τριήρης: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ης, ες ; <i>gén. ion.</i> εος, <i>att.</i> ους;<br />à trois rangs de rames ; ἡ [[τριήρης]] ([[ναῦς]]) navire à trois rang de rames, trière (vaisseau de guerre <i>ou</i> de transport).<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], ἄρω.
|btext=ης, ες ; <i>gén. ion.</i> εος, <i>att.</i> ους;<br />à trois rangs de rames ; ἡ [[τριήρης]] ([[ναῦς]]) navire à trois rang de rames, trière (vaisseau de guerre <i>ou</i> de transport).<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], ἄρω.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''τριήρης''': (ἐξυπακ. [[ναῦς]]), ἡ, γενικ. εος, ους, Ἰων. ευς Ἱππῶν. 40· αἰτ. εα, η, (ἀλλὰ τριήρην, Ἐπιγραφ. ἐν Böckh’s Urkunden σ. 422. 34)· ὀνομ. πληθ. εες, εις· γεν. τριηρέων (οὐχὶ τριήρεων, ὡς Θωμᾶς ὁ Μάγιστρ. γράφει) Ἡρόδ. 7. 89· [[ἐντεῦθεν]] ὁ Χοιροβοσκ. ἐν Καν. γράφει [[συνῃρημένως]] τριηρῶν, οὐχὶ τριήρων, ὡς ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις τοῦ Θουκ. 6. 46, Ξεν. Ἑλλ. 1. 4. 11, Δημ. 180. 16, ἴδε Chandl. Gr. Acc. σ. 184· γεν. δυϊκοῦ τριήροιν (οῖν;), Ξεν. Ἑλλ. 1. 5, 19 ([[τρίς]], -[[ήρης]], ὃ ἴδε). Λατιν. triremis, [[πλοῖον]] ἔχον [[τρεῖς]] σειρὰς κωπῶν [[ἑκατέρωθεν]] τεταγμένας πλαγίως ἢ ἐν εἴδει βαθμίδων, καὶ ἦτο τοῦτο τὸ σύνηθες πολεμικὸν [[πλοῖον]] τῶν Ἑλλήνων, ([[ναῦς]] μακρά), πρῶτον παρ’ Ἡροδ. 2. 159, κλπ. Τριήρεις κατὰ πρῶτον ἐναυπήγησαν οἱ Κορίνθιοι, Θουκ. 1, 13. Οἱ κατώτατοι ἐρέται ἐκαλοῦντο θαλάμιοι, οἱ μέσοι ζυγῖται, καὶ οἱ ἀνώτατοι θρανῖται (ἴδε τὰς λέξεις)· ἑκάστη δὲ [[κώπη]] ἠλαύνετο ὑφ’ [[ἑνός]] ἐρέτου. Αἱ τριήρεις ἐξηκολούθουν νὰ [[εἶναι]] τὰ μέγιστα πολεμικὰ πλοῖα [[μέχρι]] [[περίπου]] τοῦ τέλους τοῦ Πελοποννησιακοῦ πολέμου· μετὰ [[ταῦτα]] πλοῖα μὲ τέσσαρας καὶ μὲ [[πέντε]] σειρὰς κωπῶν (τετρήρεις, πεντήρεις), κτλ., κατέστησαν κοινά· μνημονεύεται δὲ καὶ [[τεσσαρακοντήρης]] Πτολεμαίου τοῦ Φιλοπάτορος (Πλουτ. Δημήτρ. 43, Ἀθήν. 203D). Ἡ κατασκευὴ πλοίου μὲ [[τρεῖς]] σειρὰς κωπῶν ὡς [[εἶναι]] ἡ [[τριήρης]], δὲν παρουσιάζει μεγάλην δυσκολίαν καθ’ ἑαυτήν, ἀλλ’ [[ὅταν]] ὑπολογίσῃ τις τὸν πελώριον ὄγκον τεσσαρακοντήρους, ἢ ἔτι καὶ δεκήρους (αἵτινες λέξεις σημειωτέον ὅτι [[εἶναι]] αὐστηρῶς ἀνάλογοι πρὸς τὸ [[τριήρης]], triremis), τὸ [[ζήτημα]] τῆς ναυπηγίας τῶν ἀρχαίων καθίσταται [[λίαν]] δύσκολον καὶ δυσδιάλυτον, ἴδε Λεξικὸν τῶν Ἀρχαιοτ. ἐν λέξει. 2) μεταφορ., [[ποτήριον]] ἔχον τὸ [[σχῆμα]] πλοίου, φιάλας, τριήρεις, τραγελάφους Ἀντιφάνης ἐν «Χρυσίδι» 1. 4· ἕτερον [[τριήρης]]· τοῦτ’ [[ἴσως]] χωρεῖ χόα Ἐπίνικος ἐν «Ὑποβαλλομέναις» 1. 8, ἴδε Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 139 (x).
|elnltext=τριήρης -ους, zonder contr. -εος, [τρι -, ἐρέττω] triëre, drie-riemer (oorlogsschip met drie rijen roeiers).
}}
{{elru
|elrutext='''τριήρης:''' ους ἡ (gen. pl. [[τριήρων]] или τριηρῶν - ион. τριηρέων) триера, судно с тремя рядами гребцов Her., Thuc., Xen.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''τριήρης:''' (ενν. [[ναῦς]]), ἡ, γεν. <i>-εος</i>, <i>-ους</i>, Ιων. <i>-ευς</i>· αιτ. <i>-εα</i>, <i>-η</i>· ονομ. πληθ. <i>τριήρεες</i>, <i>τριήρεις</i>· γεν. <i>τριηρέων</i>, <i>τριηρῶν</i>· γεν. δυϊκοῦ <i>τριήροιν</i>· ([[τρίς]], -[[ήρης]])· Λατ. [[triremis]], [[πλοίο]] με [[τρεις]] σειρές κουπιών, ο πιο [[συνηθισμένος]] [[τύπος]] πολεμικού πλοίου των Ελλήνων, σε Ηρόδ. κ.λπ.· Τριήρεις [[πρώτα]] ναυπήγησαν οι Κορίνθιοι, σε Θουκ.· πρβλ. [[θαλάμιος]], [[ζυγίτης]], [[θρανίτης]].
|lsmtext='''τριήρης:''' (ενν. [[ναῦς]]), ἡ, γεν. <i>-εος</i>, <i>-ους</i>, Ιων. <i>-ευς</i>· αιτ. <i>-εα</i>, <i>-η</i>· ονομ. πληθ. <i>τριήρεες</i>, <i>τριήρεις</i>· γεν. <i>τριηρέων</i>, <i>τριηρῶν</i>· γεν. δυϊκοῦ <i>τριήροιν</i>· ([[τρίς]], -[[ήρης]])· Λατ. [[triremis]], [[πλοίο]] με [[τρεις]] σειρές κουπιών, ο πιο [[συνηθισμένος]] [[τύπος]] πολεμικού πλοίου των Ελλήνων, σε Ηρόδ. κ.λπ.· Τριήρεις [[πρώτα]] ναυπήγησαν οι Κορίνθιοι, σε Θουκ.· πρβλ. [[θαλάμιος]], [[ζυγίτης]], [[θρανίτης]].
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''τριήρης:''' ους (gen. pl. [[τριήρων]] или τριηρῶν - ион. τριηρέων) триера, судно с тремя рядами гребцов Her., Thuc., Xen.
|lstext='''τριήρης''': (ἐξυπακ. [[ναῦς]]), ἡ, γενικ. εος, ους, Ἰων. ευς Ἱππῶν. 40· αἰτ. εα, η, (ἀλλὰ τριήρην, Ἐπιγραφ. ἐν Böckh’s Urkunden σ. 422. 34)· ὀνομ. πληθ. εες, εις· γεν. τριηρέων (οὐχὶ τριήρεων, ὡς Θωμᾶς ὁ Μάγιστρ. γράφει) Ἡρόδ. 7. 89· [[ἐντεῦθεν]] ὁ Χοιροβοσκ. ἐν Καν. γράφει [[συνῃρημένως]] τριηρῶν, οὐχὶ τριήρων, ὡς ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις τοῦ Θουκ. 6. 46, Ξεν. Ἑλλ. 1. 4. 11, Δημ. 180. 16, ἴδε Chandl. Gr. Acc. σ. 184· γεν. δυϊκοῦ τριήροιν (οῖν;), Ξεν. Ἑλλ. 1. 5, 19 ([[τρίς]], -[[ήρης]], ὃ ἴδε). Λατιν. triremis, [[πλοῖον]] ἔχον [[τρεῖς]] σειρὰς κωπῶν [[ἑκατέρωθεν]] τεταγμένας πλαγίως ἢ ἐν εἴδει βαθμίδων, καὶ ἦτο τοῦτο τὸ σύνηθες πολεμικὸν [[πλοῖον]] τῶν Ἑλλήνων, ([[ναῦς]] μακρά), πρῶτον παρ’ Ἡροδ. 2. 159, κλπ. Τριήρεις κατὰ πρῶτον ἐναυπήγησαν οἱ Κορίνθιοι, Θουκ. 1, 13. Οἱ κατώτατοι ἐρέται ἐκαλοῦντο θαλάμιοι, οἱ μέσοι ζυγῖται, καὶ οἱ ἀνώτατοι θρανῖται (ἴδε τὰς λέξεις)· ἑκάστη δὲ [[κώπη]] ἠλαύνετο ὑφ’ [[ἑνός]] ἐρέτου. Αἱ τριήρεις ἐξηκολούθουν νὰ [[εἶναι]] τὰ μέγιστα πολεμικὰ πλοῖα [[μέχρι]] [[περίπου]] τοῦ τέλους τοῦ Πελοποννησιακοῦ πολέμου· μετὰ [[ταῦτα]] πλοῖα μὲ τέσσαρας καὶ μὲ [[πέντε]] σειρὰς κωπῶν (τετρήρεις, πεντήρεις), κτλ., κατέστησαν κοινά· μνημονεύεται δὲ καὶ [[τεσσαρακοντήρης]] Πτολεμαίου τοῦ Φιλοπάτορος (Πλουτ. Δημήτρ. 43, Ἀθήν. 203D). Ἡ κατασκευὴ πλοίου μὲ [[τρεῖς]] σειρὰς κωπῶν ὡς [[εἶναι]] ἡ [[τριήρης]], δὲν παρουσιάζει μεγάλην δυσκολίαν καθ’ ἑαυτήν, ἀλλ’ [[ὅταν]] ὑπολογίσῃ τις τὸν πελώριον ὄγκον τεσσαρακοντήρους, ἢ ἔτι καὶ δεκήρους (αἵτινες λέξεις σημειωτέον ὅτι [[εἶναι]] αὐστηρῶς ἀνάλογοι πρὸς τὸ [[τριήρης]], triremis), τὸ [[ζήτημα]] τῆς ναυπηγίας τῶν ἀρχαίων καθίσταται [[λίαν]] δύσκολον καὶ δυσδιάλυτον, ἴδε Λεξικὸν τῶν Ἀρχαιοτ. ἐν λέξει. 2) μεταφορ., [[ποτήριον]] ἔχον τὸ [[σχῆμα]] πλοίου, φιάλας, τριήρεις, τραγελάφους Ἀντιφάνης ἐν «Χρυσίδι» 1. 4· ἕτερον [[τριήρης]]· τοῦτ’ [[ἴσως]] χωρεῖ χόα Ἐπίνικος ἐν «Ὑποβαλλομέναις» 1. 8, ἴδε Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 139 (x).
}}
{{elnl
|elnltext=τριήρης -ους, zonder contr. -εος, [τρι -, ἐρέττω] triëre, drie-riemer (oorlogsschip met drie rijen roeiers).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj