3,277,121
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 19: | Line 19: | ||
|btext=οῦ;<br /><b>I.</b> <i>n. d'oiseaux</i> :<br /><b>1</b> (ὁ, <i>rar.</i> ἡ) moineau;<br /><b>2</b> (ἡ) autruche;<br /><b>3</b> (ὁ, ἡ) coq, poule;<br /><b>II.</b> (ὁ) cognassier ; coing.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. <i>lit.</i> strazdas « grive », <i>russe</i> drozd « merle », <i>all.</i> Drossel « étourneau ». | |btext=οῦ;<br /><b>I.</b> <i>n. d'oiseaux</i> :<br /><b>1</b> (ὁ, <i>rar.</i> ἡ) moineau;<br /><b>2</b> (ἡ) autruche;<br /><b>3</b> (ὁ, ἡ) coq, poule;<br /><b>II.</b> (ὁ) cognassier ; coing.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. <i>lit.</i> strazdas « grive », <i>russe</i> drozd « merle », <i>all.</i> Drossel « étourneau ». | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=στρουθός -οῦ, ὁ en ἡ mus. struisvogel, σ. κατάγαιος Hdt. 4.175.1 = σ. μεγάλη Xen. An. 1.5.2 | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στρουθός:''' атт. [[στροῦθος]] ὁ и ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[воробей]] Hom., Her. etc.;<br /><b class="num">2)</b> (тж. ὁ [[μέγας]] σ. Xen., σ. [[κατάγαιος]] Her., σ. ὁ [[Λιβυκός]] или σ. ὁ ἐν Λιβύῃ Arst.) страус Arph., Luc. | |||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 31: | Line 34: | ||
|lsmtext='''στρουθός:''' ὁ και ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[σπουργίτι]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> ὁ [[μέγας]] [[στρουθός]], μεγαλόσωμο πουλί, δηλ. [[στρουθοκάμηλος]], Λατ. [[struthio]], σε Ξεν.· επίσης ονομαζόταν στρουθὸς [[κατάγαιος]] (δηλ. [[πτηνό]] που τρέχει στο [[έδαφος]], που δεν [[πετά]]), σε Ηρόδ.· επίσης, [[απλώς]] [[στρουθός]], όπως το [[στρουθοκάμηλος]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''στρουθός:''' ὁ και ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[σπουργίτι]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> ὁ [[μέγας]] [[στρουθός]], μεγαλόσωμο πουλί, δηλ. [[στρουθοκάμηλος]], Λατ. [[struthio]], σε Ξεν.· επίσης ονομαζόταν στρουθὸς [[κατάγαιος]] (δηλ. [[πτηνό]] που τρέχει στο [[έδαφος]], που δεν [[πετά]]), σε Ηρόδ.· επίσης, [[απλώς]] [[στρουθός]], όπως το [[στρουθοκάμηλος]], σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''στρουθός''': ὁ, καὶ ἡ, ὁ σπουργίτης, Fringilla dorestica, Ἰλ. Β. 311 κέξ. ([[ἔνθα]] [[εἶναι]] θηλ.), Ἡρόδ. 1. 159, Ἀριστοφ. Σφ. 207, Ὄρν. 578, κτλ.· - ἐν τῷ χωρίῳ, κατάμομφά τε φάσματα στρουθῶν (Αἰσχύλ. Ἀγ. 145) ἡ γεν. στρουθῶν παρεισέφρησε πιθανῶς [[ἐπειδὴ]] ὁ Ἀντιγραφεὺς ἐνεθυμεῖτο τοὺς στρουθοὺς τοὺς ἀναφερομένους ἐν τῷ μνησθέντι χωρίῳ τῆς Ἰλ.· [[διότι]] ἡ [[λέξις]] καταστρέφει τὸ δακτυλικὸν [[μέτρον]] καὶ [[εἶναι]] τοσοῦτον [[ξένη]] εἰς τὴν σημασίαν τοῦ χωρίου, [[ὥστε]] ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει διὰ τοῦ τῶν ἀετῶν, ἀναφερόμενος εἰς τοὺς στίχ. 136 κέξ. 2) ὁ [[μέγας]] στρουθ., τὸ μέγα πτηνόν, ἡ [[στρουθοκάμηλος]], Struthio, Ξεν. Ἀν. 1. 5, 2· καλούμενος καὶ στρουθὸς [[κατάγαιος]] (ὁ στρουθὸς ὁ τρέχων, ὁ μὴ πετόμενος), Ἡρόδ. 4. 175, 192, Schneid. εἰς Ξεν. Ἀν. 1. 5, 2· ἢ [[χερσαῖος]]. Αἰλ. π. Ζ. 14. 13· ὁ στρ. ὁ Λιβυκὸς Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 14, 1., 4. 12, 34, κτλ.· ὁ ἐν Λιβύῃ ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 15, 2· ὁ Ἀράβιος Ἀθήν. 145D· καὶ [[ἁπλῶς]] στρουθὸς (θηλ.), ὡς τὸ [[στρουθοκάμηλος]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 1106, Ὄρν. 875· ἀρσ., Λουκ. Διψ. 6· - ἡ [[λέξις]] κεῖται [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῶν μυθικῶν πτηνῶν τῆς Στυμφαλίδος λίμνης, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1082. 5. 3) στρ. [[κατοικάς]], «ὄρνιθα», «[[κόττα]]», Νικ. Ἀλεξιφ. 535, πρβλ. 60. ΙΙ. [[στρουθός]], ἡ, [[βοτάνη]] τις, = [[στρουθίον]] ΙΙ, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 12, 5. ΙΙΙ. [[στρουθός]], ὁ, [[λάγνος]] [[ἄνθρωπος]], αἰσχρὸς (ὡς παρὰ τῷ Ἰουβεναλ. passer), Ἡσυχ. πρβλ. [[στρουθίον]] ΙΙ. (Ὁ Κούρτ. παραβάλλει Γοτθ. sparv-a Ἀρχ. Γερμ. sparo (sparrow)· τὰ p καὶ t ἐναλλάσσονται, ὡς ἐν τοῖς [[σπουδή]], studium· - ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει τύπον [[στροῦς]], ὃ ἴδε). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[στρουθός]],<br /><b class="num">1.</b> the [[sparrow]], Il., etc.<br /><b class="num">2.</b> ὁ [[μέγας]] στρ. the [[large]] [[bird]], i. e. the [[ostrich]], Struthio, Xen.: also called στρουθὸς [[κατάγαιος]] (i. e. the [[bird]] that runs on the [[ground]], does not fly), Hdt.; also [[simply]] [[στρουθός]], like [[στρουθοκάμηλος]], Ar. | |mdlsjtxt=[[στρουθός]],<br /><b class="num">1.</b> the [[sparrow]], Il., etc.<br /><b class="num">2.</b> ὁ [[μέγας]] στρ. the [[large]] [[bird]], i. e. the [[ostrich]], Struthio, Xen.: also called στρουθὸς [[κατάγαιος]] (i. e. the [[bird]] that runs on the [[ground]], does not fly), Hdt.; also [[simply]] [[στρουθός]], like [[στρουθοκάμηλος]], Ar. | ||
}} | }} |