συρρέω: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=<i>f.</i> συρρυήσομαι, <i>etc.</i><br /><b>1</b> couler ensemble, se déverser ensemble ; <i>p. anal.</i> affluer;<br /><b>2</b> couler avec, au gré de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ῥέω]].
|btext=<i>f.</i> συρρυήσομαι, <i>etc.</i><br /><b>1</b> couler ensemble, se déverser ensemble ; <i>p. anal.</i> affluer;<br /><b>2</b> couler avec, au gré de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ῥέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συρρέω''': μέλλ. –ρεύσομαι· πρκμ. -ερρύηκα· παθ. ἀόρ. –ερρύην, Ἀριστ. Προβλ. 4. 34., 8. 14· (παρὰ μεταγεν. –έρρευσα, Ἀλέξ. Τραλλ.). Ρέω [[ὁμοῦ]], ἓν [[ῥεῦμα]] [[σχηματίζω]], εἰς τὸ αὐτὸ [[μέρος]] χύνομαι, εἰς τοῦτο τὸ [[χάσμα]] συρρέουσι... πάντες οἱ ποταμοὶ Πλάτ. Φαίδων 112Α, πρβλ. 109Β, C· ― μεταφορ. ἐπὶ ἀνθρώπων, φέρομαι [[ὁμοῦ]] ὡς ἓν [[ῥεῦμα]], συνέρρεον εἰς τὴν ἀγορὴν Ἡρόδ. 5. 101, πρβλ. 8. 42, Ξεν. Ἀν. 5. 2, 3· καὶ ἐπὶ χρημάτων, Ἰσαῖος περὶ τοῦ Μενεκλ. Κλήρου § 34· ἐπὶ νόσων, Πλουτ. Σύλλ. 13· πάντα τὰ χαλεπὰ σ. εἰς τὸ [[γῆρας]] Ξεν. Ἀπολ. 8, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 708D. ΙΙ. ῥέω [[ὁμοῦ]] μετά τινος, κατὰ ῥοῦν συρρέοντα τὰ ὕδατα Λουκ. Ἑρμότ. 86.
|elnltext=συρρέω, Att. ook ξυρρέω [σύν, ῥέω] Ion. imperf. 3 sing. συνέρρεε meestromen (met); met dat.. τῷ ὕδατι met het water Luc. 70.68. samenstromen, bij elkaar komen (van rivieren, ook overdr. van mensen, geld, zeemachten), met εἰς + acc., ἐπί + acc., πρός + acc. naar een plaats:. εἰς τοῦτο πάντες ξυνερρυήκεσαν allen waren naar die plek samengestroomd Xen. An. 5.2.3.
}}
{{elru
|elrutext='''συρρέω:''' (fut. συρρεύσομαι, pf. συνερρύηκα; aor. pass. συνερρύην)<br /><b class="num">1)</b> [[стекаться]], [[вместе вливаться]] (εἰς τὸ [[χάσμα]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> перен. [[стекаться]], [[сбегаться]], [[наплывать]] (ἐς τὴν ἀγορήν Her.; πρός τινα Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[скопляться]] (πάντα τὰ χαλεπὰ συρρεῖ εἰς τὸ [[γῆρας]] Xen.);<br /><b class="num">4)</b> [[плыть вместе]] (κατὰ ῥοῦν τῷ ὕδατι Luc.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''συρρέω:''' μέλ. <i>-ρεύσομαι</i>, παρακ. <i>-ερρύηκα</i>, Παθ. αόρ. βʹ <i>-ερρύην</i> (με Ενεργ. [[σημασία]])·<br /><b class="num">I.</b> ρέω μαζί ή [[σχηματίζω]] από κοινού ένα [[ρεύμα]], σε Πλάτ.· μεταφ. λέγεται για ανθρώπους, φέρομαι, άγομαι μαζί σαν ένα [[ρεύμα]], σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> ρέω από κοινού με κάποιον, σε Λουκ.
|lsmtext='''συρρέω:''' μέλ. <i>-ρεύσομαι</i>, παρακ. <i>-ερρύηκα</i>, Παθ. αόρ. βʹ <i>-ερρύην</i> (με Ενεργ. [[σημασία]])·<br /><b class="num">I.</b> ρέω μαζί ή [[σχηματίζω]] από κοινού ένα [[ρεύμα]], σε Πλάτ.· μεταφ. λέγεται για ανθρώπους, φέρομαι, άγομαι μαζί σαν ένα [[ρεύμα]], σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> ρέω από κοινού με κάποιον, σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συρρέω:''' (fut. συρρεύσομαι, pf. συνερρύηκα; aor. pass. συνερρύην)<br /><b class="num">1)</b> [[стекаться]], [[вместе вливаться]] (εἰς τὸ [[χάσμα]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> перен. [[стекаться]], [[сбегаться]], [[наплывать]] (ἐς τὴν ἀγορήν Her.; πρός τινα Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[скопляться]] (πάντα τὰ χαλεπὰ συρρεῖ εἰς τὸ [[γῆρας]] Xen.);<br /><b class="num">4)</b> [[плыть вместе]] (κατὰ ῥοῦν τῷ ὕδατι Luc.).
|lstext='''συρρέω''': μέλλ. –ρεύσομαι· πρκμ. -ερρύηκα· παθ. ἀόρ. –ερρύην, Ἀριστ. Προβλ. 4. 34., 8. 14· (παρὰ μεταγεν. –έρρευσα, Ἀλέξ. Τραλλ.). Ρέω [[ὁμοῦ]], ἓν [[ῥεῦμα]] [[σχηματίζω]], εἰς τὸ αὐτὸ [[μέρος]] χύνομαι, εἰς τοῦτο τὸ [[χάσμα]] συρρέουσι... πάντες οἱ ποταμοὶ Πλάτ. Φαίδων 112Α, πρβλ. 109Β, C· ― μεταφορ. ἐπὶ ἀνθρώπων, φέρομαι [[ὁμοῦ]] ὡς ἓν [[ῥεῦμα]], συνέρρεον εἰς τὴν ἀγορὴν Ἡρόδ. 5. 101, πρβλ. 8. 42, Ξεν. Ἀν. 5. 2, 3· καὶ ἐπὶ χρημάτων, Ἰσαῖος περὶ τοῦ Μενεκλ. Κλήρου § 34· ἐπὶ νόσων, Πλουτ. Σύλλ. 13· πάντα τὰ χαλεπὰ σ. εἰς τὸ [[γῆρας]] Ξεν. Ἀπολ. 8, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 708D. ΙΙ. ῥέω [[ὁμοῦ]] μετά τινος, κατὰ ῥοῦν συρρέοντα τὰ ὕδατα Λουκ. Ἑρμότ. 86.
}}
{{elnl
|elnltext=συρρέω, Att. ook ξυρρέω [σύν, ῥέω] Ion. imperf. 3 sing. συνέρρεε meestromen (met); met dat.. τῷ ὕδατι met het water Luc. 70.68. samenstromen, bij elkaar komen (van rivieren, ook overdr. van mensen, geld, zeemachten), met εἰς + acc., ἐπί + acc., πρός + acc. naar een plaats:. εἰς τοῦτο πάντες ξυνερρυήκεσαν allen waren naar die plek samengestroomd Xen. An. 5.2.3.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -ρεύσομαι perf. -ερρύηκα aor2 [[pass]]. -ερρύην<br /><b class="num">I.</b> to [[flow]] [[together]] or in one [[stream]], Plat.:—metaph. of men, to [[flow]] or [[stream]] [[together]], Hdt., Xen.<br /><b class="num">II.</b> to [[float]] [[together]] with, Luc.
|mdlsjtxt=fut. -ρεύσομαι perf. -ερρύηκα aor2 [[pass]]. -ερρύην<br /><b class="num">I.</b> to [[flow]] [[together]] or in one [[stream]], Plat.:—metaph. of men, to [[flow]] or [[stream]] [[together]], Hdt., Xen.<br /><b class="num">II.</b> to [[float]] [[together]] with, Luc.
}}
}}