τρέφω: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>f.</i> [[θρέψω]], <i>ao.</i> ἔθρεψα, <i>pf.</i> [[τέτροφα]];<br /><i>Pass. f.2</i> τραφήσομαι, <i>ao.</i> ἐτρέφθην, <i>ao.2</i> [[ἐτράφην]], <i>pf.</i> [[τέθραμμαι]];<br /><b>A.</b> <i>tr. litt.</i> épaissir, <i>d'où</i> :<br /><b>I.</b> rendre compact : [[γάλα]] OD faire cailler du lait ; <i>Pass.</i> [[γάλα]] τρεφόμενον ÉL lait caillé;<br /><b>II.</b> rendre gras, engraisser, nourrir : τινα ATT qqn ; [[σῖτος]] ᾧ θρεψόμεθα XÉN les aliments dont nous serons nourris ; <i>particul.</i><br /><b>1</b> nourrir, élever, acc. ; τρέφεσθαι [[ὑπό]] τινι, [[ὑπό]] τινος être nourri par qqn ; <i>abs.</i> être nourri, être élevé, croître, grandir ; ὁ τρεφόμενος HDT l'enfant qu’on élève, <i>càd</i> qui est entre les mains des femmes jusqu’à l'âge de cinq ans ; ὁ τεθραμμένος, ὁ [[τραφείς]] ATT l'enfant qu’on a élevé, le rejeton ; <i>abs.</i> [[τραφείς]] SOPH ayant été nourri, <i>càd</i> ayant vécu ; τρ. δούλους XÉN, κύνας IL, OD, ἵππους IL entretenir des esclaves, des chiens, des chevaux ; <i>en parl. de choses</i> κόμην HDT, χαίτην IL nourrir, <i>càd</i> laisser croître sa chevelure ; <i>fig.</i> νόσον SOPH, φόβον SOPH entretenir une maladie, de la crainte ; <i>avec un suj. de chose</i> [[ὕλη]] τρέφει ἄγρια IL la forêt nourrit des bêtes sauvages ; χθὼν τρέφει φάρμακα IL la terre nourrit des poisons;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> élever, former, façonner, instruire, acc.;<br /><b>3</b> pourvoir aux besoins de : [[στράτευμα]] XÉN entretenir une armée ; [[τὰς]] [[ναῦς]] THC pourvoir à l'approvisionnement de la flotte ; <i>Pass.</i> τρέφεσθαι ἀπὸ τεχνῶν XÉN vivre de la pratique des métiers;<br /><b>B.</b> <i>intr. (au pf.</i> [[τέτροφα]]);<br /><b>1</b> s'épaissir, se condenser : πολλὴ περὶ χροῒ τέτροφεν [[ἅλμη]] OD autour de leur peau s'est épaissie l'écume de la mer;<br /><b>2</b> être nourri <i>ou</i> élevé ; se nourrir, prendre de la force ; être disposé de telle ou telle manière : [[τόλμα]] ὅ [[τι]] καὶ [[πόλις]] τέτροφεν ἄφιλον ἀποστυγεῖν SOPH résigne-toi à détester ce que le pays regarde comme haïssable;<br /><i><b>Moy.</b></i> τρέφομαι nourrir <i>ou</i> élever, acc. : ἡ θρεψαμένη [[γῆ]] LUC la terre qui nous a nourris.<br />'''Étymologie:''' R. Τραφ, rendre épais, fort, solide ; cf. [[ταρφύς]].
|btext=<i>f.</i> [[θρέψω]], <i>ao.</i> ἔθρεψα, <i>pf.</i> [[τέτροφα]];<br /><i>Pass. f.2</i> τραφήσομαι, <i>ao.</i> ἐτρέφθην, <i>ao.2</i> [[ἐτράφην]], <i>pf.</i> [[τέθραμμαι]];<br /><b>A.</b> <i>tr. litt.</i> épaissir, <i>d'où</i> :<br /><b>I.</b> rendre compact : [[γάλα]] OD faire cailler du lait ; <i>Pass.</i> [[γάλα]] τρεφόμενον ÉL lait caillé;<br /><b>II.</b> rendre gras, engraisser, nourrir : τινα ATT qqn ; [[σῖτος]] ᾧ θρεψόμεθα XÉN les aliments dont nous serons nourris ; <i>particul.</i><br /><b>1</b> nourrir, élever, acc. ; τρέφεσθαι [[ὑπό]] τινι, [[ὑπό]] τινος être nourri par qqn ; <i>abs.</i> être nourri, être élevé, croître, grandir ; ὁ τρεφόμενος HDT l'enfant qu’on élève, <i>càd</i> qui est entre les mains des femmes jusqu’à l'âge de cinq ans ; ὁ τεθραμμένος, ὁ [[τραφείς]] ATT l'enfant qu’on a élevé, le rejeton ; <i>abs.</i> [[τραφείς]] SOPH ayant été nourri, <i>càd</i> ayant vécu ; τρ. δούλους XÉN, κύνας IL, OD, ἵππους IL entretenir des esclaves, des chiens, des chevaux ; <i>en parl. de choses</i> κόμην HDT, χαίτην IL nourrir, <i>càd</i> laisser croître sa chevelure ; <i>fig.</i> νόσον SOPH, φόβον SOPH entretenir une maladie, de la crainte ; <i>avec un suj. de chose</i> [[ὕλη]] τρέφει ἄγρια IL la forêt nourrit des bêtes sauvages ; χθὼν τρέφει φάρμακα IL la terre nourrit des poisons;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> élever, former, façonner, instruire, acc.;<br /><b>3</b> pourvoir aux besoins de : [[στράτευμα]] XÉN entretenir une armée ; [[τὰς]] [[ναῦς]] THC pourvoir à l'approvisionnement de la flotte ; <i>Pass.</i> τρέφεσθαι ἀπὸ τεχνῶν XÉN vivre de la pratique des métiers;<br /><b>B.</b> <i>intr. (au pf.</i> [[τέτροφα]]);<br /><b>1</b> s'épaissir, se condenser : πολλὴ περὶ χροῒ τέτροφεν [[ἅλμη]] OD autour de leur peau s'est épaissie l'écume de la mer;<br /><b>2</b> être nourri <i>ou</i> élevé ; se nourrir, prendre de la force ; être disposé de telle ou telle manière : [[τόλμα]] ὅ [[τι]] καὶ [[πόλις]] τέτροφεν ἄφιλον ἀποστυγεῖν SOPH résigne-toi à détester ce que le pays regarde comme haïssable;<br /><i><b>Moy.</b></i> τρέφομαι nourrir <i>ou</i> élever, acc. : ἡ θρεψαμένη [[γῆ]] LUC la terre qui nous a nourris.<br />'''Étymologie:''' R. Τραφ, rendre épais, fort, solide ; cf. [[ταρφύς]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''τρέφω''': Ὅμηρ., κλπ., Δωρ. [[τράφω]] (ἴδε ἐν λέξει), μέλλ. θρέψω Ἀττικ.· ἀόρ. α΄ ἔθρεψα, Ἐπικ. θρέψα Ἰλ. Β. 548· ἀόρ. β΄ ἔτρᾰφον, ἴδε κατωτ. Β· πρκμ. [[τέτροφα]] ἀμεταβ., Ὀδ. Ψ. 237, (συν-) Ἱππ. 307. 23 ἀλλὰ μεταβ., Σοφ. Ο. Κ. 186, Ἀνθ. Π. παράρτ. 111· [[ὡσαύτως]], τέτρᾰφα Πολύβ. 12. 25, Βεκκῆρ., καὶ Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 577, [[τέτροφα]] Δινδ.· ὑπερσ. ἐτετράφη ἀμεταβ. Βαβρ. σ. 2. - Μέσ., μέλλ. θρέψομαι ἐπὶ παθητ. σημασίας, Ἱππ. 234. 40 (κατὰ διόρθωσιν τοῦ Littré), 243. 10, Θουκ. 7. 49, κλπ.· ἀόρ. ἐθρεψάμην Πινδ. Ο. 6. 78, Ἀττ. - Παθ., μέλλ. τρᾰφήσομαι Ψευδο-Δημ. 1399. 16, Διον. Ἁλικ. 8. 41, κλπ., ἀλλὰ παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφεῦσιν ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ θρέψομαι (ἴδε ἀνωτ.)· ἀόρ. α΄ ἐθρέφθην Ἡσ. Θεογ. 198, σπάνιον παρ’ Ἀττικ., Εὐρ. Ἑκάβ. 351, 600, Πλάτ. Πολιτικ. 310Α· ἀόρ. β΄ ἐτράφην [ᾰ] Ἰλ. Ψ. 84, καὶ ὁ [[συνήθης]] [[τύπος]] παρ’ Ἀττικ.· Ἐπικ. γ΄ πληθ. ἔτραφεν Ἰλ. Ψ. 348· - πρκμ. τέθραμμαι Εὐρ., κλπ.· β΄ πληθ. τέθραφθε Πλάτ. Νόμ. 625Α (συντέτραφθε φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] [[ἁμάρτημα]] ἐν Ξεν. Κύρ. 6. 4, 14, [[ἐπειδὴ]] [[τύπος]] [[οὗτος]] ἀνήκει εἰς τὸ [[ῥῆμα]] [[τρέπω]]), ἀπαρ. τεθράφθαι Πλάτ. Γοργ. 525Α, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 24 (καὶ [[ἐνταῦθα]] μετὰ διαφόρ. γραφ. τετρ-). (Ἐκ τῆς √ ΤΡΕΦ ἐπὶ τῆς σημασίας Ι παράγονται αἱ λέξεις τρόφις, ταρφύς, τάρφος, τραφερή, τροφαλίς, θρόμβος· ἐπὶ δὲ τῆς σημασίας ΙΙ, αἱ λέξεις τροφή, τροφός, κλπ. Ι. Κυρίως ὡς τὸ [[πήγνυμι]], συμπυκνῶ, πυκνὸν ποιῶ, «πήζω» ἢ παγώνω ὑγρόν τι, [[αὐτίκα]] δ’ ἥμισυ μὲν θρέψας λευκοῖο γάλακτος πλεκτοῖς ἐν ταλάροισιν ἀμησάμενος κατέθηκεν Ὀδ. Ι. 246· τυρὸν τρέφειν Θεόκρ. 25. 106. - Παθ., μετὰ πρκμ. ἐνεργ. [[τέτροφα]], [[γίνομαι]] [[στερεός]], συμπυκνοῦμαι, συμπήγνυμαι, «πήζω», [[γάλα]] τρεφόμενον τυρὸν ἐργάζεσθαι Αἰλ. περὶ Ζ. 16. 32· πολλὴ δὲ περὶ χροῒ τέτροφεν [[ἅλμη]] («τέτροφε, [[πέπηγε]]» Σχόλ.) Ὀδ. Ψ. 237· πρβλ. [[περιτρέφω]]. ΙΙ. [[κάμνω]] τι νὰ αὐξήσῃ, [[παρέχω]] τροφήν, ὡς καὶ νῦν, [[τρέφω]], [[ἀνατρέφω]], ὅσ’ ἔτρεφε τυτθὸν ἐόντα Ἰλ. Θ. 283· ἥ μ’ ἔτεχ’, ἥ μ’ ἔθρεψε Ὀδ. Β. 131, πρβλ. Μ. 134· εὖ ἔτρεφεν ἠδ’ ἀτίταλλεν Ἰλ. Π. 191, πρβλ. Ἰδ. Τ. 354· ἐγώ σ’ ἔθρεψα, σὺν δὲ γηρᾶναι [[θέλω]] Αἰσχύλ. Χο. 908, πρβλ. Ἱκ. 894· τρ. [[μέχρι]] ἥβης Θουκ. 2. 46· γεννᾶν καὶ τρ. Πλάτ. Πολιτ. 274Α· τρ. τε καὶ αὔξειν μέγαν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 565C· μετὰ συστοίχου αἰτ., τρ. τινα τροφήν τινα, ἀνατρέφειν τινὰ κατά τινα ἰδιαίτερον τρόπον, Ἡρόδ. 2. 2. - Μέσ., [[ἀνατρέφω]] δι’ ἐμαυτόν, θρέψαιό τε φαίδιμον υἱὸν Ὀδ. Τ. 368, πρβλ. Πινδ. Ο. 6. 78· τεκοῦσα τόνδ’... ἐθρεψάμην Αἰσχύλ. Χο. 928, Εὐρ., κλπ.· οἱ γεννήσαντες καὶ θρεψάμενοι Πλάτ. Νόμ. 717Β τεκὼν ἀρετὴν καὶ θρ. ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 212Α, πρβλ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 458. - Παθ., ἀνατρέφομαι, αὐξάνομαι, ὅς μοι [[τηλύγετος]] τρέφεται θαλίῃ ἔνι πολλῇ Ἰλ. Ι. 143· τῇ [[ὁμοῦ]] ἐτρεφόμην Ὀδ. Ο. 365· ἅμα [[τράφεν]] ἠδ’ ἐγένοντο Ἰλ. Α. 251, κλπ.· [[ἐπεὶ]] τράφη ἐνὶ μεγάρῳ, δηλ. ἀφ’ οὗ [[καλῶς]] ἀνεπτύχθη, ηὐξήθη, ἐμεγάλωσε, Β. 661· κάρτιστοι δὴ ἐκεῖνοι ἐπιχθονίων [[τράφεν]] ἀνδρῶν, ἐγένοντο οἱ ἰσχυρότατοι τῶν ἐπὶ τῆς γῆς ἀνδρῶν, Α. 266· ἐν τῇ σῇ οἰκίᾳ γέγονε καὶ τέθραπται, ἐγεννήθη καὶ ἀνετράφη, Πλάτ. Μένων 85Ε· - [[κυρίως]] ὁ [[παῖς]] ἐκαλεῖτο τρεφόμενος μόνον ἐφ’ ὅσον διετέλει ὑπὸ τὴν φροντίδα τῶν γυναικῶν, δηλ. [[μέχρι]] τοῦ πέμπτου ἔτους τῆς ἡλικίας του, Ἡρόδ. 1. 136· ἐξ ὅτου’τράφην ἐγώ, ἀπὸ τοῦ χρόνου καθ’ ὃν ἀπηλλάγην τῆς τροφοῦ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 322· - σύνηθες παρ’ Ἀττικοῖς, οὐδ. ἐν σκότοισι νηδύος τεθραμμένη Αἰσχύλ. Εὐμεν. 665, πρβλ. Ἑπτὰ ἐπὶ Θηβ. 754· ἦ που τραφεὶς μητέρος εὐγενοῦς ἄπο ὑψήλ’ ἐφώνεις Σοφοκλ. Αἴ. 1229· [[ὅπως]] πατρὸς δείξεις οἷος ἐξ οἵου’τράφης [[αὐτόθι]] 557· κρατίστου πατρός.. τραφεὶς ὁ αὐτ. ἐν Φιλοκτ. 3· παῖδες μητέρων τεθραμμέναι, γνήσια θρέμματα τῶν μητέρων σας, [[ὅπερ]] ὑπονοεῖ [[ὄνειδος]] ἐπὶ ἀνανδρίᾳ (εἰ πράγματι ἡ γραφὴ γνησία), Αἰσχύλ. Θήβ. 792· μιᾶς τρέφει πρὸς νυκτός, διέρχεσαι τὸν βίον σου ἐν μιᾷ ἀδιακόπῳ νυκτί, διατελεῖς ἐν διαρκεῖ σκότει, Σοφ. Ο. Τ. 374. 2) ἐπὶ δούλων, βοσκημάτων, κυνῶν καὶ τῶν τοιούτων, [[ἀνατρέφω]] καὶ διατηρῶ αὐτά, κύνας Ἰλ. Χ. 69, Ὀδ. Ξ. 22, κλπ.· ἵππους Ἰλ. Β. 766· λέοντος ἶνιν (ἴδε [[σίνις]]) Αἰσχύλ. Ἀγ. 717· μῆλα ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 946· ὄφιν Σοφ. Ἀποσπ. 219· ἰκτῖνα Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 525· ὄρτυγας ἔθρεψας σύ τινας ἤδη [[πώποτε]]; Εὔπολις ἐν «Πόλεσιν» 9· ὄρνιθας Πλάτ. Θεαίτ. 197C· οἱ τρέφοντες (ἐξυπακ. ἐλέφαντας), οἱ τρέφοντες καὶ φυλάττοντες αὐτούς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 6· τρ. παιδαγωγοὺς Αἰσχίν. 26. 32· [[ὡσαύτως]], τρ. γυναῖκα Εὐρ. Ι. Α. 749· ἔστιν δ’ [[ἑταίρα]] τῷ τρέφοντι συμφορὰ Ἀντιφ. ἐν «Ἀγροίκῳ» 2, Δίφιλος ἐν Ἀδήλ. 2· ὁ τρέφων, ὁ [[δεσπότης]], Νικόλ. ἐν Ἀδήλ. 1. 11, 36 - μεταφορ., αἰγιαλὸν [[ἔνδον]] τρέφει, διατηρεῖ ὁλόκληρον αἰγιαλὸν εἰς τὴν οἰκίαν του, Ἀριστοφ. Σφ. 110. - Παθ., τρέφομαι, ἀνατρέφομαι, [[δοῦλος]] οὐκ [[ὠνητός]], ἀλλ’ [[οἴκοι]] τραφεὶς Σοφ. Ο. Τ. 1133, κλπ. 3) περιποιοῦμαι, [[περιθάλπω]], Λατ. colere, τὸν μὲν ἐγὼ φίλεόν τε καὶ ἐτρ..., ἐπὶ τῆς Καλυψοῦς, Ὀδ. Ε. 135., Η. 256 - [[οὕτως]], ἐπὶ φυτῶν, Ἰλ. Ρ. 53., Σ. 57, Ὀδ. Ξ. 175. 4) ἐπὶ μερῶν τοῦ σώματος, ἀφίνω τι νὰ τραφῇ, νὰ αὐξηθῇ, νὰ μεγαλώσῃ, [[τρέφω]], μεγαλώνω τι, διά τινα, ξανθὴν ἀπεκείρατο χαίτην, τήν ῥα Σπερχειῷ ποταμῷ τρέφε τηλεθόωσαν, «ἣν δὴ ἔτρεφε περικαλλῆ καὶ ἀκμαίαν Σπερχειῷ τῷ ποταμῷ (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ψ. 142 τῷ θεῷ πλόκαμον τρ. Εὐρ. Βάκχ. 494· τρ. ὑπήνην Ἀριστοφ. Σφ. 477· τρ. κόμην = κομᾶν, Λατ. comam a ere, Ἡρόδ. 1. 82· - [[ὡσαύτως]], τά θ’ ὕεσσι τρέφει τεθαλυῖαν ἀλοιφήν, τά τε συντελοῦντα πρὸς πάχυνσιν τῶν χοίρων, Ὀδ. Ν. 410· τεθραμμένη εἰς πολυσαρκίαν Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 22. 5) παρὰ ποιηταῖς ἐπὶ τῆς γῆς καὶ τῆς θαλάσσης, [[τρέφω]], [[παράγω]], εἶμαι [[πλήρης]] τινός, οὐδὲν ἀκιδνότερον [[γαῖα]] τρ. ἀνθρώπου Ὀδ. Σ. 130· ὕλη τρέφει ἄγρια Ε. 52· χθὼν τρέφει φάρμακα Λ. 741· ὅσ’ [[ἤπειρος]]... τρέφει ἠδὲ [[θάλασσα]] Ἡσ. Θεογ. 582· πολλὰ γᾶ τρέφει δεινὰ Αἰσχύλ. Χο. 585, πρβλ. 128, Εὐρ. Ἑκ. 1181· [[θάλασσα]]... τρέφουσα πορφύραν Αἰσχύλ. Ἀγ. 959· ὃν [ναύταν] [[πόντος]] τρ. Πινδ. Ι. 1. 68 σπάνιον ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ἀεί τι [[Λιβύη]] τρέφει καινὸν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 7, 12. 6) Παρὰ ποιηταῖς [[ὡσαύτως]], ἔχω ἐν ἐμαυτῷ, [[περιλαμβάνω]], [[περιέχω]], ὅτι καὶ [[πόλις]] τέτροφεν ἄφιλον Σοφ. Ο. Κ. 186, πρβλ. Τρ. 817· τρέφειν τὴν γλῶσσαν ἡσυχωτέραν, τηρεῖν αὐτὴν ἡσυχωτέραν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1089· ἡ [[γλῶσσα]] τὸν θυμὸν δεινὸν τρ. ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 1124· τἀληθὲς γὰρ ἰσχῦον [[τρέφω]] ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 356· (οὕτω παρὰ Πλάτ., τρ. ἰσχυρὸν τὸ ἐλεεινὸν Πολ. 606Β)· νόσον τρ. Σοφ. Φ. 795· ἐκ φόβου φόβον τρ. ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 28· ἄταν ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 644· οἵας λατρείας... τρέφει, ὁποίας ὑπηρεσίας συνεχῶς ἐκτελεῖ, αὐτ. 503· ἐν ἐλπίσιν τρέφειν ἥξειν..., αὐτ. ἐν Ἀντ. 897· οὕτω δὲ τὸν Καδμογενῆ τρέφει (στρέφει κατὰ Reiske), τὸ δ’ αὔξει, βιότου πολύπονον [[ὥσπερ]] [[πέλαγος]] Κρήσιον ὁ αὐτ. ἐν Τραχ. 117, [[ἔνθα]] ὁ Jebb συντάσσει: «βιότου πολύπονον ([[πέλαγος]]), [[ὥσπερ]] [[πέλαγος]] Κρήσιον (τὸ μὲν) στρέφει τὸ δ’ αὔξει τὸν Καδμογενῆ», ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ. ΙΙΙ. [[τρέφω]], διατηρῶ. τρ. ἀνδρὸς [[μόχθος]] ἡμένας ἔσω Αἰσχύλ. Χο. 921, πρβλ. Πινδ. Ο. 9. 160· τρ. Ἥλιος χθονὸς φύσιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 633· τρ. τὸν πατέρα Αἰσχίν. 3. 1· τὴν οἰκίαν Δημ. 1367. 23· - Παθ., οὐ δίκαιον τρέφεσθαι ὑπὸ πατρὸς υἱὸν ἡβῶντα Πλάτ. Πολ. 568E· τὰ κτήνη χιλῷ ἐτρ. Ξεν. Ἀν. 4. 5, 25· γάλακτι, τυρῷ, κρέασι τρ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 4. 3, 10· [[ὡσαύτως]], τρ. ἀπό τινος Πλάτ. Πρωτ. 313C, Ξεν. κλπ.· ἔκ τινος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1479, Πλάτ. Πολ. 372B. 2) ἐν ἱστορικοῖς συγγραφ. διατηρῶ, [[διατρέφω]] [[στράτευμα]], Θουκ. 4. 83, Ξεν. Ἀν. 1. 1, 9· τρ. τὰς [[ναῦς]] Θουκ. 8. 44, Ξεν.· τρ. τὸ ναυτικὸν ἀπὸ τῶν νήσων Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 9, πρβλ. Ἀν. 7. 4, 11, κλπ. 3) ἐπὶ γῆς, [[διατρέφω]], διατηρῶ τινα, τρέφει γὰρ [[οὗτος]] [ὁ ἀγρὸς] ... με Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 12. 2· κακῶς τρέφοντα χωρί’ ἀνδρείους ποιεῖ Μένανδρος ἐν «Ἀνεψιοῖς» 3· ἀγρὸς τρέφων [[καλῶς]] ὁ αὐτ. ἐν «Ὑδρίᾳ» 1. IV. [[ἀνατρέφω]], [[ἐκπαιδεύω]], Ἡσ. Ἀποσπ. 86 Göttl., Πινδ. Ν. 3. 93, Πλάτ. Πολ. 391C, τλπ.· τῷ λόγῳ τρ. καὶ παιδεύειν [[αὐτόθι]] 534D· θρ. καὶ παιδεῦσαι Δημ. 1351. 7· Δήμητερ ἡ θρέψασα τὴν ἐμὴν φρένα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 393· ἡ θρέψασα (ἐνν. γῆ), ἡ [[πατρίς]], Λυκοῦργ. 153. 42 -[[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, θρέψασθαι ἐν τοῖς αὐτοῖς ἤθεσιν Πλάτ. Νόμ. 695E, πρβλ. Λυκοῦργ. 158. 30. - Παθ., κάλλιστα, ὀρθῶς, εὖ τραφῆναι Πλάτ. Πολ. 401D, Ἀλκ. 1. 120E· παιδείᾳ, ἐν [[ταύτῃ]] τῇ παιδείᾳ τρ. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 695C, Ξεν. 1. 16· ἐν πολυτρόποις ξυμφοραῖς Θουκ. 2. 44· ἐν φιλοσοφίᾳ, ἐν χλιδῇ, ἐν ἐλευθερίᾳ, κλπ., Πλάτ. Ξεν., κλπ.· ἐν ἄλλοις νόμοις Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 6, 1. V. τὸ παθ. [[ἐνίοτε]] κατήντησε νὰ σημαίνῃ ὀλίγον περισσότερον τοῦ [[ὑπάρχω]], ἐπ’ ἐμοὶ πολέμιον ἐτράφη (ἐξυπακ. τὸ γένος) Ἀριστοφ. Ὄρν. 335, πρβλ. Θεσμ. 141. Β. Ὁ [[Ὅμηρος]] ποιεῖται χρῆσιν τοῦ ἀμεταβ. ἐνεργ. ἀορ. β΄ ἔτραφον = τῷ παθητ. ἐτράφην (ὡς πρκμ. [[τέτροφα]] = τέθραμμαι), ὅς... ἔτραφ’ ἄριστος Ἰλ. Φ. 279· λέοντε ἐτραφέτην ὑπὸ μητρὶ Ε. 555· τραφέμεν (Ἰωνικ. ἀντὶ τραφεῖν) Η. 199, Ὀδ. Γ. 28, κλπ.· - ὁ ἀόρ. β΄ κεῖται ὡς μεταβ. μόνον ἐν Ἰλ. Ψ. 90, ἔτραφέ τ’ [[ἐνδυκέως]] ([[ἴσως]] ἔπρεπε νὰ ἀναγνωσθῇ ἔτρεφεν), τὸ δὲ τράφε παρὰ Πινδ. ἐν Ν. 3. 92 [[εἶναι]] Δωρ. παρατ.· τἀνάπαλιν γραμματικοί τινες ἀνεγίνωσκον ἐν Ιλ. Ψ. 84, ὡς [[ὁμοῦ]] ἐτράφεμέν περ, [[ἔνθα]] νῦν ἀλλ. [[ὁμοῦ]], ὡς ἐτράφην περ. Παρὰ μεταγεν. ὁ ἀόρ. [[οὗτος]] κατέστη [[ἄχρηστος]], εἰ μὴ παρ’ Ἐπικ. μιμηταῖς, [[οἷον]] παρὰ Καλλ. εἰς Δία 55, Ὀππ. Ἁλ. 1. 774. 2) ἐπὶ τροφῆς, [[τρέφω]], εἶμαι θρεπτικός, Ἀριστ. περὶ Φυτ. 2. 6, 2.
|elnltext=τρέφω, Dor. ook τράφω [~ θρόμβος] aor. ἔθρεψα, ep. ἔτραφον, pass. ἐθρέφθην en ἐτράφην; perf. τέτροφα en τέτραφα, med. τέθραμμαι; fut. θρέψω met acc. doen stollen, stremmen:. ἥμισυ μὲν θρέψας λευκοῖο γάλακτος na de helft van de witte melk gestremd te hebben Od. 9.246; ἄλλος τρέφε πίονα τυρόν een ander stremde vette kaas Theocr. Id. 25.106. voeden, doen groeien:; χαίτην τήν ῥα Σπερχειῷ... τρέφε τηλεθόωσαν zijn hoofdhaar dat hij lang had laten groeien voor de (rivier) Spercheius Il. 23.142; τὰ θ’ ὕεσσι τρέφει ἀλοιφήν (het voer) dat bij de varkens het vet doet groeien Od. 13.410; τοῦ τρέφοντος Ἡλίου χθονὸς φύσιν Helios die al wat op de aarde groeit voedt Aeschl. Ag. 633; ὑπήνην τρέφειν een baard laten groeien Aristoph. Ve. 476; med. refl.: σῖτος ᾧ θρεψόμεθα graan om ons mee te voeden Xen. An. 6.5.20. grootbrengen (van kinderen):; καί μ’ ἔτρεφον αὐτοί en zij hebben mij persoonlijk grootgebracht Od. 14.141; οὓς... τρέφεις καὶ παιδεύεις (je kinderen), die je grootbrengt en opvoedt Plat. Resp. 534d; ook med.:; θρέψασθαι φαίδιμον υἱόν je schitterende zoon grootbrengen Od. 19.368; τεκοῦσα τόνδ’ ὄφιν ἐθρεψάμην als een slang heb ik hem gebaard en grootgebracht Aeschl. Ch. 928; pass. gevoed worden, grootgebracht worden:. οἵω... λέοντε δύω... ἐτραφέτην ὑπὸ μητρί zoals een tweetal leeuwen is grootgebracht onder de zorgen van hun moeder Il. 5.555; τρεφόμενος de kleuter Hdt. 1.136.2. voortbrengen:. φάρμακα... ὅσα τρέφει εὐρεῖα χθών alle kruiden die de weidse aarde voortbrengt Il. 11.741; οὐδὲν ἀκιδνότερον γαῖα τρέφει ἀνθρώποιο de aarde brengt niets zwakkers voort dan de mens Od. 18.130. fokken, verzorgen, onderhouden:; τὰς ἐν Πηρείῃ θρέψ’... Ἀπόλλων deze (merries) had Apollo in Pereia gefokt Il. 2.766; οἷον δὲ τρέφει ἔρνος ἀνήρ... ἐλαίης en zoals een man de loot van een olijfboom verzorgt Il. 17.53; κύνες οὓς τρέφον ἐν μεγάροισι de honden die ik in mijn paleis hield Il. 22.69; τοὺς παῖδας... ἡ πόλις μέχρι ἥβης θρέψει hun kinderen zal de staat onderhouden tot aan hun volwassenheid Thuc. 2.46.1; τρέφειν τὰς ναῦς de schepen onderhouden Thuc. 8.44.1; overdr. van emoties e.d.: bij zich dragen, koesteren:. μίασμα χώρας... ἐλαύνειν μηδ’ ἀνήκεστον τρέφειν de bezoedeling van ons land verdrijven en niet als ongeneeslijke ziekte bij ons dragen Soph. OT 98; τρέφειν τὴν γλῶσσαν ἡσυχωτέραν uw tong rustiger houden Soph. Ant. 1089; ἐν ἐλπίσιν τρέφω... ἥξειν ik koester de hoop dat ik zal komen Soph. Ant. 897. med.-pass., intrans., ook met ep. them. aor. ἔτραφον en perf. τέτροφα, ontstaan, groeien:; τῷ δ’ ἔνι κούρη ἐθρέφθη daarin groeide een meisje Hes. Th. 192; opgroeien:; ὅς μοι τηλύγετος τρέφεται θαλίῃ ἔνι πολλῇ (Orestes) mijn jeugdige zoon, die in grote weelde opgroeit Il. 9.143; ὡς ἐτράφην περ ἐν ὑμετέροισι δόμοισιν zoals ik ben opgegroeid in jullie huis Il. 23.84; ὅς ἐνθάδε γ’ ἔτραφ’ ἄριστος de beste man die hier is opgegroeid Il. 21.279; perf. vastgegroeid zitten:. πολλὴ περὶ χροῒ τέτροφεν ἅλμη er zat een dikke laag zeezout op zijn huid gekoekt Od. 23.237.
}}
{{elru
|elrutext='''τρέφω:''' дор. [[τράφω]] (fut. [[θρέψω]], aor. 1 [[ἔθρεψα]] - эп. [[θρέψα]], aor. 2 [[ἔτραφον|ἔτρᾰφον]], pf. [[τέτροφα]] - поздн. [[τέτραφα]]; pass.: fut. θρέψομαι - редко τρᾰφήσομαι, aor. 1 [[ἐθρέφθην]], aor. 2 [[ἐτράφην]] с ᾰ, pf. [[τέθραμμαι]])<br /><b class="num">1)</b> [[уплотнять]], [[сгущать]], [[свертывать]] ([[γάλα]] Hom.): τ. τυρόν Theocr. сбивать (приготовлять) сыр;<br /><b class="num">2)</b> [[уплотняться]], [[сгущаться]], [[оседать]]: πολλὴ περὶ χροῒ τέτροφεν [[ἅλμη]] Hom. много соленой пены облепило тело (пловца);<br /><b class="num">3)</b> [[воспитывать]], [[вскармливать]], [[взращивать]] (τέκνα Hom.; θρέμματα Plat.): ἥ μ᾽ ἔτεχ᾽, ἥ μ᾽ ἔθρεψε Hom. (та), которая меня родила и выкормила; τρεφόμενος Her. младенец; θρέψασθαι [[υἱόν]] Hom. вырастить (себе) сына; ἐν τῇ σῇ οἰκίᾳ γέγονε καὶ τέθραπται Plat. он родился и вырос в твоем доме; τεθραμμένος Aesch. и ὁ [[τραφείς]] Soph. питомец; ἐν φιλοσοφίᾳ τεθραμμένοι Plat. воспитавшиеся на философии; [[ἄγρια]], τάτε τρέφει [[ὕλη]] Hom. звери, питомцы леса; ἡ θρεψαμένη γῆ Luc. вскормившая (нас) земля; ἡ θρέψασα (sc. γῆ) Polyb. родина;<br /><b class="num">4)</b> кормить, (со)держать (δούλους Xen.): [[ὕεσσι]] τ. ἀλοιφήν Hom. откармливать свиней; τρέφεσθαι [[ἀπό]] τινος Xen. жить (досл. кормиться) чем-л.; τ. τὰς [[ναῦς]] Thuc. содержать флот;<br /><b class="num">5)</b> [[выращивать]], [[разводить]] (ἵππους Hom.; ὄρνιθας Plat.): τ. [[ἔρνος]] ἐλαίης Hom. выращивать масличное дерево; φάρμακα, ὅσα τρέφει [[χθών]] Hom. целебные зелья, которые производит земля;<br /><b class="num">6)</b> [[отпускать]], [[отращивать]] (χαίτην Hom.; κόμην Her.);<br /><b class="num">7)</b> перен. [[питать]], [[поддерживать]] ([[πῦρ]] Plut.; νόσον Soph.): ἐν ἐλπίσι τ. τι Soph. лелеять надежду на что-л.; ἐκ φόβου φόβον τ. Soph. беспрестанно тревожиться; τ. τὴν γλώσσαν ἡσυχωτέραν Soph. держать язык в большем покое, т. е. умерять свои речи; τἀληθὲν τ. Soph. знать истину;<br /><b class="num">8)</b> (только pf.) сделаться, стать: ὅ τι τέτροφεν ἄφιλόν τινι Soph. то, что стало ненавистным кому-л.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 40: Line 43:
|lsmtext='''τρέφω:''' Δωρ. [[τράφω]], μέλ. [[θρέψω]], αόρ. [[ἔθρεψα]], Επικ. [[θρέψα]], αόρ. βʹ <i>ἔτρᾰφον</i>· παρακ. [[τέτροφα]] — Παθ., μέλ. <i>τρᾰφήσομαι</i>, [[αλλά]] [[κυρίως]] στη Μέσ. <i>θρέψομαι</i>· αόρ. [[ἐθρέφθην]], αόρ. βʹ [[ἐτράφην]] [ᾰ], Επικ. [[τράφην]], και γʹ πληθ. <i>ἔτραφεν</i>· παρακ. [[τέθραμμαι]], απαρ. <i>τεθράφθαι</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[συμπυκνώνω]] ή [[πήζω]] κάποιο [[υγρό]], [[γάλα]] θρέψαι, να το πήξουμε, σε Ομήρ. Οδ.· <i>τυρὸν τρέφειν</i>, σε Θεόκρ. — Παθ., με Ενεργ. παρακ. [[τέτροφα]], [[γίνομαι]] [[στερεός]], περὶ χροU τέτροφεν [[ἅλκη]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> κάνω [[κάτι]] να μεγαλώσει ή να αυξηθεί, [[τρέφω]], [[ανατρέφω]], σε Όμηρ. κ.λπ.· με σύστ. αιτ., [[τρέφω]] τινὰ τροφὴν τινα, [[ανατρέφω]] κάποιον μ' έναν ιδιαίτερο τρόπο, σε Ηρόδ. — Μέσ., [[ανατρέφω]] για τον εαυτό μου, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. — Παθ., ανατρέφομαι, αυξάνομαι, σε Όμηρ.· κάρτιστοι [[τράφεν]] [[ἄνδρες]], ανέθρεψαν τους ισχυρότατους άνδρες, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐξ [[ὅτου]] '[[τράφην]] [[ἐγώ]], από τη [[στιγμή]] που ανεξαρτητοποιήθηκα από την τροφό, σε Αριστοφ.· <i>μιᾶςτρέφει πρὸς νυκτός</i>, δηλ. διέρχεσαι την [[ζωή]] [[σου]] σε μια αδιάκοπη [[νύχτα]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για δούλους, άλογα, σκύλους και άλλα παρόμοια, [[ανατρέφω]] και τα [[διατηρώ]], σε Όμηρ. κ.λπ.· [[τρέφω]] παιδαγωγού, σε Αισχίν.· [[τρέφω]] γυναῖκα, σε Ευρ.· μεταφ., αἰγιαλὸν [[ἔνδον]] τρέφει, διατηρεί [[ολόκληρο]] αιγιαλό στο [[σπίτι]] του, σε Αριστοφ. — Παθ., τρέφομαι, ανατρέφομαι, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[αφήνω]] [[κάτι]] να τραφεί, να αυξηθεί, να μεγαλώσει, [[ανατρέφω]], <i>χαίτην τρέφε</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>τρέφων ὑπήνην</i>, σε Αριστοφ.· [[τρέφω]] κόμην = κομᾶν, σε Ηρόδ.· επίσης, τάδ' [[ὕεσσι]] τρέφει ἀλοιφήν, αυτά είναι που συντελούν στην [[πάχυνση]] των γουρουνιών, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για τη γη και τη [[θάλασσα]], [[τρέφω]], [[παράγω]], είμαι [[πλήρης]] κάποιου, είμαι [[γεμάτος]] από, <i>χθὼν τρέφει φάρμακα</i>, στο ίδ.· [[θάλασσα]] τρέφουσα πορφύραν, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">5.</b> έχω μέσα μου, [[περιλαμβάνω]], [[περιέχω]], [[ὅ τι]] [[πόλις]] τέτροφεν ἄφιλον, σε Σοφ.· <i>τρέφειν τὴν γλῶσσαν ἡσυχωτέραν</i>, κρατά τη [[γλώσσα]] του πιο ήσυχη, στον ίδ.· <i>νόσοντρέφω</i>, στον ίδ.· <i>οἵας λατρείας τρέφει</i>, όποιες υπηρεσίες [[συνεχώς]] εκτελεί, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> [[διατηρώ]], [[υποστηρίζω]], [[τρέφω]] [[Ἥλιος]] φύσιν, σε Αισχύλ.· [[τρέφω]] τὸν [[πατέρα]], σε Αισχίν.· [[κυρίως]], [[διατηρώ]] στρατό ή [[ναυτικό]], σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">IV. 1.</b> Ενεργ. αορ. βʹ με αμτβ. [[σημασία]], <i>ἔτραφον =</i> Παθ. [[ἐτράφην]], nς ἔτραφ' [[ἄριστος]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[τραφέμεν]] (Ιων. αντί <i>τραφεῖν</i>), σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> ομοίως ο παρακ. [[τέτροφα]], βλ. ανωτ.
|lsmtext='''τρέφω:''' Δωρ. [[τράφω]], μέλ. [[θρέψω]], αόρ. [[ἔθρεψα]], Επικ. [[θρέψα]], αόρ. βʹ <i>ἔτρᾰφον</i>· παρακ. [[τέτροφα]] — Παθ., μέλ. <i>τρᾰφήσομαι</i>, [[αλλά]] [[κυρίως]] στη Μέσ. <i>θρέψομαι</i>· αόρ. [[ἐθρέφθην]], αόρ. βʹ [[ἐτράφην]] [ᾰ], Επικ. [[τράφην]], και γʹ πληθ. <i>ἔτραφεν</i>· παρακ. [[τέθραμμαι]], απαρ. <i>τεθράφθαι</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[συμπυκνώνω]] ή [[πήζω]] κάποιο [[υγρό]], [[γάλα]] θρέψαι, να το πήξουμε, σε Ομήρ. Οδ.· <i>τυρὸν τρέφειν</i>, σε Θεόκρ. — Παθ., με Ενεργ. παρακ. [[τέτροφα]], [[γίνομαι]] [[στερεός]], περὶ χροU τέτροφεν [[ἅλκη]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> κάνω [[κάτι]] να μεγαλώσει ή να αυξηθεί, [[τρέφω]], [[ανατρέφω]], σε Όμηρ. κ.λπ.· με σύστ. αιτ., [[τρέφω]] τινὰ τροφὴν τινα, [[ανατρέφω]] κάποιον μ' έναν ιδιαίτερο τρόπο, σε Ηρόδ. — Μέσ., [[ανατρέφω]] για τον εαυτό μου, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. — Παθ., ανατρέφομαι, αυξάνομαι, σε Όμηρ.· κάρτιστοι [[τράφεν]] [[ἄνδρες]], ανέθρεψαν τους ισχυρότατους άνδρες, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐξ [[ὅτου]] '[[τράφην]] [[ἐγώ]], από τη [[στιγμή]] που ανεξαρτητοποιήθηκα από την τροφό, σε Αριστοφ.· <i>μιᾶςτρέφει πρὸς νυκτός</i>, δηλ. διέρχεσαι την [[ζωή]] [[σου]] σε μια αδιάκοπη [[νύχτα]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για δούλους, άλογα, σκύλους και άλλα παρόμοια, [[ανατρέφω]] και τα [[διατηρώ]], σε Όμηρ. κ.λπ.· [[τρέφω]] παιδαγωγού, σε Αισχίν.· [[τρέφω]] γυναῖκα, σε Ευρ.· μεταφ., αἰγιαλὸν [[ἔνδον]] τρέφει, διατηρεί [[ολόκληρο]] αιγιαλό στο [[σπίτι]] του, σε Αριστοφ. — Παθ., τρέφομαι, ανατρέφομαι, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[αφήνω]] [[κάτι]] να τραφεί, να αυξηθεί, να μεγαλώσει, [[ανατρέφω]], <i>χαίτην τρέφε</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>τρέφων ὑπήνην</i>, σε Αριστοφ.· [[τρέφω]] κόμην = κομᾶν, σε Ηρόδ.· επίσης, τάδ' [[ὕεσσι]] τρέφει ἀλοιφήν, αυτά είναι που συντελούν στην [[πάχυνση]] των γουρουνιών, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για τη γη και τη [[θάλασσα]], [[τρέφω]], [[παράγω]], είμαι [[πλήρης]] κάποιου, είμαι [[γεμάτος]] από, <i>χθὼν τρέφει φάρμακα</i>, στο ίδ.· [[θάλασσα]] τρέφουσα πορφύραν, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">5.</b> έχω μέσα μου, [[περιλαμβάνω]], [[περιέχω]], [[ὅ τι]] [[πόλις]] τέτροφεν ἄφιλον, σε Σοφ.· <i>τρέφειν τὴν γλῶσσαν ἡσυχωτέραν</i>, κρατά τη [[γλώσσα]] του πιο ήσυχη, στον ίδ.· <i>νόσοντρέφω</i>, στον ίδ.· <i>οἵας λατρείας τρέφει</i>, όποιες υπηρεσίες [[συνεχώς]] εκτελεί, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> [[διατηρώ]], [[υποστηρίζω]], [[τρέφω]] [[Ἥλιος]] φύσιν, σε Αισχύλ.· [[τρέφω]] τὸν [[πατέρα]], σε Αισχίν.· [[κυρίως]], [[διατηρώ]] στρατό ή [[ναυτικό]], σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">IV. 1.</b> Ενεργ. αορ. βʹ με αμτβ. [[σημασία]], <i>ἔτραφον =</i> Παθ. [[ἐτράφην]], nς ἔτραφ' [[ἄριστος]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[τραφέμεν]] (Ιων. αντί <i>τραφεῖν</i>), σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> ομοίως ο παρακ. [[τέτροφα]], βλ. ανωτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''τρέφω:''' дор. [[τράφω]] (fut. [[θρέψω]], aor. 1 [[ἔθρεψα]] - эп. [[θρέψα]], aor. 2 [[ἔτραφον|ἔτρᾰφον]], pf. [[τέτροφα]] - поздн. [[τέτραφα]]; pass.: fut. θρέψομαι - редко τρᾰφήσομαι, aor. 1 [[ἐθρέφθην]], aor. 2 [[ἐτράφην]] с ᾰ, pf. [[τέθραμμαι]])<br /><b class="num">1)</b> [[уплотнять]], [[сгущать]], [[свертывать]] ([[γάλα]] Hom.): τ. τυρόν Theocr. сбивать (приготовлять) сыр;<br /><b class="num">2)</b> [[уплотняться]], [[сгущаться]], [[оседать]]: πολλὴ περὶ χροῒ τέτροφεν [[ἅλμη]] Hom. много соленой пены облепило тело (пловца);<br /><b class="num">3)</b> [[воспитывать]], [[вскармливать]], [[взращивать]] (τέκνα Hom.; θρέμματα Plat.): μ᾽ ἔτεχ᾽, ἥ μ᾽ ἔθρεψε Hom. (та), которая меня родила и выкормила; τρεφόμενος Her. младенец; θρέψασθαι [[υἱόν]] Hom. вырастить (себе) сына; ἐν τῇ σῇ οἰκίᾳ γέγονε καὶ τέθραπται Plat. он родился и вырос в твоем доме; τεθραμμένος Aesch. и ὁ [[τραφείς]] Soph. питомец; ἐν φιλοσοφίᾳ τεθραμμένοι Plat. воспитавшиеся на философии; [[ἄγρια]], τάτε τρέφει [[ὕλη]] Hom. звери, питомцы леса; ἡ θρεψαμένη γῆ Luc. вскормившая (нас) земля; ἡ θρέψασα (sc. γῆ) Polyb. родина;<br /><b class="num">4)</b> кормить, (со)держать (δούλους Xen.): [[ὕεσσι]] τ. ἀλοιφήν Hom. откармливать свиней; τρέφεσθαι [[ἀπό]] τινος Xen. жить (досл. кормиться) чем-л.; τ. τὰς [[ναῦς]] Thuc. содержать флот;<br /><b class="num">5)</b> [[выращивать]], [[разводить]] (ἵππους Hom.; ὄρνιθας Plat.): τ. [[ἔρνος]] ἐλαίης Hom. выращивать масличное дерево; φάρμακα, ὅσα τρέφει [[χθών]] Hom. целебные зелья, которые производит земля;<br /><b class="num">6)</b> [[отпускать]], [[отращивать]] (χαίτην Hom.; κόμην Her.);<br /><b class="num">7)</b> перен. [[питать]], [[поддерживать]] ([[πῦρ]] Plut.; νόσον Soph.): ἐν ἐλπίσι τ. τι Soph. лелеять надежду на что-л.; ἐκ φόβου φόβον τ. Soph. беспрестанно тревожиться; τ. τὴν γλώσσαν ἡσυχωτέραν Soph. держать язык в большем покое, т. е. умерять свои речи; τἀληθὲν τ. Soph. знать истину;<br /><b class="num">8)</b> (только pf.) сделаться, стать: ὅ τι τέτροφεν ἄφιλόν τινι Soph. то, что стало ненавистным кому-л.
