συνδυαστικός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ή, όν :<br />apte à s'unir deux à deux.<br />'''Étymologie:''' [[συνδυάζω]].
|btext=ή, όν :<br />apte à s'unir deux à deux.<br />'''Étymologie:''' [[συνδυάζω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συνδυαστικός''': -ή, -όν, ἐπιρρεπὴς πρὸς συνδυασμόν, πρὸς συζυγικὴν ἢ κατὰ ζεύγη ζωήν, [[ἄνθρωπος]] γὰρ τῇ φύσει συνδυαστικὸν [[μᾶλλον]] ἢ πολιτικὸν Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 12, 7, πρβλ. Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. σ. 414. 41.
|elnltext=συνδυαστικός -ή -όν [συνδυάζω] geneigd om in paren of koppels te leven, in paren of koppels levend.
}}
{{elru
|elrutext='''συνδυαστικός:''' склонный к жизни парой, т. е. к браку Arst.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συνδυαστικός:''' -ή, -όν, αυτός που έχει την [[τάση]] να ζει κατά ζεύγη, σε Αριστ.
|lsmtext='''συνδυαστικός:''' -ή, -όν, αυτός που έχει την [[τάση]] να ζει κατά ζεύγη, σε Αριστ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συνδυαστικός:''' склонный к жизни парой, т. е. к браку Arst.
|lstext='''συνδυαστικός''': -ή, -όν, ἐπιρρεπὴς πρὸς συνδυασμόν, πρὸς συζυγικὴν ἢ κατὰ ζεύγη ζωήν, [[ἄνθρωπος]] γὰρ τῇ φύσει συνδυαστικὸν [[μᾶλλον]] ἢ πολιτικὸν Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 12, 7, πρβλ. Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. σ. 414. 41.
}}
{{elnl
|elnltext=συνδυαστικός -ή -όν [συνδυάζω] geneigd om in paren of koppels te leven, in paren of koppels levend.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[συνδυαστικός]], ή, όν<br />disposed to [[live]] in pairs, Arist.
|mdlsjtxt=[[συνδυαστικός]], ή, όν<br />disposed to [[live]] in pairs, Arist.
}}
}}