σόφισμα: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> habileté, adresse;<br /><b>2</b> invention ingénieuse, expédient ; <i>en mauv. part</i> artifice, ruse, intrigue ; traquenard;<br /><b>3</b> sophisme.<br />'''Étymologie:''' [[σοφίζω]].
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> habileté, adresse;<br /><b>2</b> invention ingénieuse, expédient ; <i>en mauv. part</i> artifice, ruse, intrigue ; traquenard;<br /><b>3</b> sophisme.<br />'''Étymologie:''' [[σοφίζω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σόφισμα''': τό, πᾶσα εὐφυής, δεξιὰ [[πρᾶξις]]· ἡ μετὰ δεξιότητος παρασκευὴ τῆς τροφῆς, Ξεν. Ἱερ. 1. 23. ΙΙ. εὐφυὲς [[ἐπινόημα]], [[τέχνασμα]] εὐφυὲς, [[ἐφεύρεσις]], Πινδ. Ο. 13. 24· σ. μηχανᾶσθαι Ἡρόδ. 3. 85· καὶ μηχαναὶ [[αὐτόθι]] 152· ἀριθμὸν ἔξοχον σοφισμάτων Αἰσχύλ. Πρ. 459· σ. ὅτῳ.. πημονῆς ἀπαλλαγῶ [[αὐτόθι]] 470· μὴ κἀκχέω τὸ πᾶν σ. Σοφ. Φιλ. 14· τὸ Θεσσαλὸν σ., [[τέχνασμα]] ἐν τῇ μάχῃ, ἴδε [[Θεσσαλός]]· πολλαῖσι μορφαῖς οἱ θεοὶ σοφισμάτων σφάλλουσιν ἡμᾶς Εὐρ. Ἀποσπ. 925· τέχναι.. καὶ σ. Ἀριστοφ. Πλ. 161· τὸ γάρ σ. δημοτικὸν Ἀριστοφ. Νεφ. 205· πρὸς μὲν Σωκράτη… τὸ σ. μοι οὐδὲν Πλάτ. Συμπ. 214Α· τὸ τοῦ δρεπάνου σ. ὁ αὐτ. Λάχ. 183D. 2) ἐπὶ σημασίας ἧττον καλῆς, πανοῦργον [[τέχνασμα]], [[ἐπινόημα]], δίκην δοῦναι σ. κακῶν Εὐρ. Βάκχ. 489, πρβλ. Ἑκάβ. 258· ἐφ’ ἡμᾶς ταὐτὰ παρόντα σ. Θουκ. 6. 77, πρβλ. Δημ. 924. 2· [[τέχνασμα]] ὑποκριτοῦ ἐπὶ τῆς σκηνῆς ἢ τοῦ ποιητοῦ [[ὅπως]] ἐπευφημηθῇ, Ἀριστοφ. Βάτρ. 17,πρβλ. 872, 1104· ἐπὶ τεχνασμάτων ἐν τῇ κυβερνήσει, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 8, 4., 6. 8, 12. 3) [[ἐπιχείρημα]] ψευδὲς ἢ ἐσφαλμένον λογικῶς, οἷα οἱ Σοφισταὶ μετεχειρίζοντο, [[παραλογισμός]], [[σόφισμα]], Πλάτ. Πολ. 496Α, Δημ. 775. 6, Ἀριστ., κτλ.· σ. ὀλιγαρχικὰ ὁ ἀυτ. ἐν Πολιτικ. 4. 13, 5, πρβλ. 5. 8, 4· σ. τῆς ῥητορικῆς Λογγῖν. 17. 2· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς ἀληθὲς λογικὸν [[συμπέρασμα]], ([[φιλοσόφημα]], [[ἐπιχείρημα]]), Ἀριστ. Τοπ. 8. 11, 12· - ὁ Ἀριστοφ. καλεῖ τινα σόφισμ’ ὅλον, Ὄρν. 431, πρβλ. Casaub. εἰς Ἀθήν. 11Β.
|elnltext=σόφισμα -ατος, τό techniek. Hp. slimmigheid slimme vondst, listigheid, truc:; πρὸς Σωκράτη … τὸ σόφισμά μοι οὐδέν tegen Socrates haalt mijn slimme truc niets uit Plat. Smp. 214a; ὀλιγαρχικά σοφίσματα τῆς νομοθεσίας oligarchische listigheden in de wetgeving Aristot. Pol. 1297a; overdr. van een persoon. σόφισμα … ὅλον de listigheid zelve Aristoph. Av. 431. filos. bedrieglijke redenering, drogreden, sofisme.