|lstext='''τρέφω''': Ὅμηρ., κλπ., Δωρ. [[τράφω]] (ἴδε ἐν λέξει), μέλλ. θρέψω Ἀττικ.· ἀόρ. α΄ ἔθρεψα, Ἐπικ. θρέψα Ἰλ. Β. 548· ἀόρ. β΄ ἔτρᾰφον, ἴδε κατωτ. Β· πρκμ. [[τέτροφα]] ἀμεταβ., Ὀδ. Ψ. 237, (συν-) Ἱππ. 307. 23 ἀλλὰ μεταβ., Σοφ. Ο. Κ. 186, Ἀνθ. Π. παράρτ. 111· [[ὡσαύτως]], τέτρᾰφα Πολύβ. 12. 25, Βεκκῆρ., καὶ Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 577, [[τέτροφα]] Δινδ.· ὑπερσ. ἐτετράφη ἀμεταβ. Βαβρ. σ. 2. - Μέσ., μέλλ. θρέψομαι ἐπὶ παθητ. σημασίας, Ἱππ. 234. 40 (κατὰ διόρθωσιν τοῦ Littré), 243. 10, Θουκ. 7. 49, κλπ.· ἀόρ. ἐθρεψάμην Πινδ. Ο. 6. 78, Ἀττ. - Παθ., μέλλ. τρᾰφήσομαι Ψευδο-Δημ. 1399. 16, Διον. Ἁλικ. 8. 41, κλπ., ἀλλὰ παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφεῦσιν ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ θρέψομαι (ἴδε ἀνωτ.)· ἀόρ. α΄ ἐθρέφθην Ἡσ. Θεογ. 198, σπάνιον παρ’ Ἀττικ., Εὐρ. Ἑκάβ. 351, 600, Πλάτ. Πολιτικ. 310Α· ἀόρ. β΄ ἐτράφην [ᾰ] Ἰλ. Ψ. 84, καὶ ὁ [[συνήθης]] [[τύπος]] παρ’ Ἀττικ.· Ἐπικ. γ΄ πληθ. ἔτραφεν Ἰλ. Ψ. 348· - πρκμ. τέθραμμαι Εὐρ., κλπ.· β΄ πληθ. τέθραφθε Πλάτ. Νόμ. 625Α (συντέτραφθε φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] [[ἁμάρτημα]] ἐν Ξεν. Κύρ. 6. 4, 14, [[ἐπειδὴ]] ὁ [[τύπος]] [[οὗτος]] ἀνήκει εἰς τὸ [[ῥῆμα]] [[τρέπω]]), ἀπαρ. τεθράφθαι Πλάτ. Γοργ. 525Α, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 24 (καὶ [[ἐνταῦθα]] μετὰ διαφόρ. γραφ. τετρ-). (Ἐκ τῆς √ ΤΡΕΦ ἐπὶ τῆς σημασίας Ι παράγονται αἱ λέξεις τρόφις, ταρφύς, τάρφος, τραφερή, τροφαλίς, θρόμβος· ἐπὶ δὲ τῆς σημασίας ΙΙ, αἱ λέξεις τροφή, τροφός, κλπ. Ι. Κυρίως ὡς τὸ [[πήγνυμι]], συμπυκνῶ, πυκνὸν ποιῶ, «πήζω» ἢ παγώνω ὑγρόν τι, [[αὐτίκα]] δ’ ἥμισυ μὲν θρέψας λευκοῖο γάλακτος πλεκτοῖς ἐν ταλάροισιν ἀμησάμενος κατέθηκεν Ὀδ. Ι. 246· τυρὸν τρέφειν Θεόκρ. 25. 106. - Παθ., μετὰ πρκμ. ἐνεργ. [[τέτροφα]], [[γίνομαι]] [[στερεός]], συμπυκνοῦμαι, συμπήγνυμαι, «πήζω», [[γάλα]] τρεφόμενον τυρὸν ἐργάζεσθαι Αἰλ. περὶ Ζ. 16. 32· πολλὴ δὲ περὶ χροῒ τέτροφεν [[ἅλμη]] («τέτροφε, [[πέπηγε]]» Σχόλ.) Ὀδ. Ψ. 237· πρβλ. [[περιτρέφω]]. ΙΙ. [[κάμνω]] τι νὰ αὐξήσῃ, [[παρέχω]] τροφήν, ὡς καὶ νῦν, [[τρέφω]], [[ἀνατρέφω]], ὅσ’ ἔτρεφε τυτθὸν ἐόντα Ἰλ. Θ. 283· μ’ ἔτεχ’, ἥ μ’ ἔθρεψε Ὀδ. Β. 131, πρβλ. Μ. 134· εὖ ἔτρεφεν ἠδ’ ἀτίταλλεν Ἰλ. Π. 191, πρβλ. Ἰδ. Τ. 354· ἐγώ σ’ ἔθρεψα, σὺν δὲ γηρᾶναι [[θέλω]] Αἰσχύλ. Χο. 908, πρβλ. Ἱκ. 894· τρ. [[μέχρι]] ἥβης Θουκ. 2. 46· γεννᾶν καὶ τρ. Πλάτ. Πολιτ. 274Α· τρ. τε καὶ αὔξειν μέγαν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 565C· μετὰ συστοίχου αἰτ., τρ. τινα τροφήν τινα, ἀνατρέφειν τινὰ κατά τινα ἰδιαίτερον τρόπον, Ἡρόδ. 2. 2. - Μέσ., [[ἀνατρέφω]] δι’ ἐμαυτόν, θρέψαιό τε φαίδιμον υἱὸν Ὀδ. Τ. 368, πρβλ. Πινδ. Ο. 6. 78· τεκοῦσα τόνδ’... ἐθρεψάμην Αἰσχύλ. Χο. 928, Εὐρ., κλπ.· οἱ γεννήσαντες καὶ θρεψάμενοι Πλάτ. Νόμ. 717Β τεκὼν ἀρετὴν καὶ θρ. αὐτ. ἐν Συμπ. 212Α, πρβλ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 458. - Παθ., ἀνατρέφομαι, αὐξάνομαι, ὅς μοι [[τηλύγετος]] τρέφεται θαλίῃ ἔνι πολλῇ Ἰλ. Ι. 143· τῇ [[ὁμοῦ]] ἐτρεφόμην Ὀδ. Ο. 365· ἅμα [[τράφεν]] ἠδ’ ἐγένοντο Ἰλ. Α. 251, κλπ.· [[ἐπεὶ]] τράφη ἐνὶ μεγάρῳ, δηλ. ἀφ’ οὗ [[καλῶς]] ἀνεπτύχθη, ηὐξήθη, ἐμεγάλωσε, Β. 661· κάρτιστοι δὴ ἐκεῖνοι ἐπιχθονίων [[τράφεν]] ἀνδρῶν, ἐγένοντο οἱ ἰσχυρότατοι τῶν ἐπὶ τῆς γῆς ἀνδρῶν, Α. 266· ἐν τῇ σῇ οἰκίᾳ γέγονε καὶ τέθραπται, ἐγεννήθη καὶ ἀνετράφη, Πλάτ. Μένων 85Ε· - [[κυρίως]] [[παῖς]] ἐκαλεῖτο τρεφόμενος μόνον ἐφ’ ὅσον διετέλει ὑπὸ τὴν φροντίδα τῶν γυναικῶν, δηλ. [[μέχρι]] τοῦ πέμπτου ἔτους τῆς ἡλικίας του, Ἡρόδ. 1. 136· ἐξ ὅτου’τράφην ἐγώ, ἀπὸ τοῦ χρόνου καθ’ ὃν ἀπηλλάγην τῆς τροφοῦ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 322· - σύνηθες παρ’ Ἀττικοῖς, οὐδ. ἐν σκότοισι νηδύος τεθραμμένη Αἰσχύλ. Εὐμεν. 665, πρβλ. Ἑπτὰ ἐπὶ Θηβ. 754· ἦ που τραφεὶς μητέρος εὐγενοῦς ἄπο ὑψήλ’ ἐφώνεις Σοφοκλ. Αἴ. 1229· [[ὅπως]] πατρὸς δείξεις οἷος ἐξ οἵου’τράφης [[αὐτόθι]] 557· κρατίστου πατρός.. τραφεὶς ὁ αὐτ. ἐν Φιλοκτ. 3· παῖδες μητέρων τεθραμμέναι, γνήσια θρέμματα τῶν μητέρων σας, [[ὅπερ]] ὑπονοεῖ [[ὄνειδος]] ἐπὶ ἀνανδρίᾳ (εἰ πράγματι ἡ γραφὴ γνησία), Αἰσχύλ. Θήβ. 792· μιᾶς τρέφει πρὸς νυκτός, διέρχεσαι τὸν βίον σου ἐν μιᾷ ἀδιακόπῳ νυκτί, διατελεῖς ἐν διαρκεῖ σκότει, Σοφ. Ο. Τ. 374. 2) ἐπὶ δούλων, βοσκημάτων, κυνῶν καὶ τῶν τοιούτων, [[ἀνατρέφω]] καὶ διατηρῶ αὐτά, κύνας Ἰλ. Χ. 69, Ὀδ. Ξ. 22, κλπ.· ἵππους Ἰλ. Β. 766· λέοντος ἶνιν (ἴδε [[σίνις]]) Αἰσχύλ. Ἀγ. 717· μῆλα ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 946· ὄφιν Σοφ. Ἀποσπ. 219· ἰκτῖνα Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 525· ὄρτυγας ἔθρεψας σύ τινας ἤδη [[πώποτε]]; Εὔπολις ἐν «Πόλεσιν» 9· ὄρνιθας Πλάτ. Θεαίτ. 