σῖγα: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> en silence : [[σῖγα]] ESCHL silence ! ; [[σῖγα]] [[ἔχω]] se taire;<br /><b>2</b> silencieusement, doucement, sans bruit.<br />'''Étymologie:''' [[σιγή]].
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> en silence : [[σῖγα]] ESCHL silence ! ; [[σῖγα]] [[ἔχω]] se taire;<br /><b>2</b> silencieusement, doucement, sans bruit.<br />'''Étymologie:''' [[σιγή]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σῖγα''': Ἐπίρρ. (σιγὴ) σιωπηλῶς, ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Ἀττικ. ποιηταῖς, σῖγ’ ἔχοντες Σοφ. Φιλ. 258· σῖγ’ ἔχουσα πρόσμενε ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1236· ἀλλὰ [[σῖγα]] πρόσμενε [[αὐτόθι]] 1399· σῖγ’ ἀκούειν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 819· κάθησο [[σῖγα]] Ἀριστοφ. Ἀχ. 59· [[ὡσαύτως]] ὡς [[ἐπιφώνημα]], [[σῖγα]], [[σιωπή]]! «σούτ!» Αἰσχύλ. Ἀγ. 1344· [[οὕτως]], οὐ [[σῖγα]]; ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 250· οὐ σῖγ’ ἀνέξει; Σοφ. Αἴ. 75· ― ὁ [[δημόσιος]] [[κῆρυξ]] κραυγάζων ἔλεγε: [[σῖγα]] πᾶς (ἐξυπακ. ἔστω) Ἀριστοφ. Ἀχ. 238, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 532· [[σῖγα]] κηρύσσειν ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1224. 2) ἐν πολλῇ ἡσυχίᾳ ὡς ἐν ψιθυρισμῷ, χαμηλῇ τῇ φωνῇ, ἡσύχως, μυστικῶς (πρβλ. σιγὴ ΙΙ), τάδε σῖγά τις βαΰζει Αἰσχύλ. Ἀγ. 449· σῖγ’ ἐπέρχεται [[φάτις]] Σοφ. Ἀντ. 700· [[σῖγα]] σήμαινε ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 22· [[σῖγα]] μὲν ἡρώεσσιν ἐκέκλετο Ὀρφ. Ἀργ. 700· πῶς αἱ πατρῷαί σ’ ἄλοκες φέρειν ... σῖγ’ ἐδυνάθησαν; Σοφ. Ο. Τ. 1212.
|elnltext=σῖγα, adv., in stilte, zwijgend:; γελῶσι σῖγ’ ἔχοντες zij lachen stilletjes Soph. Ph. 238; als bevel:; σῖγα ! stil! Aeschl. Ag. 1344; heimelijk:. τάδε σῖγά τις βαΰζει dat is wat men heimelijk zegt Aeschl. Ag. 449.
}}
{{elru
|elrutext='''σῖγα:''' adv.<br /><b class="num">1)</b> [[молча]]: [[σῖγα]]! Aesch. молчи(те)!, тише!; οὐ σ.; Aesch. да замолчишь ли ты?; σῖγ᾽ (ἔχουσα) πρόσμενε Soph. храни молчание; σ. κηρύσσειν Eur. через глашатая давать знак к молчанию;<br /><b class="num">2)</b> [[тайком]], [[втайне]], [[неслышно]] (σῖγ᾽ ἐπέρχεται [[φάτις]] Soph.): γελῶσι σῖγ᾽ ἔχοντες Soph. они втайне смеются.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σῖγᾰ:''' επίρρ. ([[σιγή]]),<br /><b class="num">1.</b> σιωπηλά, [[ήσυχα]]· [[σῖγα]] ἔχειν, είμαι [[σιωπηλός]], σε Σοφ.· [[κάθησο]] [[σῖγα]], σε Αριστοφ.· μόνο του, [[σῖγα]], [[σιωπή]]! κάτσε [[φρόνιμος]]! «[[σουτ]]»! σε Αισχύλ. ο [[δημόσιος]] [[κήρυκας]] αναγγέλλοντας [[σιωπητήριο]] έλεγε [[σῖγα]] [[πᾶς]] (ενν. [[ἔστω]]), σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> μέσα απ' τα δόντια, ψιθυριστά, [[κρυφά]], σε Αισχύλ., Σοφ.
|lsmtext='''σῖγᾰ:''' επίρρ. ([[σιγή]]),<br /><b class="num">1.</b> σιωπηλά, [[ήσυχα]]· [[σῖγα]] ἔχειν, είμαι [[σιωπηλός]], σε Σοφ.· [[κάθησο]] [[σῖγα]], σε Αριστοφ.· μόνο του, [[σῖγα]], [[σιωπή]]! κάτσε [[φρόνιμος]]! «[[σουτ]]»! σε Αισχύλ. ο [[δημόσιος]] [[κήρυκας]] αναγγέλλοντας [[σιωπητήριο]] έλεγε [[σῖγα]] [[πᾶς]] (ενν. [[ἔστω]]), σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> μέσα απ' τα δόντια, ψιθυριστά, [[κρυφά]], σε Αισχύλ., Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σῖγα:''' adv.<br /><b class="num">1)</b> [[молча]]: [[σῖγα]]! Aesch. молчи(те)!, тише!; οὐ σ.; Aesch. да замолчишь ли ты?; σῖγ᾽ (ἔχουσα) πρόσμενε Soph. храни молчание; σ. κηρύσσειν Eur. через глашатая давать знак к молчанию;<br /><b class="num">2)</b> [[тайком]], [[втайне]], [[неслышно]] (σῖγ᾽ ἐπέρχεται [[φάτις]] Soph.): γελῶσι σῖγ᾽ ἔχοντες Soph. они втайне смеются.
|lstext='''σῖγα''': Ἐπίρρ. (σιγὴ) σιωπηλῶς, ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Ἀττικ. ποιηταῖς, σῖγ’ ἔχοντες Σοφ. Φιλ. 258· σῖγ’ ἔχουσα πρόσμενε ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1236· ἀλλὰ [[σῖγα]] πρόσμενε [[αὐτόθι]] 1399· σῖγ’ ἀκούειν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 819· κάθησο [[σῖγα]] Ἀριστοφ. Ἀχ. 59· [[ὡσαύτως]] ὡς [[ἐπιφώνημα]], [[σῖγα]], [[σιωπή]]! «σούτ!» Αἰσχύλ. Ἀγ. 1344· [[οὕτως]], οὐ [[σῖγα]]; ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 250· οὐ σῖγ’ ἀνέξει; Σοφ. Αἴ. 75· ― ὁ [[δημόσιος]] [[κῆρυξ]] κραυγάζων ἔλεγε: [[σῖγα]] πᾶς (ἐξυπακ. ἔστω) Ἀριστοφ. Ἀχ. 238, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 532· [[σῖγα]] κηρύσσειν ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1224. 2) ἐν πολλῇ ἡσυχίᾳ ὡς ἐν ψιθυρισμῷ, χαμηλῇ τῇ φωνῇ, ἡσύχως, μυστικῶς (πρβλ. σιγὴ ΙΙ), τάδε σῖγά τις βαΰζει Αἰσχύλ. Ἀγ. 449· σῖγ’ ἐπέρχεται [[φάτις]] Σοφ. Ἀντ. 700· [[σῖγα]] σήμαινε ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 22· [[σῖγα]] μὲν ἡρώεσσιν ἐκέκλετο Ὀρφ. Ἀργ. 700· πῶς αἱ πατρῷαί σ’ ἄλοκες φέρειν ... σῖγ’ ἐδυνάθησαν; Σοφ. Ο. Τ. 1212.
}}
{{elnl
|elnltext=σῖγα, adv., in stilte, zwijgend:; γελῶσι σῖγ’ ἔχοντες zij lachen stilletjes Soph. Ph. 238; als bevel:; σῖγα ! stil! Aeschl. Ag. 1344; heimelijk:. τάδε σῖγά τις βαΰζει dat is wat men heimelijk zegt Aeschl. Ag. 449.
}}
}}
{{etym
{{etym