ἀληθής: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> vrai, sincère, franc;<br /><b>2</b> loyal, juste, équitable;<br /><b>3</b> véridique : τὸ ἀληθές, τὰ ἀληθῆ la vérité;<br /><b>4</b> véritable, réel ; <i>adv.</i> • τὸ ἀληθές PLAT véritablement, en réalité ; <i>avec chang. d'accent dans les interr.</i> • [[ἄληθες]] ; vraiment ? en vérité ? réellement ? ; qui se réalise : ἀρὰ [[ἀληθής]] ESCHL malédiction qui s'accomplit.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[λαθεῖν]].
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> vrai, sincère, franc;<br /><b>2</b> loyal, juste, équitable;<br /><b>3</b> véridique : τὸ ἀληθές, τὰ ἀληθῆ la vérité;<br /><b>4</b> véritable, réel ; <i>adv.</i> • τὸ ἀληθές PLAT véritablement, en réalité ; <i>avec chang. d'accent dans les interr.</i> • [[ἄληθες]] ; vraiment ? en vérité ? réellement ? ; qui se réalise : ἀρὰ [[ἀληθής]] ESCHL malédiction qui s'accomplit.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[λαθεῖν]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ἀληθής''': [ᾰ], Δωρ. ἀλᾱθής, ές, ([[λήθω]], = [[λανθάνω]], ἀληθὲς τὸ μὴ λῆθον, εἶπεν ὁ Ἡράκλειτος), ὁ μὴ κεκρυμμένος, μὴ ἀποκρυπτόμενος, ἄρα [[πραγματικός]], ἀντίθετον τῷ [[ψευδὴς]] ἢ τῷ κατὰ τὸ φαινόμενον: Ι. παρ’ Ὁμήρ. κατ’ ἀντίθ. τῷ ψευδής, ἐν φράσεσιν ἀληθέα μυθήσασθαι, εἰπεῖν ἀγορεύειν, ἀληθὲς [[ἐνισπεῖν]], Ἰλ. Ζ. 382, Ὀδ. Ν. 254, Γ. 254, 247, καὶ ἀλλ., παρ’ Ἡροδ. καὶ Ἀττ. τὸ ἀληθές, παρὰ Τραγ. μετὰ κράσ. [[τἀληθές]], Ἰων. τὠληθὲς (Ἡρόδ. 6. 68, 69), ἢ τὰ ἀληθῆ μετὰ κράσ. τἀλῃθῆ, κτλ. ἀληθέϊ λόγῳ χρεωμένῳ, Ἡρόδ. 1. 14, κτλ., ἀληθεστάτη [[πρόφασις]], Θουκ. 1. 23. 2) ἐπὶ προσώπων, [[φιλαλήθης]], [[τίμιος]], [[εἰλικρινής]], παρ’ Ὁμήρῳ [[ἅπαξ]] μόνον, ἀληθὴς [[γυνή]], Ἰλ. Μ. 433· [[οὕτως]], ἀλ. [[νόος]], Πινδ. Ο. 2. 167· [[κατήγορος]], Αἰσχύλ. Θήβ. 439· ἀλ. [[κριτής]], Θουκ. 3. 56· [[οἶνος]] ἀλ. ἐστι, «in vino veritas», Πλάτ. Συμπ. 217Ε, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 7· ἀληθὲς [[εἶναι]] δεῖ τὸ [[σεμνόν]], Μενάνδ. Ἄδηλ. 478. 3) ἐπὶ χρησμῶν, [[ἀληθής]] [[ἀψευδής]], [[βέβαιος]], Λατ. certus, ἀλαθέα μαντίων θῶκον, Πινδ. Π. 11, 11· πρβλ. Εὐρ. Ἴων 1537, Σοφ. Φ. 993· ἐπὶ ὀνείρων, Αἰσχύλ, Θήβ. 692· πρβλ. [[ἀλήθεια]], 1. 4. ΙΙ. ἐπὶ ἰδιοτήτων ἢ ἐπὶ συμβάντων, [[ἀληθής]], [[πραγματικός]], φίλος, Εὐρ. Ὀρ. 414, καὶ ἀλλ., τὸ πραχθέν, Ἀντιφῶν 112. 15. 2) τὸ ἐπαληθεῦον ἑαυτό, τὸ ἐκπληρούμενον, ἀρά, Αἰσχύλ. Θήβ. 946· πρβλ. Εὐμ. 796, καὶ ἴδε [[ἀληθινός]]. ΙΙΙ. ἐπίρρ. ἀληθῶς, Ἰων. -θέως, ἀληθῶς, Σιμων. 