197C· οἱ τρέφοντες (ἐξυπακ. ἐλέφαντας), οἱ τρέφοντες καὶ φυλάττοντες αὐτούς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 6· τρ. παιδαγωγοὺς Αἰσχίν. 26. 32· [[ὡσαύτως]], τρ. γυναῖκα Εὐρ. Ι. Α. 749· ἔστιν δ’ [[ἑταίρα]] τῷ τρέφοντι συμφορὰ Ἀντιφ. ἐν «Ἀγροίκῳ» 2, Δίφιλος ἐν Ἀδήλ. 2· ὁ τρέφων, ὁ [[δεσπότης]], Νικόλ. ἐν Ἀδήλ. 1. 11, 36 - μεταφορ., αἰγιαλὸν [[ἔνδον]] τρέφει, διατηρεῖ ὁλόκληρον αἰγιαλὸν εἰς τὴν οἰκίαν του, Ἀριστοφ. Σφ. 110. - Παθ., τρέφομαι, ἀνατρέφομαι, [[δοῦλος]] οὐκ [[ὠνητός]], ἀλλ’ [[οἴκοι]] τραφεὶς Σοφ. Ο. Τ. 1133, κλπ. 3) περιποιοῦμαι, [[περιθάλπω]], Λατ. colere, τὸν μὲν ἐγὼ φίλεόν τε καὶ ἐτρ..., ἐπὶ τῆς Καλυψοῦς, Ὀδ. Ε. 135., Η. 256 - [[οὕτως]], ἐπὶ φυτῶν, Ἰλ. Ρ. 53., Σ. 57, Ὀδ. Ξ. 175. 4) ἐπὶ μερῶν τοῦ σώματος, ἀφίνω τι νὰ τραφῇ, νὰ αὐξηθῇ, νὰ μεγαλώσῃ, [[τρέφω]], μεγαλώνω τι, διά τινα, ξανθὴν ἀπεκείρατο χαίτην, τήν ῥα Σπερχειῷ ποταμῷ τρέφε τηλεθόωσαν, «ἣν δὴ ἔτρεφε περικαλλῆ καὶ ἀκμαίαν Σπερχειῷ τῷ ποταμῷ (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ψ. 142 τῷ θεῷ πλόκαμον τρ. Εὐρ. Βάκχ. 494· τρ. ὑπήνην Ἀριστοφ. Σφ. 477· τρ. κόμην = κομᾶν, Λατ. comam a ere, Ἡρόδ. 1. 82· - [[ὡσαύτως]], τά θ’ ὕεσσι τρέφει τεθαλυῖαν ἀλοιφήν, τά τε συντελοῦντα πρὸς πάχυνσιν τῶν χοίρων, Ὀδ. Ν. 410· τεθραμμένη εἰς πολυσαρκίαν Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 22. 5) παρὰ ποιηταῖς ἐπὶ τῆς γῆς καὶ τῆς θαλάσσης, [[τρέφω]], [[παράγω]], εἶμαι [[πλήρης]] τινός, οὐδὲν ἀκιδνότερον [[γαῖα]] τρ. ἀνθρώπου Ὀδ. Σ. 130· ὕλη τρέφει ἄγρια Ε. 52· χθὼν τρέφει φάρμακα Λ. 741· ὅσ’ [[ἤπειρος]]... τρέφει ἠδὲ [[θάλασσα]] Ἡσ. Θεογ. 582· πολλὰ γᾶ τρέφει δεινὰ Αἰσχύλ. Χο. 585, πρβλ. 128, Εὐρ. Ἑκ. 1181· [[θάλασσα]]... τρέφουσα πορφύραν Αἰσχύλ. Ἀγ. 959· ὃν [ναύταν] [[πόντος]] τρ. Πινδ. Ι. 1. 68 σπάνιον ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ἀεί τι [[Λιβύη]] τρέφει καινὸν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 7, 12. 6) Παρὰ ποιηταῖς [[ὡσαύτως]], ἔχω ἐν ἐμαυτῷ, [[περιλαμβάνω]], [[περιέχω]], ὅτι καὶ [[πόλις]] τέτροφεν ἄφιλον Σοφ. Ο. Κ. 186, πρβλ. Τρ. 817· τρέφειν τὴν γλῶσσαν ἡσυχωτέραν, τηρεῖν αὐτὴν ἡσυχωτέραν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1089· ἡ [[γλῶσσα]] τὸν θυμὸν δεινὸν τρ. ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 1124· τἀληθὲς γὰρ ἰσχῦον [[τρέφω]] ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 356· (οὕτω παρὰ Πλάτ., τρ. ἰσχυρὸν τὸ ἐλεεινὸν Πολ. 606Β)· νόσον τρ. Σοφ. Φ. 795· ἐκ φόβου φόβον τρ. ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 28· ἄταν ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 644· οἵας λατρείας... τρέφει, ὁποίας ὑπηρεσίας συνεχῶς ἐκτελεῖ, ὁ αὐτ. 503· ἐν ἐλπίσιν τρέφειν ἥξειν..., ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 897· οὕτω δὲ τὸν Καδμογενῆ τρέφει (στρέφει κατὰ Reiske), τὸ δ’ αὔξει, βιότου πολύπονον [[ὥσπερ]] [[πέλαγος]] Κρήσιον ὁ αὐτ. ἐν Τραχ. 117, [[ἔνθα]] ὁ Jebb συντάσσει: «βιότου πολύπονον ([[πέλαγος]]), [[ὥσπερ]] [[πέλαγος]] Κρήσιον (τὸ μὲν) στρέφει τὸ δ’ αὔξει τὸν Καδμογενῆ», ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ. ΙΙΙ. [[τρέφω]], διατηρῶ. τρ. ἀνδρὸς [[μόχθος]] ἡμένας ἔσω Αἰσχύλ. Χο. 921, πρβλ. Πινδ. Ο. 9. 160· τρ. Ἥλιος χθονὸς φύσιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 633· τρ. τὸν πατέρα Αἰσχίν. 3. 1· τὴν οἰκίαν Δημ. 1367. 23· - Παθ., οὐ δίκαιον τρέφεσθαι ὑπὸ πατρὸς υἱὸν ἡβῶντα Πλάτ. Πολ. 568E· τὰ κτήνη χιλῷ ἐτρ. Ξεν. Ἀν. 4. 5, 25· γάλακτι, τυρῷ, κρέασι τρ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 4. 3, 10· [[ὡσαύτως]], τρ. ἀπό τινος Πλάτ. Πρωτ. 313C, Ξεν. κλπ.· ἔκ τινος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1479, Πλάτ. Πολ. 372B. 2) ἐν ἱστορικοῖς συγγραφ. διατηρῶ, [[διατρέφω]] [[στράτευμα]], Θουκ. 4. 83, Ξεν. Ἀν. 1. 1, 9· τρ. τὰς [[ναῦς]] Θουκ. 8. 44, Ξεν.· τρ. τὸ ναυτικὸν ἀπὸ τῶν νήσων Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 9, πρβλ. Ἀν. 7. 4, 11, κλπ. 3) ἐπὶ γῆς, [[διατρέφω]], διατηρῶ τινα, τρέφει γὰρ [[οὗτος]] [ὁ ἀγρὸς] ... με Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 12. 2· κακῶς τρέφοντα χωρί’ ἀνδρείους ποιεῖ Μένανδρος ἐν «Ἀνεψιοῖς» 3· ἀγρὸς τρέφων [[καλῶς]] αὐτ. ἐν «Ὑδρίᾳ» 1. IV. [[ἀνατρέφω]], [[ἐκπαιδεύω]], Ἡσ. Ἀποσπ. 86 Göttl., Πινδ. Ν. 3. 93, Πλάτ. Πολ. 391C, τλπ.· τῷ λόγῳ τρ. καὶ παιδεύειν [[αὐτόθι]] 534D· θρ. καὶ παιδεῦσαι Δημ. 1351. 7· Δήμητερ ἡ θρέψασα τὴν ἐμὴν φρένα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 393· ἡ θρέψασα (ἐνν. γῆ), ἡ [[πατρίς]], Λυκοῦργ. 153. 42 -[[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, θρέψασθαι ἐν τοῖς αὐτοῖς ἤθεσιν Πλάτ. Νόμ. 695E, πρβλ. Λυκοῦργ. 158. 30. - Παθ., κάλλιστα, ὀρθῶς, εὖ τραφῆναι Πλάτ. Πολ. 401D, Ἀλκ. 1. 120E· παιδείᾳ, ἐν [[ταύτῃ]] τῇ παιδείᾳ τρ. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 695C, Ξεν. 1. 16· ἐν πολυτρόποις ξυμφοραῖς Θουκ. 2. 44· ἐν φιλοσοφίᾳ, ἐν χλιδῇ, ἐν ἐλευθερίᾳ, κλπ., Πλάτ. Ξεν., κλπ.· ἐν ἄλλοις νόμοις Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 6, 1. V. τὸ παθ. [[ἐνίοτε]] κατήντησε νὰ σημαίνῃ ὀλίγον περισσότερον τοῦ [[ὑπάρχω]], ἐπ’ ἐμοὶ πολέμιον ἐτράφη (ἐξυπακ. τὸ γένος) Ἀριστοφ. Ὄρν. 335, πρβλ. Θεσμ. 141. Β. Ὁ [[Ὅμηρος]] ποιεῖται χρῆσιν τοῦ ἀμεταβ. ἐνεργ. ἀορ. β΄ ἔτραφον = τῷ παθητ. ἐτράφην (ὡς πρκμ. [[τέτροφα]] = τέθραμμαι), ὅς... ἔτραφ’ ἄριστος Ἰλ. Φ. 279· λέοντε ἐτραφέτην ὑπὸ μητρὶ Ε. 555· τραφέμεν (Ἰωνικ. ἀντὶ τραφεῖν) Η. 199, Ὀδ. Γ. 28, κλπ.· - ὁ ἀόρ. β΄ κεῖται ὡς μεταβ. μόνον ἐν Ἰλ. Ψ. 90, ἔτραφέ τ’ [[ἐνδυκέως]] ([[ἴσως]] ἔπρεπε νὰ ἀναγνωσθῇ ἔτρεφεν), τὸ δὲ τράφε παρὰ Πινδ. ἐν Ν. 3. 92 [[εἶναι]] Δωρ. παρατ.· τἀνάπαλιν γραμματικοί τινες ἀνεγίνωσκον ἐν Ιλ. Ψ. 84, ὡς [[ὁμοῦ]] ἐτράφεμέν περ, [[ἔνθα]] νῦν ἀλλ. [[ὁμοῦ]], ὡς ἐτράφην περ. Παρὰ μεταγεν. ὁ ἀόρ. [[οὗτος]] κατέστη [[ἄχρηστος]], εἰ μὴ παρ’ Ἐπικ. μιμηταῖς, [[οἷον]] παρὰ Καλλ. εἰς Δία 55, Ὀππ. Ἁλ. 1. 774. 2) ἐπὶ τροφῆς, [[τρέφω]], εἶμαι θρεπτικός, Ἀριστ. περὶ Φυτ. 2. 6, 2.
}}
{{elnl
|elnltext=τρέφω, Dor. ook τράφω [~ θρόμβος] aor. ἔθρεψα, ep. ἔτραφον, pass. ἐθρέφθην en ἐτράφην; perf. τέτροφα en τέτραφα, med. τέθραμμαι; fut. θρέψω met acc. doen stollen, stremmen:. ἥμισυ μὲν θρέψας λευκοῖο γάλακτος na de helft van de witte melk gestremd te hebben Od. 9.246; ἄλλος τρέφε πίονα τυρόν een ander stremde vette kaas Theocr. Id. 25.106. voeden, doen groeien:; χαίτην τήν ῥα Σπερχειῷ... τρέφε τηλεθόωσαν zijn hoofdhaar dat hij lang had laten groeien voor de (rivier) Spercheius Il. 23.142; τὰ θ’ ὕεσσι τρέφει ἀλοιφήν (het voer) dat bij de varkens het vet doet groeien Od. 13.410; τοῦ τρέφοντος Ἡλίου χθονὸς φύσιν Helios die al wat op de aarde groeit voedt Aeschl. Ag. 633; ὑπήνην τρέφειν een baard laten groeien Aristoph. Ve. 476; med. refl.: σῖτος ᾧ θρεψόμεθα graan om ons mee te voeden Xen. An. 6.5.20. grootbrengen (van kinderen):; καί μ’ ἔτρεφον αὐτοί en zij hebben mij persoonlijk grootgebracht Od. 14.141; οὓς... τρέφεις καὶ παιδεύεις (je kinderen), die je grootbrengt en opvoedt Plat. Resp. 534d; ook med.:; θρέψασθαι φαίδιμον υἱόν je schitterende zoon grootbrengen Od. 19.368; τεκοῦσα τόνδ’ ὄφιν ἐθρεψάμην als een slang heb ik hem gebaard en grootgebracht Aeschl. Ch. 928; pass. gevoed worden, grootgebracht worden:. οἵω... λέοντε δύω... ἐτραφέτην ὑπὸ μητρί zoals een tweetal leeuwen is grootgebracht onder de zorgen van hun moeder Il. 5.555; τρεφόμενος de kleuter Hdt. 1.136.2. voortbrengen:. φάρμακα... ὅσα τρέφει εὐρεῖα χθών alle kruiden die de weidse aarde voortbrengt Il. 11.741; οὐδὲν ἀκιδνότερον γαῖα τρέφει ἀνθρώποιο de aarde brengt niets zwakkers voort dan de mens Od. 18.130. fokken, verzorgen, onderhouden:; τὰς ἐν Πηρείῃ θρέψ’... Ἀπόλλων deze (merries) had Apollo in Pereia gefokt Il. 2.766; οἷον δὲ τρέφει ἔρνος ἀνήρ... ἐλαίης en zoals een man de loot van een olijfboom verzorgt Il. 17.53; κύνες οὓς τρέφον ἐν μεγάροισι de honden die ik in mijn paleis hield Il. 22.69; τοὺς παῖδας... ἡ πόλις μέχρι ἥβης θρέψει hun kinderen zal de staat onderhouden tot aan hun volwassenheid Thuc. 2.46.1; τρέφειν τὰς ναῦς de schepen onderhouden Thuc. 8.44.1; overdr. van emoties e.d.: bij zich dragen, koesteren:. μίασμα χώρας... ἐλαύνειν μηδ’ ἀνήκεστον τρέφειν de bezoedeling van ons land verdrijven en niet als ongeneeslijke ziekte bij ons dragen Soph. OT 98; τρέφειν τὴν γλῶσσαν ἡσυχωτέραν uw tong rustiger houden Soph. Ant. 1089; ἐν ἐλπίσιν τρέφω... ἥξειν ik koester de hoop dat ik zal komen Soph. Ant. 897. med.-pass., intrans., ook met ep. them. aor. ἔτραφον en perf. τέτροφα, ontstaan, groeien:; τῷ δ’ ἔνι κούρη ἐθρέφθη daarin groeide een meisje Hes. Th. 192; opgroeien:; ὅς μοι τηλύγετος τρέφεται θαλίῃ ἔνι πολλῇ (Orestes) mijn jeugdige zoon, die in grote weelde opgroeit Il. 9.143; ὡς ἐτράφην περ ἐν ὑμετέροισι δόμοισιν zoals ik ben opgegroeid in jullie huis Il. 23.84; ὅς ἐνθάδε γ’ ἔτραφ’ ἄριστος de beste man die hier is opgegroeid Il. 21.279; perf. vastgegroeid zitten:. πολλὴ περὶ χροῒ τέτροφεν ἅλμη er zat een dikke laag zeezout op zijn huid gekoekt Od. 23.237.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj