συνθάπτω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ensevelir avec : τινά τινι une personne avec une autre ; τινα ensevelir qqn avec (d'autres).<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[θάπτω]].
|btext=ensevelir avec : τινά τινι une personne avec une autre ; τινα ensevelir qqn avec (d'autres).<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[θάπτω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συνθάπτω''': [[θάπτω]] μετ’ ἄλλου, [[θάπτω]] [[ὁμοῦ]], ἢν μή τις [[ἄλλος]] τόνδε συνθάπτειν θέλῃ Αἰσχύλ. Θήβ. 1027, Σοφ. Αἴ. 1378, Εὐριπ., Πλάτ., κλπ.· [[κόσμος]] γ’ ἕτοιμος ᾧ σφε συνθάψει [[πόσις]] Εὐρ. Ἄλκ. 149, κτλ. ― Παθ., θάπτομαι [[ὁμοῦ]] ἢ μετά τινος, τινι, Ἡρόδ. 5. 5, Θουκ. 1. 8, Πλάτ., κλπ.
|elnltext=συν-θάπτω, Att. ook ξυνθάπτω, aor. pass. συνετάφην, perf. med. συντέθαμμαι met acc. samen begraven, helpen te begraven:; ἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃ als niemand zal willen helpen hem te begraven Aeschl. Sept. 1027; ook pass.. γνωσθέντες τῇ... σκευῇ τῶν ὅπλων ξυντεθαμμένῃ herkend aan de wapenrusting die met hen was begraven Thuc. 1.8.1. met acc. en dat. samen begraven met:; κόσμος... ᾧ σφε συνθάψει πόσις de uitdossing waarmee haar man haar zal begraven Eur. Alc. 149; ook pass.. συνετάφημεν οὖν αὐτῷ διὰ τοῦ βαπτίσματος we zijn dus door de doop samen met hem begraven NT Rom. 6.4.
}}
{{elru
|elrutext='''συνθάπτω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[хоронить вместе]] (τινί τινα Eur.): γνωσθέντες τῇ σκευῇ τῶν ὅπλων ξυντεθαμμένῃ Thuc. опознанные по форме погребенного вместе (с ними) оружия;<br /><b class="num">2)</b> [[участвовать в погребении]], [[хоронить]] (τὸν θανόντα Soph.).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''συνθάπτω:''' μέλ. <i>—ψω</i>, [[θάβω]] μαζί, [[βοηθώ]] στην [[ταφή]] κάποιου, σε Αισχύλ., Τραγ., Πλάτ. κ.λπ.· <i>τινά τινι</i>, [[θάβω]] κάποιον με τη [[βοήθεια]] κάποιου, σε Ευρ. — Παθ., θάβομαι μαζί με κάποιον, <i>τινί</i>, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
|lsmtext='''συνθάπτω:''' μέλ. <i>—ψω</i>, [[θάβω]] μαζί, [[βοηθώ]] στην [[ταφή]] κάποιου, σε Αισχύλ., Τραγ., Πλάτ. κ.λπ.· <i>τινά τινι</i>, [[θάβω]] κάποιον με τη [[βοήθεια]] κάποιου, σε Ευρ. — Παθ., θάβομαι μαζί με κάποιον, <i>τινί</i>, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συνθάπτω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[хоронить вместе]] (τινί τινα Eur.): γνωσθέντες τῇ σκευῇ τῶν ὅπλων ξυντεθαμμένῃ Thuc. опознанные по форме погребенного вместе (с ними) оружия;<br /><b class="num">2)</b> [[участвовать в погребении]], [[хоронить]] (τὸν θανόντα Soph.).
|lstext='''συνθάπτω''': [[θάπτω]] μετ’ ἄλλου, [[θάπτω]] [[ὁμοῦ]], ἢν μή τις [[ἄλλος]] τόνδε συνθάπτειν θέλῃ Αἰσχύλ. Θήβ. 1027, Σοφ. Αἴ. 1378, Εὐριπ., Πλάτ., κλπ.· [[κόσμος]] γ’ ἕτοιμος ᾧ σφε συνθάψει [[πόσις]] Εὐρ. Ἄλκ. 149, κτλ. ― Παθ., θάπτομαι [[ὁμοῦ]] ἢ μετά τινος, τινι, Ἡρόδ. 5. 5, Θουκ. 1. 8, Πλάτ., κλπ.
}}
{{elnl
|elnltext=συν-θάπτω, Att. ook ξυνθάπτω, aor. pass. συνετάφην, perf. med. συντέθαμμαι met acc. samen begraven, helpen te begraven:; ἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃ als niemand zal willen helpen hem te begraven Aeschl. Sept. 1027; ook pass.. γνωσθέντες τῇ... σκευῇ τῶν ὅπλων ξυντεθαμμένῃ herkend aan de wapenrusting die met hen was begraven Thuc. 1.8.1. met acc. en dat. samen begraven met:; κόσμος... ᾧ σφε συνθάψει πόσις de uitdossing waarmee haar man haar zal begraven Eur. Alc. 149; ook pass.. συνετάφημεν οὖν αὐτῷ διὰ τοῦ βαπτίσματος we zijn dus door de doop samen met hem begraven NT Rom. 6.4.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj