σωφρονίζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<b>I.</b> rendre modéré, sensé, sage;<br /><b>II. 1</b> donner une leçon, corriger ; châtier, acc.;<br /><b>2</b> réprimer, contenir : [[ἐς]] εὐτέλειαν THC ramener (les dépenses) à la simplicité, réduire les dépenses.<br />'''Étymologie:''' [[σώφρων]].
|btext=<b>I.</b> rendre modéré, sensé, sage;<br /><b>II. 1</b> donner une leçon, corriger ; châtier, acc.;<br /><b>2</b> réprimer, contenir : [[ἐς]] εὐτέλειαν THC ramener (les dépenses) à la simplicité, réduire les dépenses.<br />'''Étymologie:''' [[σώφρων]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σωφρονίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ· ― σώφρονα ποιῶ, [[κάμνω]] τινὰ νὰ ἔλθῃ εἰς ἑαυτόν, νὰ συνετισθῇ, νὰ γίνῃ [[φρόνιμος]], νὰ βάλῃ γνῶσιν, [[παιδεύω]], τιμωρῶ, Εὐρ. Τρῳ. 350, Ἀποσπ. 208, Ἀντιφῶν 118. 16, Πλάτ., κλπ.· ἡ τοιαύτη [[ἧττα]] σωφρονίζειν ἱκανὴ Ξεν. Κύρ. 3. 1, 20· τοὺς πονηροτάτους αἱ συμφοραὶ σωφρ. Δημ. 798. 7. ― Παθ., κολάζομαι, τιμωροῦμαι, [[γίνομαι]] [[σώφρων]], [[ἔρχομαι]] εἰς ἐμαυτόν, Θουκ. 6. 78, Ξεν., κλπ. 2) ἐπὶ παθῶν, πραγμάτων, κλπ., σ. τὸ θυμούμενον τῆς γνώμης Ἀντιφῶν 118. 16· σ. τὴν λαγνείαν λιμῷ Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 16· σ. ἀμπνοάς, [[ἀναπνέω]] μετ’ ἐλάσσονος σφοδρότητος, Εὐρ. Ἡσρ. Μαιν. 869· τῶν κατὰ τὴν πόλιν τι ἐς εὐτέλειαν σ., [[περιορίζω]] τὰς δαπάνας τῆς κυβερνήσεως τῆς πόλεως, Θουκ. 8. 1. ΙΙ. ἀμεταβ. = [[σωφρονέω]], Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 2, 5. -Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 42.
|elnltext=σωφρονίζω [σώφρων] van personen tot bezinning brengen, fatsoen bijbrengen, bescheidenheid leren, met acc..; ὡς..., ἢν... τις ὑβρίζῃ, σωφρονίζῃ opdat hij, als iemand te ver gaat, die persoon weer in het gareel brengt Xen. Cyr. 8.6.16; met inf..; ἵνα σωφρονίζωσιν τὰς νέας φιλάνδρους εἶναι opdat ze de jonge vrouwen het fatsoen bijbrengen dat ze hun man trouw moeten zijn NT Tit. 2.4; pass. tot de orde geroepen worden, tot bezinning komen:. κακωθῆναι... ἵνα σωφρονισθῶμεν βούλεται hij wil dat we ellende ondervinden zodat we nederigheid leren Thuc. 6.78.2; ἐσωφρονίσθη ἰδὼν ὅσα... hij kwam bij zinnen toen hij had gezien hoeveel... Luc. 45.79. van zaken beheersen, in de hand houden, matigen, beteugelen:. τῶν... κατὰ τὴν πόλιν τι ἐς εὐτέλειαν σωφρονίσαι de kosten in de stad enigszins terugdringen om te besparen Thuc. 8.1.3; τὴν μὲν λαγνείαν αὐτῶν τῷ λιμῷ σωφρονίζουσι ze (tirannen) beteugelen hun wellust (nl. van de burgers) door honger Xen. Mem. 2.1.16; ἀμπνοὰς... οὐ σωφρονίζει hij heeft zijn ademhaling niet in de hand Eur. HF 869.
}}
{{elru
|elrutext='''σωφρονίζω:'''<br /><b class="num">1)</b> вразумлять, наставлять, учить уму-разуму (τινά Eur., Xen., Plat., Dem.): σεσωφρονίσθαι Plat. образумиться;<br /><b class="num">2)</b> [[умерять]], [[сдерживать]], [[ограничивать]] (τὴν λαγνείαν λιμῷ Xen.): τῶν κατὰ τὴν πόλιν τι ἐς εὐτέλειαν σωφρονίσαι Thuc. несколько ограничить государственные расходы; ἀμπνοὰς οὐ σ. Eur. бурно дышать.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''σωφρονίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i> ([[σώφρων]])·<br /><b class="num">1.</b> κάνω κάποιον σώφρονα, τον κάνω να έλθει στα λογικά του, να φρονιμευθεί, να συνετισθεί, [[παιδεύω]], [[τιμωρώ]], σε Ευρ., Ξεν. κ.λπ. — Παθ., τιμωρούμαι, κολάζομαι, [[γίνομαι]] [[φρόνιμος]], [[έρχομαι]] στα συγκαλά μου, σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[πάθη]], [[ορθώνω]], [[μετριάζω]], σε Ξεν.· ομοίως, [[σωφρονίζω]] ἀμπνοάς, [[αναπνέω]] με λιγότερη [[σφοδρότητα]], σε Ευρ.· ἐς εὐτέλειαν [[σωφρονίζω]], [[περιορίζω]], [[περικόπτω]] δαπάνες, σε Θουκ.
|lsmtext='''σωφρονίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i> ([[σώφρων]])·<br /><b class="num">1.</b> κάνω κάποιον σώφρονα, τον κάνω να έλθει στα λογικά του, να φρονιμευθεί, να συνετισθεί, [[παιδεύω]], [[τιμωρώ]], σε Ευρ., Ξεν. κ.λπ. — Παθ., τιμωρούμαι, κολάζομαι, [[γίνομαι]] [[φρόνιμος]], [[έρχομαι]] στα συγκαλά μου, σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[πάθη]], [[ορθώνω]], [[μετριάζω]], σε Ξεν.· ομοίως, [[σωφρονίζω]] ἀμπνοάς, [[αναπνέω]] με λιγότερη [[σφοδρότητα]], σε Ευρ.· ἐς εὐτέλειαν [[σωφρονίζω]], [[περιορίζω]], [[περικόπτω]] δαπάνες, σε Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σωφρονίζω:'''<br /><b class="num">1)</b> вразумлять, наставлять, учить уму-разуму (τινά Eur., Xen., Plat., Dem.): σεσωφρονίσθαι Plat. образумиться;<br /><b class="num">2)</b> [[умерять]], [[сдерживать]], [[ограничивать]] (τὴν λαγνείαν λιμῷ Xen.): τῶν κατὰ τὴν πόλιν τι ἐς εὐτέλειαν σωφρονίσαι Thuc. несколько ограничить государственные расходы; ἀμπνοὰς οὐ σ. Eur. бурно дышать.
|lstext='''σωφρονίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ· ― σώφρονα ποιῶ, [[κάμνω]] τινὰ νὰ ἔλθῃ εἰς ἑαυτόν, νὰ συνετισθῇ, νὰ γίνῃ [[φρόνιμος]], νὰ βάλῃ γνῶσιν, [[παιδεύω]], τιμωρῶ, Εὐρ. Τρῳ. 350, Ἀποσπ. 208, Ἀντιφῶν 118. 16, Πλάτ., κλπ.· ἡ τοιαύτη [[ἧττα]] σωφρονίζειν ἱκανὴ Ξεν. Κύρ. 3. 1, 20· τοὺς πονηροτάτους αἱ συμφοραὶ σωφρ. Δημ. 798. 7. ― Παθ., κολάζομαι, τιμωροῦμαι, [[γίνομαι]] [[σώφρων]], [[ἔρχομαι]] εἰς ἐμαυτόν, Θουκ. 6. 78, Ξεν., κλπ. 2) ἐπὶ παθῶν, πραγμάτων, κλπ., σ. τὸ θυμούμενον τῆς γνώμης Ἀντιφῶν 118. 16· σ. τὴν λαγνείαν λιμῷ Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 16· σ. ἀμπνοάς, [[ἀναπνέω]] μετ’ ἐλάσσονος σφοδρότητος, Εὐρ. Ἡσρ. Μαιν. 869· τῶν κατὰ τὴν πόλιν τι ἐς εὐτέλειαν σ., [[περιορίζω]] τὰς δαπάνας τῆς κυβερνήσεως τῆς πόλεως, Θουκ. 8. 1. ΙΙ. ἀμεταβ. = [[σωφρονέω]], Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 2, 5. -Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 42.
}}
{{elnl
|elnltext=σωφρονίζω [σώφρων] van personen tot bezinning brengen, fatsoen bijbrengen, bescheidenheid leren, met acc..; ὡς..., ἢν... τις ὑβρίζῃ, σωφρονίζῃ opdat hij, als iemand te ver gaat, die persoon weer in het gareel brengt Xen. Cyr. 8.6.16; met inf..; ἵνα σωφρονίζωσιν τὰς νέας φιλάνδρους εἶναι opdat ze de jonge vrouwen het fatsoen bijbrengen dat ze hun man trouw moeten zijn NT Tit. 2.4; pass. tot de orde geroepen worden, tot bezinning komen:. κακωθῆναι... ἵνα σωφρονισθῶμεν βούλεται hij wil dat we ellende ondervinden zodat we nederigheid leren Thuc. 6.78.2; ἐσωφρονίσθη ἰδὼν ὅσα... hij kwam bij zinnen toen hij had gezien hoeveel... Luc. 45.79. van zaken beheersen, in de hand houden, matigen, beteugelen:. τῶν... κατὰ τὴν πόλιν τι ἐς εὐτέλειαν σωφρονίσαι de kosten in de stad enigszins terugdringen om te besparen Thuc. 8.1.3; τὴν μὲν λαγνείαν αὐτῶν τῷ λιμῷ σωφρονίζουσι ze (tirannen) beteugelen hun wellust (nl. van de burgers) door honger Xen. Mem. 2.1.16; ἀμπνοὰς... οὐ σωφρονίζει hij heeft zijn ademhaling niet in de hand Eur. HF 869.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj