τρυφή: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> mollesse, délicatesse, vie molle et sensuelle ; commodité, bien-être (d'une habitation);<br /><b>2</b> dédain, humeur dédaigneuse <i>ou</i> hautaine, orgueil.<br />'''Étymologie:''' [[θρύπτω]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> mollesse, délicatesse, vie molle et sensuelle ; commodité, bien-être (d'une habitation);<br /><b>2</b> dédain, humeur dédaigneuse <i>ou</i> hautaine, orgueil.<br />'''Étymologie:''' [[θρύπτω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''τρῠφή''': ἡ, (√ΤΡΥ, [[θρύπτω]], ἴδε ἐν λέξ. [[τείρω]])· ― [[ἁβρότης]], [[λεπτότης]], [[ἁπαλότης]], Εὐρ. Ἀποσπ. 881. 4, Πλάτ., κλπ.· στολίδος κροκόεσσαν... τρυφὰν ([[οὕτως]] [[ἀναγνωστέον]] ἀντὶ στολίδα... τρυφᾶς) Εὐρ. Φοίν. 1491· ― ἐν τῷ πληθ., τρυφαί, πολυτέλειαι, ἡδυπάθειαι, Λατ. delic e, τρυφαὶ Τρωικαὶ ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 1113· τρυφὰς τρυφᾶν ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 970· αἱ [[ἄγαν]] τρ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 55. 2. εἰς πλούτους ἀποβλέψαι καὶ τρυφὰς Πλάτ. Ἀλκ. 1. 122Β, πρβλ. Νόμ. 637Ε. ΙΙ. [[φιληδονία]], [[ἀσέλγεια]], τῶν γυναικῶν ἡ τρυφὴ Ἀριστοφ. Λυσ. 387· τρ. καὶ [[ἀκολασία]], τρ. καὶ [[μαλθακία]] Πλάτ. Γοργ. 492C, Πολ. 590Β· ― προσωποπ., Τρυφῆς [[πρόσωπον]] Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 974, πρβλ. Ἄλεξιν ἐν «Τοκιστῇ ἢ Καταψευδομένῳ» 1, [[ἔνθα]] φέρεται παροξυτόνως Τρύφη. ΙΙΙ. [[ὑπερηφανία]], [[ἔπαρσις]], [[ἀλαζονεία]], [[δυστροπία]], ὑπὸ τρυφῆς Ἀριστοφ. Πλ. 818· [[ὕβρις]] ταῦτ’ ἐστὶ καὶ τρυφ. ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 21, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 525Α, Ἀριστ. Πολιτ. 4. 11, 6.
|elnltext=τρυφή -ῆς, ἡ, Dor. τρυφᾱ́ [θρύπτω] weelde, verwendheid, luxe leventje:. τρυφαὶ Τρωϊκαί Trojaanse luxe Eur. Or. 1113; τρυφὴν εἰς ἀρετὴν ψυχῆς θήσομεν; zullen we verwendheid tot de deugd van de ziel rekenen? Plat. Lg. 900e; οἱ ἐν... τρυφῇ ὑπάρχοντες degenen die in weelde leven NT Luc. 7.25. overdr. bandeloosheid:. ἆρ’ ἐξέλαμψε τῶν γυναικῶν ἡ τρυφή; is de bandeloosheid van de vrouwen weer losgebarsten? Aristoph. Lys. 387. hooghartigheid, aanmatiging:. οὐχ ὕβρις ταῦτ’ ἐστὶ καὶ πολλὴ τρυφή; is dat geen brutaliteit en grote aanmatiging? Aristoph. Ran. 21.
}}
{{elru
|elrutext='''τρῠφή:''' дор. [[τρυφά|τρῠφά]] (ᾱ) ἡ [[θρύπτω]]<br /><b class="num">1)</b> [[роскошь]], [[нега]] . καὶ [[ἀκολασία]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[наслаждение]] (τρυφαὶ Τρωϊκαί Eur.): τρυφὰς τρυφᾶν Eur. предаваться наслаждениям;<br /><b class="num">3)</b> [[избалованность]], [[распущенность]], [[своеволие]] ([[ὕβρις]] καὶ τ. Arph.).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''τρῠφή:''' ἡ ([[θρύπτω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[λεπτότητα]], [[αβρότητα]], [[απαλότητα]], σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.· στον πληθ., πολυτέλειες, ηδυπάθειες, Λατ. [[deliciae]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[φιληδονία]], [[ασέλγεια]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> [[υπερηφάνεια]], [[έπαρση]], [[θρασύτητα]], [[δυστροπία]], στον ίδ.
|lsmtext='''τρῠφή:''' ἡ ([[θρύπτω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[λεπτότητα]], [[αβρότητα]], [[απαλότητα]], σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.· στον πληθ., πολυτέλειες, ηδυπάθειες, Λατ. [[deliciae]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[φιληδονία]], [[ασέλγεια]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> [[υπερηφάνεια]], [[έπαρση]], [[θρασύτητα]], [[δυστροπία]], στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''τρῠφή:''' дор. [[τρυφά|τρῠφά]] (ᾱ) [[θρύπτω]]<br /><b class="num">1)</b> [[роскошь]], [[нега]] (τ. καὶ [[ἀκολασία]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[наслаждение]] (τρυφαὶ Τρωϊκαί Eur.): τρυφὰς τρυφᾶν Eur. предаваться наслаждениям;<br /><b class="num">3)</b> [[избалованность]], [[распущенность]], [[своеволие]] ([[ὕβρις]] καὶ τ. Arph.).
|lstext='''τρῠφή''': ἡ, (√ΤΡΥ, [[θρύπτω]], ἴδε ἐν λέξ. [[τείρω]])· ― [[ἁβρότης]], [[λεπτότης]], [[ἁπαλότης]], Εὐρ. Ἀποσπ. 881. 4, Πλάτ., κλπ.· στολίδος κροκόεσσαν... τρυφὰν ([[οὕτως]] [[ἀναγνωστέον]] ἀντὶ στολίδα... τρυφᾶς) Εὐρ. Φοίν. 1491· ― ἐν τῷ πληθ., τρυφαί, πολυτέλειαι, ἡδυπάθειαι, Λατ. delic e, τρυφαὶ Τρωικαὶ ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 1113· τρυφὰς τρυφᾶν ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 970· αἱ [[ἄγαν]] τρ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 55. 2. εἰς πλούτους ἀποβλέψαι καὶ τρυφὰς Πλάτ. Ἀλκ. 1. 122Β, πρβλ. Νόμ. 637Ε. ΙΙ. [[φιληδονία]], [[ἀσέλγεια]], τῶν γυναικῶν ἡ τρυφὴ Ἀριστοφ. Λυσ. 387· τρ. καὶ [[ἀκολασία]], τρ. καὶ [[μαλθακία]] Πλάτ. Γοργ. 492C, Πολ. 590Β· ― προσωποπ., Τρυφῆς [[πρόσωπον]] Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 974, πρβλ. Ἄλεξιν ἐν «Τοκιστῇ ἢ Καταψευδομένῳ» 1, [[ἔνθα]] φέρεται παροξυτόνως Τρύφη. ΙΙΙ. [[ὑπερηφανία]], [[ἔπαρσις]], [[ἀλαζονεία]], [[δυστροπία]], ὑπὸ τρυφῆς Ἀριστοφ. Πλ. 818· [[ὕβρις]] ταῦτ’ ἐστὶ καὶ τρυφ. ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 21, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 525Α, Ἀριστ. Πολιτ. 4. 11, 6.
}}
{{elnl
|elnltext=τρυφή -ῆς, ἡ, Dor. τρυφᾱ́ [θρύπτω] weelde, verwendheid, luxe leventje:. τρυφαὶ Τρωϊκαί Trojaanse luxe Eur. Or. 1113; τρυφὴν εἰς ἀρετὴν ψυχῆς θήσομεν; zullen we verwendheid tot de deugd van de ziel rekenen? Plat. Lg. 900e; οἱ ἐν... τρυφῇ ὑπάρχοντες degenen die in weelde leven NT Luc. 7.25. overdr. bandeloosheid:. ἆρ’ ἐξέλαμψε τῶν γυναικῶν ἡ τρυφή; is de bandeloosheid van de vrouwen weer losgebarsten? Aristoph. Lys. 387. hooghartigheid, aanmatiging:. οὐχ ὕβρις ταῦτ’ ἐστὶ καὶ πολλὴ τρυφή; is dat geen brutaliteit en grote aanmatiging? Aristoph. Ran. 21.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj