ἀζήμιος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br /><b>I. 1</b> qui ne souffre aucun dommage;<br /><b>2</b> impuni;<br /><b>3</b> qui ne mérite aucune peine;<br /><b>4</b> quitte d'une amende;<br /><b>II.</b> qui n’entraîne aucun dommage matériel.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ζημία]].
|btext=ος, ον :<br /><b>I. 1</b> qui ne souffre aucun dommage;<br /><b>2</b> impuni;<br /><b>3</b> qui ne mérite aucune peine;<br /><b>4</b> quitte d'une amende;<br /><b>II.</b> qui n’entraîne aucun dommage matériel.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ζημία]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ἀζήμιος''': -ον, ἀπηλλαγμένος περαιτέρω ζημίας, τιμωρίας χρηματικῆς, Ἡρόδ. 6. 92. 2) [[ἄνευ]] ζημίας, χωρὶς νὰ ὑποστῇ βλάβην, Λατ. immunisϏ ἄπιθι ἀζ., ὁ αὐτ. 1. 212. - ἐν νομικῇ χρήσει, ἀβλαβῆ καὶ ἀζήμιον παρεχέτω, Πλάτ. Νόμ. 865CϏ [[ἀτιμώρητος]], Εὐρ. Μήδ. 1050, Ἀριστοφ. Βάτρ. 407, Ἀντιφῶν 123. 37, κτλ. - ὑπό τινος. Πλάτ. Πολ. 366Α˙ ὁ μὴ [[ἄξιος]] τιμωρίας, Σοφ. Ἠλ. 1102˙ μ. γεν. ἀσεβημάτων ἀζ., Πολύβ. 2. 60. 5. - Ἐπίρρ. -ίως, = ἀτιμωρήτως, Φιλήμ. Ἄδηλ. 10˙ [[ὡσαύτως]] [[ἄνευ]] ἀπάτης, = τιμίως, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰουδ. 15. 4, 4. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ ἰσοδυναμῶν πρὸς τιμωρίαν, [[ἀβλαβής]], ἐπὶ αὐστηρᾶς προσβλέψεως, Θουκ. 2. 37. οὐκ ἀζ., Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 5, 1.
|elnltext=[[ἀζήμιος]] -ον [ἀ-, [[ζημία]]<br /><b class="num">1.</b> pass.<br /><b class="num">2.</b> onbeschadigd, intact; m. n. van personen ongedeerd, heelhuids.<br /><b class="num">3.</b> ongestraft:; ἀζήμιοι ὑπὸ [[θεῶν]] niet gestraft door de goden Plat. Resp. 366a; vrij van straf:. Σικυώνιοι... ὡμολόγησαν ἑκατὸν τάλαντα ἐκτείσαντες ἀζήμιοι [[εἶναι]] de Sicyoniërs gingen ermee akkoord dat zij door honderd talenten te betalen (verder) vrij bleven van bestraffing Hdt. 6.92.2; ὁ φράσας [[ἀζήμιος]] degene die u inlichtte verdient geen straf Soph. El. 1102.<br /><b class="num">4.</b> act. die geen schade doet. Thuc. 2.37.2.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀζήμιος:''' -ον ([[ζημία]]),<br /><b class="num">I.</b> απαλλαγμένος από [[περαιτέρω]] χρηματική [[τιμωρία]], ο [[άνευ]] ζημίας, [[ατιμώρητος]], Λατ. [[immunis]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[αβλαβής]], [[ατιμώρητος]], αυτός που δεν αξίζει [[τιμωρία]], σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., ανεβλαβής, μη [[βλαπτικός]], λέγεται για αυστηρή [[ματιά]], σε Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 28: Line 25:
|mdlsjtxt=[[ζημία]]<br /><b class="num">I.</b> [[free]] from [[further]] [[payment]]: without [[loss]], scot-[[free]], Lat. [[immunis]], Hdt., etc.:—[[unpunished]], not [[deserving]] [[punishment]], Soph., Eur.<br /><b class="num">II.</b> act. [[harmless]], of [[sour]] looks, Thuc.
|mdlsjtxt=[[ζημία]]<br /><b class="num">I.</b> [[free]] from [[further]] [[payment]]: without [[loss]], scot-[[free]], Lat. [[immunis]], Hdt., etc.:—[[unpunished]], not [[deserving]] [[punishment]], Soph., Eur.<br /><b class="num">II.</b> act. [[harmless]], of [[sour]] looks, Thuc.
}}
}}
{{elnl
{{lsm
|elnltext=[[ἀζήμιος]] -ον [ἀ-, [[ζημία]]<br /><b class="num">1.</b> pass.<br /><b class="num">2.</b> onbeschadigd, intact; m. n. van personen ongedeerd, heelhuids.<br /><b class="num">3.</b> ongestraft:; ἀζήμιοι ὑπὸ [[θεῶν]] niet gestraft door de goden Plat. Resp. 366a; vrij van straf:. Σικυώνιοι... ὡμολόγησαν ἑκατὸν τάλαντα ἐκτείσαντες ἀζήμιοι [[εἶναι]] de Sicyoniërs gingen ermee akkoord dat zij door honderd talenten te betalen (verder) vrij bleven van bestraffing Hdt. 6.92.2; φράσας [[ἀζήμιος]] degene die u inlichtte verdient geen straf Soph. El. 1102.<br /><b class="num">4.</b> act. die geen schade doet. Thuc. 2.37.2.
|lsmtext='''ἀζήμιος:''' -ον ([[ζημία]]),<br /><b class="num">I.</b> απαλλαγμένος από [[περαιτέρω]] χρηματική [[τιμωρία]], ο [[άνευ]] ζημίας, [[ατιμώρητος]], Λατ. [[immunis]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[αβλαβής]], [[ατιμώρητος]], αυτός που δεν αξίζει [[τιμωρία]], σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., ανεβλαβής, μη [[βλαπτικός]], λέγεται για αυστηρή [[ματιά]], σε Θουκ.
}}
{{ls
|lstext='''ἀζήμιος''': -ον, ἀπηλλαγμένος περαιτέρω ζημίας, τιμωρίας χρηματικῆς, Ἡρόδ. 6. 92. 2) [[ἄνευ]] ζημίας, χωρὶς νὰ ὑποστῇ βλάβην, Λατ. immunisϏ ἄπιθι ἀζ., ὁ αὐτ. 1. 212. - ἐν νομικῇ χρήσει, ἀβλαβῆ καὶ ἀζήμιον παρεχέτω, Πλάτ. Νόμ. 865CϏ [[ἀτιμώρητος]], Εὐρ. Μήδ. 1050, Ἀριστοφ. Βάτρ. 407, Ἀντιφῶν 123. 37, κτλ. - ὑπό τινος. Πλάτ. Πολ. 366Α˙ μὴ [[ἄξιος]] τιμωρίας, Σοφ. Ἠλ. 1102˙ μ. γεν. ἀσεβημάτων ἀζ., Πολύβ. 2. 60. 5. - Ἐπίρρ. -ίως, = ἀτιμωρήτως, Φιλήμ. Ἄδηλ. 10˙ [[ὡσαύτως]] [[ἄνευ]] ἀπάτης, = τιμίως, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰουδ. 15. 4, 4. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ ἰσοδυναμῶν πρὸς τιμωρίαν, [[ἀβλαβής]], ἐπὶ αὐστηρᾶς προσβλέψεως, Θουκ. 2. 37. οὐκ ἀζ., Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 5, 1.
}}
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[harmless]], [[unpunished]], [[with impunity]]
|woodrun=[[harmless]], [[unpunished]], [[with impunity]]
}}
}}