}}
{{elru
|elrutext='''σόφισμα:''' ατος τό тж. pl.<br /><b class="num">1)</b> [[мастерство]], [[умение]], [[искусство]], Xen.: [[ἀριθμός]], [[ἔξοχος]] σοφισμάτων Aesch. счисление, важнейшее из искусств;<br /><b class="num">2)</b> [[уловка]], [[затея]], [[выдумка]], [[прием]], [[способ]] (σοφίσματα καὶ μηχαναί Her.): σ., [[ὅτῳ]] τῆς πημονῆς ἀπαλλαγῶ Aesch. средство, которым я мог бы спасти себя от беды; τὸ σ. τὸ τοῦ δρεπάνου πρὸς τῇ λόγχῃ Plat. мысль приделать серп к копью; [[δίκην]] [[δοῦναι]] σοφισμάτων κακῶν Eur. поплатиться за преступные замыслы;<br /><b class="num">3)</b> лог. [[хитрая уловка]], [[ложное умозаключение]], [[софизм]] Plat., Dem.: σ. [[ἔσται]], οὔκ [[ἀπόδειξις]] Arst. это будет софизм, а не доказательство.
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 29: Line 32:
|lsmtext='''σόφισμα:''' -ατος, τό,<br /><b class="num">I.</b> [[κάθε]] [[επιδέξια]] [[πράξη]], [[επιδέξια]] [[προετοιμασία]] φαγητού, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[ευφυής]] [[επινόηση]], το [[εφεύρημα]], η [[επινόηση]], το [[τέχνασμα]], σε Ηρόδ., Τραγ.<br /><b class="num">2.</b> με λιγότερο θετική [[σημασία]], πανούργο [[τέχνασμα]], [[πανουργία]], πονηριά, σε Ευρ., Θουκ.· σκηνικό θεατρικό [[τέχνασμα]] που αποβλέπει στο [[χειροκρότημα]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> στρεψόδικο [[επιχείρημα]], απατηλό ρητορικό [[τέχνασμα]], [[γριφώδης]] [[λόγος]], [[λεπτολογία]], [[απάτη]], [[σόφισμα]], [[σοφιστεία]], σε Πλάτ. κ.λπ.
|lsmtext='''σόφισμα:''' -ατος, τό,<br /><b class="num">I.</b> [[κάθε]] [[επιδέξια]] [[πράξη]], [[επιδέξια]] [[προετοιμασία]] φαγητού, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[ευφυής]] [[επινόηση]], το [[εφεύρημα]], η [[επινόηση]], το [[τέχνασμα]], σε Ηρόδ., Τραγ.<br /><b class="num">2.</b> με λιγότερο θετική [[σημασία]], πανούργο [[τέχνασμα]], [[πανουργία]], πονηριά, σε Ευρ., Θουκ.· σκηνικό θεατρικό [[τέχνασμα]] που αποβλέπει στο [[χειροκρότημα]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> στρεψόδικο [[επιχείρημα]], απατηλό ρητορικό [[τέχνασμα]], [[γριφώδης]] [[λόγος]], [[λεπτολογία]], [[απάτη]], [[σόφισμα]], [[σοφιστεία]], σε Πλάτ. κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σόφισμα:''' ατος τό тж. pl.<br /><b class="num">1)</b> [[мастерство]], [[умение]], [[искусство]], Xen.: [[ἀριθμός]], [[ἔξοχος]] σοφισμάτων Aesch. счисление, важнейшее из искусств;<br /><b class="num">2)</b> [[уловка]], [[затея]], [[выдумка]], [[прием]], [[способ]] (σοφίσματα καὶ μηχαναί Her.): σ., [[ὅτῳ]] τῆς πημονῆς ἀπαλλαγῶ Aesch. средство, которым я мог бы спасти себя от беды; τὸ σ. τὸ τοῦ δρεπάνου πρὸς τῇ λόγχῃ Plat. мысль приделать серп к копью; [[δίκην]] [[δοῦναι]] σοφισμάτων κακῶν Eur. поплатиться за преступные замыслы;<br /><b class="num">3)</b> лог. [[хитрая уловка]], [[ложное умозаключение]], [[софизм]] Plat., Dem.: σ. [[ἔσται]], οὔκ [[ἀπόδειξις]] Arst. это будет софизм, а не доказательство.
|lstext='''σόφισμα''': τό, πᾶσα εὐφυής, δεξιὰ [[πρᾶξις]]· ἡ μετὰ δεξιότητος παρασκευὴ τῆς τροφῆς, Ξεν. Ἱερ. 1. 23. ΙΙ. εὐφυὲς [[ἐπινόημα]], [[τέχνασμα]] εὐφυὲς, [[ἐφεύρεσις]], Πινδ. Ο. 13. 24· σ. μηχανᾶσθαι Ἡρόδ. 3. 85· καὶ μηχαναὶ [[αὐτόθι]] 152· ἀριθμὸν ἔξοχον σοφισμάτων Αἰσχύλ. Πρ. 459· σ. ὅτῳ.. πημονῆς ἀπαλλαγῶ [[αὐτόθι]] 470· μὴ κἀκχέω τὸ πᾶν σ. Σοφ. Φιλ. 14· τὸ Θεσσαλὸν σ., [[τέχνασμα]] ἐν τῇ μάχῃ, ἴδε [[Θεσσαλός]]· πολλαῖσι μορφαῖς οἱ θεοὶ σοφισμάτων σφάλλουσιν ἡμᾶς Εὐρ. Ἀποσπ. 925· τέχναι.. καὶ σ. Ἀριστοφ. Πλ. 161· τὸ γάρ σ. δημοτικὸν Ἀριστοφ. Νεφ. 205· πρὸς μὲν Σωκράτη… τὸ σ. μοι οὐδὲν Πλάτ. Συμπ. 214Α· τὸ τοῦ δρεπάνου σ. ὁ αὐτ. Λάχ. 183D. 2) ἐπὶ σημασίας ἧττον καλῆς, πανοῦργον [[τέχνασμα]], [[ἐπινόημα]], δίκην δοῦναι σ. κακῶν Εὐρ. Βάκχ. 489, πρβλ. Ἑκάβ. 258· ἐφ’ ἡμᾶς ταὐτὰ παρόντα σ. Θουκ. 6. 77, πρβλ. Δημ. 924. [[τέχνασμα]] ὑποκριτοῦ ἐπὶ τῆς σκηνῆς ἢ τοῦ ποιητοῦ [[ὅπως]] ἐπευφημηθῇ, Ἀριστοφ. Βάτρ. 17,πρβλ. 872, 1104· ἐπὶ τεχνασμάτων ἐν τῇ κυβερνήσει, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 8, 4., 6. 8, 12. 3) [[ἐπιχείρημα]] ψευδὲς ἢ ἐσφαλμένον λογικῶς, οἷα οἱ Σοφισταὶ μετεχειρίζοντο, [[παραλογισμός]], [[σόφισμα]], Πλάτ. Πολ. 496Α, Δημ. 775. 6, Ἀριστ., κτλ.· σ. ὀλιγαρχικὰ ὁ ἀυτ. ἐν Πολιτικ. 4. 13, 5, πρβλ. 5. 8, 4· σ. τῆς ῥητορικῆς Λογγῖν. 17. 2· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς ἀληθὲς λογικὸν [[συμπέρασμα]], ([[φιλοσόφημα]], [[ἐπιχείρημα]]), Ἀριστ. Τοπ. 8. 11, 12· - ὁ Ἀριστοφ. καλεῖ τινα σόφισμ’ ὅλον, Ὄρν. 431, πρβλ. Casaub. εἰς Ἀθήν. 11Β.
}}
{{elnl
|elnltext=σόφισμα -ατος, τό techniek. Hp. slimmigheid slimme vondst, listigheid, truc:; πρὸς Σωκράτη … τὸ σόφισμά μοι οὐδέν tegen Socrates haalt mijn slimme truc niets uit Plat. Smp. 214a; ὀλιγαρχικά σοφίσματα τῆς νομοθεσίας oligarchische listigheden in de wetgeving Aristot. Pol. 1297a; overdr. van een persoon. σόφισμα … ὅλον de listigheid zelve Aristoph. Av. 431. filos. bedrieglijke redenering, drogreden, sofisme.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj