στρατολογέω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br />enrôler des soldats.<br />'''Étymologie:''' [[στρατός]], [[λέγω]]².
|btext=-ῶ :<br />enrôler des soldats.<br />'''Étymologie:''' [[στρατός]], [[λέγω]]².
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''στρᾰτολογέω''': ([[λέγω]]) στρατολογῶ, [[ἐγγράφω]] στρατιώτας, Διον. Ἁλ. 11. 24, κτλ. - Παθητ., συμμάχων στρατολογηθέντων Διόδ. 12. 67, πρβλ. Πλουτ. Καίσ. 35.
|elnltext=στρατολογέω [στρατός, λέγω] als soldaat werven, rekruteren.
}}
{{elru
|elrutext='''στρᾰτολογέω:''' [[набирать войско]] Diod., Plut.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''στρᾰτολογέω:''' ([[λέγω]]), [[στρατολογώ]], [[εγγράφω]] στρατιώτες στις στρατολογικές καταστάσεις — Παθ., σε Πλούτ.
|lsmtext='''στρᾰτολογέω:''' ([[λέγω]]), [[στρατολογώ]], [[εγγράφω]] στρατιώτες στις στρατολογικές καταστάσεις — Παθ., σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''στρᾰτολογέω:''' [[набирать войско]] Diod., Plut.
|lstext='''στρᾰτολογέω''': ([[λέγω]]) στρατολογῶ, [[ἐγγράφω]] στρατιώτας, Διον. Ἁλ. 11. 24, κτλ. - Παθητ., συμμάχων στρατολογηθέντων Διόδ. 12. 67, πρβλ. Πλουτ. Καίσ. 35.
}}
{{elnl
|elnltext=στρατολογέω [στρατός, λέγω] als soldaat werven, rekruteren.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj