3,273,762
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 13: | Line 13: | ||
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[συνεργός]]. | |btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[συνεργός]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=συνεργάτης -ου, ὁ [συνεργάζομαι] medewerker, handlanger. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνεργάτης:''' ου (ᾰ) ὁ сотрудник, тж. соучастник помощник (πεμφθεὶς ξ. τινί Soph.): ὁ [[σκότος]] ὁ σ. Eur. тьма, служащая покровом; ὁ ξ. τινός Eur. помощник в чем-л. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 22: | Line 25: | ||
|lsmtext='''συνεργάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ, αυτός που εργάζεται μαζί με κάποιον, [[βοηθός]], [[αρωγός]], σε Σοφ., Ευρ.· με γεν., [[συμμέτοχος]], συμπράττων, [[βοηθός]], [[συνεργός]] σε [[κάτι]], σε Ευρ. | |lsmtext='''συνεργάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ, αυτός που εργάζεται μαζί με κάποιον, [[βοηθός]], [[αρωγός]], σε Σοφ., Ευρ.· με γεν., [[συμμέτοχος]], συμπράττων, [[βοηθός]], [[συνεργός]] σε [[κάτι]], σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''συνεργάτης''': [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ [[ὁμοῦ]] συνεργαζόμενος, [[συμβοηθός]], πεμφθείς σοι ξυνεργάτης Σοφ. Φιλ. 93· σκότον ξ. Εὐρ. Ἱππ. 417· μετὰ γεν. πράγματος, βοηθός, συνεργὸς εἴς τι, ἄγρας ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 1146· [[οὕτως]] ἐν τῷ θηλ. συνεργάτις, ιδος, ἡ, συνεργάτις φόνου ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 100. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |