συνεπερείδω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> appuyer en même temps : πληγήν PLUT asséner en même temps un coup violent ; <i>fig.</i> ὑπόνοιαν PLUT appuyer un soupçon sur un indice ; <i>avec un acc. de pers.</i> transpercer, acc.;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> s'appuyer de toute sa force sur, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπερείδω]].
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> appuyer en même temps : πληγήν PLUT asséner en même temps un coup violent ; <i>fig.</i> ὑπόνοιαν PLUT appuyer un soupçon sur un indice ; <i>avec un acc. de pers.</i> transpercer, acc.;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> s'appuyer de toute sa force sur, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπερείδω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συνεπερείδω''': [[ἐπιφέρω]] μεθ’ ὁρμῆς [[ὁμοῦ]], μετ’ αἰτ. πράγματ., Πλούτ. 2. 939Β· [[καταφέρω]] [[ὁμοῦ]], πληγὴν ὁ αὐτ. ἐν Βρούτ. 52· τὴν ὑπόνοιαν ἅμα τῷ λόγῳ συνεπερείσαντος, συνυποστηρίξαντος, ὁ αὐτ. ἐν Καίσ. 8, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Κικ. 21. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., διαπερῶ, διατρυπῶ, περιτρέπει τὸν ἄνδρα συνεπερείσας ὁ αὐτ. ἐν Φιλοποίμ. 10· συνεπερείσας τῇ ῥύμῃ τοῦ ἵππου, προσβαλὼν αὐτόν, ἐπιτεθεὶς κατ’ [[αὐτοῦ]] μεθ’ ὅλης τῆς ὁρμῆς του, ὁ αὐτ. ἐν Μαρκέλλ. 7.
|elnltext=συν-επερείδω mede aandrukken, mede zijn gewicht zetten achter, kracht bijzetten:; σ. τὴν πλήγην mede zijn gewicht achter de stoot zetten Plut. Brut. 52.2; abs.. σ. τῇ ῥύμῃ τοῦ ἵππου zijn stoot kracht bijzetten met de vaart van zijn paard Plut. Marc. 7.2. mede vastmaken aan, overdr. van verdenkingen helpen te doen kleven aan.
}}
{{elru
|elrutext='''συνεπερείδω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[вместе нажимать]], [[одновременно напирать]]: σ. τῇ ῥύμῃ τοῦ ἵππου Plut. стремительно наехать (смять) конем;<br /><b class="num">2)</b> [[нагнетать]], [[излучать]]: σ. τὴν θερμότητα Plut. обдавать жаром;<br /><b class="num">3)</b> [[одновременно с силой наносить]] (πληγήν Plut.);<br /><b class="num">4)</b> [[настаивать]]: τὴν ὑπόνοιάν τινι σ. τῷ λόγῳ Plut. категорически подтверждать подозрения против кого-л.;<br /><b class="num">5)</b> [[поражать]], [[пронзать]] (τινά Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''συνεπερείδω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[επιφέρω]] από κοινού ορμητικά χτυπήματα ή τραύματα· <i>πληγήν</i>, σε Πλούτ.· [[συνεπερείδω]] ὑπόνοιάν τινι, [[συμβάλλω]] στο να υποστηριχθεί, να στοιχειοθετηθεί [[κατηγορία]] [[εναντίον]] του, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. προσ., [[διατρυπώ]], [[διαπερνώ]]· <i>συνεπερείσας τῇ ῥύμῃ τοῦ ἵππου</i>, επιπίπτοντας [[εναντίον]] του με όλη τη [[δύναμη]] του αλόγου του, στον ίδ.
|lsmtext='''συνεπερείδω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[επιφέρω]] από κοινού ορμητικά χτυπήματα ή τραύματα· <i>πληγήν</i>, σε Πλούτ.· [[συνεπερείδω]] ὑπόνοιάν τινι, [[συμβάλλω]] στο να υποστηριχθεί, να στοιχειοθετηθεί [[κατηγορία]] [[εναντίον]] του, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. προσ., [[διατρυπώ]], [[διαπερνώ]]· <i>συνεπερείσας τῇ ῥύμῃ τοῦ ἵππου</i>, επιπίπτοντας [[εναντίον]] του με όλη τη [[δύναμη]] του αλόγου του, στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συνεπερείδω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[вместе нажимать]], [[одновременно напирать]]: σ. τῇ ῥύμῃ τοῦ ἵππου Plut. стремительно наехать (смять) конем;<br /><b class="num">2)</b> [[нагнетать]], [[излучать]]: σ. τὴν θερμότητα Plut. обдавать жаром;<br /><b class="num">3)</b> [[одновременно с силой наносить]] (πληγήν Plut.);<br /><b class="num">4)</b> [[настаивать]]: τὴν ὑπόνοιάν τινι σ. τῷ λόγῳ Plut. категорически подтверждать подозрения против кого-л.;<br /><b class="num">5)</b> [[поражать]], [[пронзать]] (τινά Plut.).
|lstext='''συνεπερείδω''': [[ἐπιφέρω]] μεθ’ ὁρμῆς [[ὁμοῦ]], μετ’ αἰτ. πράγματ., Πλούτ. 2. 939Β· [[καταφέρω]] [[ὁμοῦ]], πληγὴν ὁ αὐτ. ἐν Βρούτ. 52· τὴν ὑπόνοιαν ἅμα τῷ λόγῳ συνεπερείσαντος, συνυποστηρίξαντος, ὁ αὐτ. ἐν Καίσ. 8, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Κικ. 21. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., διαπερῶ, διατρυπῶ, περιτρέπει τὸν ἄνδρα συνεπερείσας ὁ αὐτ. ἐν Φιλοποίμ. 10· συνεπερείσας τῇ ῥύμῃ τοῦ ἵππου, προσβαλὼν αὐτόν, ἐπιτεθεὶς κατ’ [[αὐτοῦ]] μεθ’ ὅλης τῆς ὁρμῆς του, ὁ αὐτ. ἐν Μαρκέλλ. 7.
}}
{{elnl
|elnltext=συν-επερείδω mede aandrukken, mede zijn gewicht zetten achter, kracht bijzetten:; σ. τὴν πλήγην mede zijn gewicht achter de stoot zetten Plut. Brut. 52.2; abs.. σ. τῇ ῥύμῃ τοῦ ἵππου zijn stoot kracht bijzetten met de vaart van zijn paard Plut. Marc. 7.2. mede vastmaken aan, overdr. van verdenkingen helpen te doen kleven aan.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. σω<br /><b class="num">I.</b> to [[help]] in inflicting, πληγήν Plut.; ς. ὑπόνοιάν τινι to [[help]] to fix a [[suspicion]] on him, Plut.<br /><b class="num">II.</b> c. acc. pers. to [[transfix]], συνεπερείσας τῇ ῥύμῃ τοῦ ἵππου charging him with all the [[force]] of his [[horse]], Plut.
|mdlsjtxt=fut. σω<br /><b class="num">I.</b> to [[help]] in inflicting, πληγήν Plut.; ς. ὑπόνοιάν τινι to [[help]] to fix a [[suspicion]] on him, Plut.<br /><b class="num">II.</b> c. acc. pers. to [[transfix]], συνεπερείσας τῇ ῥύμῃ τοῦ ἵππου charging him with all the [[force]] of his [[horse]], Plut.
}}
}}