροῦ («μουμίας»), Ἡρόδ. 2. 86., 7. 181 (ἴδε ἐν λ. [[βύσσος]])· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], ἐξ ἐρίου τὰς σινδόνας ὑφαίνουσιν, λέγει ὁ Θεόφρ. ἐν τῷ π. Φυτ. Ἱστ. 4. 7, 7, πρβλ. Στράβ. 693· ― βραδύτερον [[καθόλου]], [[λεπτὸν]] [[ὕφασμα]], βρόχῳ μιτώδει σινδόνος Σοφ. Ἀντ. 1222· σινδόνος βυσσίνης τελαμῶνες, [[ἐπίδεσμος]], ὧν χρήσιν ποιεῖται ὁ [[χειρουργός]], Ἡρόδ. 7. 181· τῶν [[πάνυ]] λεπτῶν ἱματίων καὶ σινδόνων Θουκ. 2. 49, 4. 2) πᾶν [[πρᾶγμα]] ἐκ τοιούτου ὑφάσματος πεποιημένον [[οἷον]] [[ἔνδυμα]] λεπτόν, Λουκ. Θεῶν Ἐκκλ. 10· [[μάκτρον]], [[χειρόμακτρον]], Λατ. mappula, Ἀλκίφρων 3. 66· πλοίου [[ἱστίον]], Εὐρ. Ἀποσπ. 775. 36, Ἀλκίφρων 1. 12, κτλ. Πρβλ. Bast. Ep. Gr. σ. 180.
|elnltext=σινδών -όνος, ἡ fijn geweven stof, alg. linnen, linnen doek:; σῶσι διὰ σινδόνος ze zeven (de gestampte vissen) door een linnen doek Hdt. 1.200; linnen kledingstuk, lijkwade:. τὸ σῶμα... ἐνετύλιξεν αὐτὸ ἐν σινδόνι καθαρᾷ hij wikkelde het lichaam in een schone lijkwade NT Mt. 27.59.
}}
{{elru
|elrutext='''σινδών:''' όνος ἡ<br /><b class="num">1)</b> тонкая ткань, предполож. кисея или муслин Her., Soph. etc.;<br /><b class="num">2)</b> [[кисейное покрывало]] (ἱμάτια καὶ σινδόνες Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> [[парус]] Eur.;<br /><b class="num">4)</b> [[плащаница]] NT.
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 34: Line 37:
|lsmtext='''σινδών:''' -όνος, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> σινδόνι, [[λεπτό]] ύφασμα, είδος καμβριού ή μουσελίνας (πιθ. προέρχεται από το [[Ἰνδός]], Sind), σε Ηρόδ.· <i>σινδὼν βυσσίνη</i>, που χρησιμοποιείται για να τυλίξει την ταριχευμένη σορό, τη [[μούμια]], σε Ηρόδ.· γενικά, [[λεπτό]] λινό ύφασμα, σε Σοφ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[ένδυμα]] από [[μουσελίνα]], σε Λουκ.
|lsmtext='''σινδών:''' -όνος, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> σινδόνι, [[λεπτό]] ύφασμα, είδος καμβριού ή μουσελίνας (πιθ. προέρχεται από το [[Ἰνδός]], Sind), σε Ηρόδ.· <i>σινδὼν βυσσίνη</i>, που χρησιμοποιείται για να τυλίξει την ταριχευμένη σορό, τη [[μούμια]], σε Ηρόδ.· γενικά, [[λεπτό]] λινό ύφασμα, σε Σοφ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[ένδυμα]] από [[μουσελίνα]], σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σινδών:''' όνος ἡ<br /><b class="num">1)</b> тонкая ткань, предполож. кисея или муслин Her., Soph. etc.;<br /><b class="num">2)</b> [[кисейное покрывало]] (ἱμάτια καὶ σινδόνες Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> [[парус]] Eur.;<br /><b class="num">4)</b> [[плащаница]] NT.
|lstext='''σινδών''': -όνος, , (αἰτιατ. πληθ. παρ’ Ἡσυχ. [[σινδούς]], ὡς εἰκοὺς ἐκ τοῦ [[εἰκών]])· ― [[λεπτὸν]] [[ὕφασμα]], [[εἶδος]] «μουσελίνας» (πιθ. παράγεται ἐκ τοῦ [[Ἰνδός]], Sind), Ἡρόδ. 1. 200., 2. 95, ἴδε Ritter Erdkum…e 5. 436· σινδὼν βυσσίνη, ἧς ἐποιοῦντο χρῆσιν πρὸς περιβολὴν τοῦ ταριχευθέντος νεκροῦ («μουμίας»), Ἡρόδ. 2. 86., 7. 181 (ἴδε ἐν λ. [[βύσσος]])· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], ἐξ ἐρίου τὰς σινδόνας ὑφαίνουσιν, λέγει ὁ Θεόφρ. ἐν τῷ π. Φυτ. Ἱστ. 4. 7, 7, πρβλ. Στράβ. 693· ― βραδύτερον [[καθόλου]], [[λεπτὸν]] [[ὕφασμα]], βρόχῳ μιτώδει σινδόνος Σοφ. Ἀντ. 1222· σινδόνος βυσσίνης τελαμῶνες, [[ἐπίδεσμος]], ὧν χρήσιν ποιεῖται ὁ [[χειρουργός]], Ἡρόδ. 7. 181· τῶν [[πάνυ]] λεπτῶν ἱματίων καὶ σινδόνων Θουκ. 2. 49, 4. 2) πᾶν [[πρᾶγμα]] ἐκ τοιούτου ὑφάσματος πεποιημένον [[οἷον]] [[ἔνδυμα]] λεπτόν, Λουκ. Θεῶν Ἐκκλ. 10· [[μάκτρον]], [[χειρόμακτρον]], Λατ. mappula, Ἀλκίφρων 3. 66· πλοίου [[ἱστίον]], Εὐρ. Ἀποσπ. 775. 36, Ἀλκίφρων 1. 12, κτλ. Πρβλ. Bast. Ep. Gr. σ. 180.
}}
{{elnl
|elnltext=σινδών -όνος, ἡ fijn geweven stof, alg. linnen, linnen doek:; σῶσι διὰ σινδόνος ze zeven (de gestampte vissen) door een linnen doek Hdt. 1.200; linnen kledingstuk, lijkwade:. τὸ σῶμα... ἐνετύλιξεν αὐτὸ ἐν σινδόνι καθαρᾷ hij wikkelde het lichaam in een schone lijkwade NT Mt. 27.59.
}}
}}
{{etym
{{etym