5, Ἡρόδ. 1. 11, καὶ ἀλλ. Αἰσχύλ. Ἱκ. 310, κτλ. β) πράγματι, [[ὄντως]], γένος, τὸ δὴ Ζηνός ἐστιν ἀληθῶς, [[αὐτόθι]] 585· ἀλ. οὐδὲν ἐξῃκασμένα, ὁ αὐτ. Ἀγ. 1244· οὕτω Θουκ. 1. 22, κτλ., τὴν ἀληθῶς μουσικὴν (ἐνν. οὖσαν), Ἀντιφάν. ἐν «Τριταγωνιστῇ» 1. 6· [[ὡσαύτως]], ὡς ἀληθῶς, Εὐρ. Ὀρ. 730, Πλάτ. Φαῖδρ. 63Α, κτλ.· ἡ μὲν γὰρ ὡς ἀληθῶς [[μήτηρ]], Δημ. 563, 3· ὡς δὴ ἀληθέως, ὡς εἰ πράγματι, Ἡρόδ. 3. 156· οὕτω καὶ οἱ ἀληθέϊ λόγῳ βασιλέες, οἱ πράγματι, ὁ αὐτ. 1. 120. 2) [[ὡσαύτως]] οὐδ. ὡς ἐπίρρ. προπαροξυτόνως, ἄληθες; = itane? πράγματι; «[[ἀλήθεια]];» εἰρωνικῶς, Σοφ. Ο. Τ. 350, Ἀντ. 578, Εὐρ. Κύκλ. 241, Ἀριστοφ. Βάτρ. 840, Ὄρ. 174· πρβλ. ἐτεὸς ΙΙ: ― ἀλλὰ τὸ ἀληθές, κατ’ ἀλήθειαν, πράγματι, Λατ. revera, Πλάτ. Φαίδ. 102Β, κτλ.· οὕτω τὸ ἀληθέστατον, Θουκ. 7. 67.
|elnltext=[[ἀληθής]] -ές, Dor. ἀλᾱθής [ἀ-, [[λανθάνω]] Ion. adv. [[ἀληθέως]], Dor. [[ἀλαθέως]]<br /><b class="num">1.</b> waar:; ἀληθέϊ … λόγῳ χρεωμένῳ ‘[[om precies te zijn]]’ Hdt. 1.14.2; ἆρ’ ἀληθὲς [[μάτην]]; is het waar of onzin? Eur. Ion 275; van voorspellende verschijnselen, m. n. dromen en orakels; ook van een vloek:; ἀρὰν πατρῴαν τιθεὶς ἀλαθῆ die de vloek van de vader waarheid heeft gemaakt (d.w.z. in vervulling heeft doen gaan) Aeschl. Sept. 946; waarachtig, eerlijk, oprecht, van personen; ook overdr. van wijn, d.w.z. die personen de waarheid doet spreken; Plat. Smp. 217e; subst. n. τὸ ἀληθές, crasis [[τἀληθές]] (Ion. [[τὠληθές]]) de waarheid; ook plur. τἀληθῆ.<br /><b class="num">2.</b> werkelijk, echt:; ἡ ἀληθεστάτη [[πρόφασις]] de meest wezenlijke oorzaak Thuc. 1.23.6; ὡς [[ἀληθῶς]] werkelijk, echt; οἱ [[ἀληθῶς]] φιλόσοφοι de echte of ware filosofen Plat. Phaed. 64b; adv. acc. n. proparoxyt. in vragen: [[ἄληθες]]; werkelijk? echt?<br /><b class="num">3.</b> oplettend, nauwgezet:. [[γυνή]]... [[ἀληθής]] een nauwgezette vrouw Il. 12.433.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀληθής:''' дор. [[ἀλαθής|ἀλᾱθής]]<br /><b class="num">1)</b> [[говорящий правду]], [[правдивый]] ([[γυνή]] Hom.; [[κατήγορος]] Aesch., Plut.; [[κριτής]] Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> [[истинный]], [[верный]], [[подлинный]], [[достоверный]] ([[λόγος]] Her.; [[πρόφασις]] Theocr.; [[φίλος]] Eur.; [[ἀρετή]] Plat.; [[μαρτυρία]] Plut.): ἀρὰν ἀλαθῆ [[θεῖναι]] Aesch. осуществить проклятье;<br /><b class="num">3)</b> [[искренний]] ([[νόος]] Pind.).
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: [[true]], [[real]] (Il.).<br />Dialectal forms: Dor. [[ἀλαθής]]<br />Derivatives: [[ἀληθείη]], <b class="b3">-εία</b> and [[ἀλήθεια]] (younger, Schwyzer 469) [[truth]], [[reality]]. - Verb: [[ἀληθεύω]] [[speak the truth]] (S.)<br />Origin: IE [Indo-European] [651] <b class="b2">*leh₂dʰ-</b> [[be hidden]]<br />Etymology: [[ἀληθής]] can be a compound with [[α]] privativum and <b class="b3">*λῆθος</b>, Dor. [[λᾶθος]], or [[λήθη]], or [[λήθω]], with <b class="b3">λαθ-</b> meaning [[be hidden]], [[be unknown]]. Cf. W. Luther "Wahrheit" und "Lüge". Borna-Leipzig 1935; Frisk GHÅ 41 (1935: 3), 18.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[α <i>privat.</i>,, [[λήθω]] = [[λανθάνω]]<br />unconcealed, true:<br /><b class="num">I.</b> true, opp. to [[ψευδής]], Hom.; τὸ ἀληθές, by crasis [[τἀληθές]], ionic [[τὠληθές]], and τὰ ἀληθῆ, by crasis τἀληθῆ the [[truth]], Hdt., [[attic]]<br /><b class="num">2.</b> of persons, [[truthful]], Il., [[attic]]<br /><b class="num">3.</b> of oracles and the like, true, [[coming]] true, Aesch., etc.<br /><b class="num">II.</b> adv. [[ἀληθῶς]], ionic -θέως, [[truly]], Hdt., etc.<br /><b class="num">2.</b> [[really]], [[actually]], in [[reality]], Aesch., Thuc., etc.; so, ὡς [[ἀληθῶς]] Eur., Plat., etc.<br /><b class="num">III.</b> neut. as adv., proparox. [[ἄληθες]]; [[itane]]? [[indeed]]? [[really]]? in [[sooth]]? [[ironically]], Soph., Eur., etc.<br /><b class="num">2.</b> τὸ ἀληθές [[really]] and [[truly]], Lat. [[revera]], Plat., etc.; so, τὸ ἀληθέστατον in [[very]] [[truth]], Thuc.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 37: Line 46:
|lsmtext='''ἀληθής:''' [ᾰ], Δωρ. ἀ-λᾱθής, <i>-ές</i> ([[α- στερητικό]], [[λήθω]] = [[λανθάνω]])· [[φανερός]], [[εμφανής]], [[αληθινός]]·<br /><b class="num">I.</b> [[αληθινός]], αντίθ. προς το [[ψευδής]], σε Όμηρ.· <i>τὸ ἀληθές</i>, με [[κράση]] [[τἀληθές]], Ιων. [[τὠληθές]] και <i>τὰ ἀληθῆ</i>, με [[κράση]] <i>τἀληθῆ</i>, η [[αλήθεια]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[ειλικρινής]], σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για χρησμούς κι άλλα παρόμοια, [[αληθής]], αυτός που επαληθεύεται, πραγματοποιείται, σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. [[ἀληθῶς]], Ιων. <i>-θέως</i>,<br /><b class="num">1.</b> αληθινά, ειλικρινά, πραγματικά, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[πράγματι]], όντως, στην [[πραγματικότητα]], σε Αισχύλ., Θουκ. κ.λπ.· ομοίως και, ὡς [[ἀληθῶς]], σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> ουδ. ως επίρρ., προπαροξ. [[ἄληθες]]; [[itane]]? [[πράγματι]]; [[αλήθεια]]; πραγματικά; ειρων. σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> <i>τὸ ἀληθές</i>, [[πράγματι]], Λατ. [[revera]], σε Πλάτ. κ.λπ.· ομοίως και <i>τὸ ἀληθέστατον</i>, πραγματικά, όντως, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀληθής:''' [ᾰ], Δωρ. ἀ-λᾱθής, <i>-ές</i> ([[α- στερητικό]], [[λήθω]] = [[λανθάνω]])· [[φανερός]], [[εμφανής]], [[αληθινός]]·<br /><b class="num">I.</b> [[αληθινός]], αντίθ. προς το [[ψευδής]], σε Όμηρ.· <i>τὸ ἀληθές</i>, με [[κράση]] [[τἀληθές]], Ιων. [[τὠληθές]] και <i>τὰ ἀληθῆ</i>, με [[κράση]] <i>τἀληθῆ</i>, η [[αλήθεια]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[ειλικρινής]], σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για χρησμούς κι άλλα παρόμοια, [[αληθής]], αυτός που επαληθεύεται, πραγματοποιείται, σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. [[ἀληθῶς]], Ιων. <i>-θέως</i>,<br /><b class="num">1.</b> αληθινά, ειλικρινά, πραγματικά, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[πράγματι]], όντως, στην [[πραγματικότητα]], σε Αισχύλ., Θουκ. κ.λπ.· ομοίως και, ὡς [[ἀληθῶς]], σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> ουδ. ως επίρρ., προπαροξ. [[ἄληθες]]; [[itane]]? [[πράγματι]]; [[αλήθεια]]; πραγματικά; ειρων. σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> <i>τὸ ἀληθές</i>, [[πράγματι]], Λατ. [[revera]], σε Πλάτ. κ.λπ.· ομοίως και <i>τὸ ἀληθέστατον</i>, πραγματικά, όντως, σε Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ἀληθής:''' дор. [[ἀλαθής|ἀλᾱθής]]<br /><b class="num">1)</b> [[говорящий правду]], [[правдивый]] ([[γυνή]] Hom.; [[κατήγορος]] Aesch., Plut.; [[κριτής]] Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> [[истинный]], [[верный]], [[подлинный]], [[достоверный]] ([[λόγος]] Her.; [[πρόφασις]] Theocr.; [[φίλος]] Eur.; [[ἀρετή]] Plat.; [[μαρτυρία]] Plut.): ἀρὰν ἀλαθῆ [[θεῖναι]] Aesch. осуществить проклятье;<br /><b class="num">3)</b> [[искренний]] ([[νόος]] Pind.).
|lstext='''ἀληθής''': [ᾰ], Δωρ. ἀλᾱθής, ές, ([[λήθω]], = [[λανθάνω]], ἀληθὲς τὸ μὴ λῆθον, εἶπεν ὁ Ἡράκλειτος), ὁ μὴ κεκρυμμένος, μὴ ἀποκρυπτόμενος, ἄρα [[πραγματικός]], ἀντίθετον τῷ [[ψευδὴς]] ἢ τῷ κατὰ τὸ φαινόμενον: Ι. παρ’ Ὁμήρ. κατ’ ἀντίθ. τῷ ψευδής, ἐν φράσεσιν ἀληθέα μυθήσασθαι, εἰπεῖν ἀγορεύειν, ἀληθὲς [[ἐνισπεῖν]], Ἰλ. Ζ. 382, Ὀδ. Ν. 254, Γ. 254, 247, καὶ ἀλλ., παρ’ Ἡροδ. καὶ Ἀττ. τὸ ἀληθές, παρὰ Τραγ. μετὰ κράσ. [[τἀληθές]], Ἰων. τὠληθὲς (Ἡρόδ. 6. 68, 69), ἢ τὰ ἀληθῆ μετὰ κράσ. τἀλῃθῆ, κτλ. ἀληθέϊ λόγῳ χρεωμένῳ, Ἡρόδ. 1. 14, κτλ., ἀληθεστάτη [[πρόφασις]], Θουκ. 1. 23. 2) ἐπὶ προσώπων, [[φιλαλήθης]], [[τίμιος]], [[εἰλικρινής]], παρ’ Ὁμήρῳ [[ἅπαξ]] μόνον, ἀληθὴς [[γυνή]], Ἰλ. Μ. 433· [[οὕτως]], ἀλ. [[νόος]], Πινδ. Ο. 2. 167· [[κατήγορος]], Αἰσχύλ. Θήβ. 439· ἀλ. [[κριτής]], Θουκ. 3. 56· [[οἶνος]] ἀλ. ἐστι, «in vino veritas», Πλάτ. Συμπ. 217Ε, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 7· ἀληθὲς [[εἶναι]] δεῖ τὸ [[σεμνόν]], Μενάνδ. Ἄδηλ. 478. 3) ἐπὶ χρησμῶν, [[ἀληθής]] [[ἀψευδής]], [[βέβαιος]], Λατ. certus, ἀλαθέα μαντίων θῶκον, Πινδ. Π. 11, 11· πρβλ. Εὐρ. Ἴων 1537, Σοφ. Φ. 993· ἐπὶ ὀνείρων, Αἰσχύλ, Θήβ. 692· πρβλ. [[ἀλήθεια]], 1. 4. ΙΙ. ἐπὶ ἰδιοτήτων ἢ ἐπὶ συμβάντων, [[ἀληθής]], [[πραγματικός]], φίλος, Εὐρ. Ὀρ. 414, καὶ ἀλλ., τὸ πραχθέν, Ἀντιφῶν 112. 15. 2) τὸ ἐπαληθεῦον ἑαυτό, τὸ ἐκπληρούμενον, ἀρά, Αἰσχύλ. Θήβ. 946· πρβλ. Εὐμ. 796, καὶ ἴδε [[ἀληθινός]]. ΙΙΙ. ἐπίρρ. ἀληθῶς, Ἰων. -θέως, ἀληθῶς, Σιμων. 5, Ἡρόδ. 1. 11, καὶ ἀλλ. Αἰσχύλ. Ἱκ. 310, κτλ. β) πράγματι, [[ὄντως]], γένος, τὸ δὴ Ζηνός ἐστιν ἀληθῶς, [[αὐτόθι]] 585· ἀλ. οὐδὲν ἐξῃκασμένα, ὁ αὐτ. Ἀγ. 1244· οὕτω Θουκ. 1. 22, κτλ., τὴν ἀληθῶς μουσικὴν (ἐνν. οὖσαν), Ἀντιφάν. ἐν «Τριταγωνιστῇ» 1. 6· [[ὡσαύτως]], ὡς ἀληθῶς, Εὐρ. Ὀρ. 730, Πλάτ. Φαῖδρ. 63Α, κτλ.· ἡ μὲν γὰρ ὡς ἀληθῶς [[μήτηρ]], Δημ. 563, 3· ὡς δὴ ἀληθέως, ὡς εἰ πράγματι, Ἡρόδ. 3. 156· οὕτω καὶ οἱ ἀληθέϊ λόγῳ βασιλέες, οἱ πράγματι, ὁ αὐτ. 1. 120. 2) [[ὡσαύτως]] οὐδ. ὡς ἐπίρρ. προπαροξυτόνως, ἄληθες; = itane? πράγματι; «[[ἀλήθεια]];» εἰρωνικῶς, Σοφ. Ο. Τ. 350, Ἀντ. 578, Εὐρ. Κύκλ. 241, Ἀριστοφ. Βάτρ. 840, Ὄρ. 174· πρβλ. ἐτεὸς ΙΙ: ― ἀλλὰ τὸ ἀληθές, κατ’ ἀλήθειαν, πράγματι, Λατ. revera, Πλάτ. Φαίδ. 102Β, κτλ.· οὕτω τὸ ἀληθέστατον, Θουκ. 7. 67.
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: [[true]], [[real]] (Il.).<br />Dialectal forms: Dor. [[ἀλαθής]]<br />Derivatives: [[ἀληθείη]], <b class="b3">-εία</b> and [[ἀλήθεια]] (younger, Schwyzer 469) [[truth]], [[reality]]. - Verb: [[ἀληθεύω]] [[speak the truth]] (S.)<br />Origin: IE [Indo-European] [651] <b class="b2">*leh₂dʰ-</b> [[be hidden]]<br />Etymology: [[ἀληθής]] can be a compound with [[α]] privativum and <b class="b3">*λῆθος</b>, Dor. [[λᾶθος]], or [[λήθη]], or [[λήθω]], with <b class="b3">λαθ-</b> meaning [[be hidden]], [[be unknown]]. Cf. W. Luther "Wahrheit" und "Lüge". Borna-Leipzig 1935; Frisk GHÅ 41 (1935: 3), 18.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[α <i>privat.</i>,, [[λήθω]] = [[λανθάνω]]<br />unconcealed, true:<br /><b class="num">I.</b> true, opp. to [[ψευδής]], Hom.; τὸ ἀληθές, by crasis [[τἀληθές]], ionic [[τὠληθές]], and τὰ ἀληθῆ, by crasis τἀληθῆ the [[truth]], Hdt., [[attic]]<br /><b class="num">2.</b> of persons, [[truthful]], Il., [[attic]]<br /><b class="num">3.</b> of oracles and the like, true, [[coming]] true, Aesch., etc.<br /><b class="num">II.</b> adv. [[ἀληθῶς]], ionic -θέως, [[truly]], Hdt., etc.<br /><b class="num">2.</b> [[really]], [[actually]], in [[reality]], Aesch., Thuc., etc.; so, ὡς [[ἀληθῶς]] Eur., Plat., etc.<br /><b class="num">III.</b> neut. as adv., proparox. [[ἄληθες]]; [[itane]]? [[indeed]]? [[really]]? in [[sooth]]? [[ironically]], Soph., Eur., etc.<br /><b class="num">2.</b> τὸ ἀληθές [[really]] and [[truly]], Lat. [[revera]], Plat., etc.; so, τὸ ἀληθέστατον in [[very]] [[truth]], Thuc.
}}
{{elnl
|elnltext=[[ἀληθής]] -ές, Dor. ἀλᾱθής [ἀ-, [[λανθάνω]] Ion. adv. [[ἀληθέως]], Dor. [[ἀλαθέως]]<br /><b class="num">1.</b> waar:; ἀληθέϊ … λόγῳ χρεωμένῳ ‘[[om precies te zijn]]’ Hdt. 1.14.2; ἆρ’ ἀληθὲς ἢ [[μάτην]]; is het waar of onzin? Eur. Ion 275; van voorspellende verschijnselen, m. n. dromen en orakels; ook van een vloek:; ἀρὰν πατρῴαν τιθεὶς ἀλαθῆ die de vloek van de vader waarheid heeft gemaakt (d.w.z. in vervulling heeft doen gaan) Aeschl. Sept. 946; waarachtig, eerlijk, oprecht, van personen; ook overdr. van wijn, d.w.z. die personen de waarheid doet spreken; Plat. Smp. 217e; subst. n. τὸ ἀληθές, crasis [[τἀληθές]] (Ion. [[τὠληθές]]) de waarheid; ook plur. τἀληθῆ.<br /><b class="num">2.</b> werkelijk, echt:; ἡ ἀληθεστάτη [[πρόφασις]] de meest wezenlijke oorzaak Thuc. 1.23.6; ὡς [[ἀληθῶς]] werkelijk, echt; οἱ [[ἀληθῶς]] φιλόσοφοι de echte of ware filosofen Plat. Phaed. 64b; adv. acc. n. proparoxyt. in vragen: [[ἄληθες]]; werkelijk? echt?<br /><b class="num">3.</b> oplettend, nauwgezet:. [[γυνή]]... [[ἀληθής]] een nauwgezette vrouw Il. 12.433.
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe