ψογερός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ά, όν :<br />enclin à blâmer;<br /><i>Sp.</i> ψογερώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[ψόγος]].
|btext=ά, όν :<br />enclin à blâmer;<br /><i>Sp.</i> ψογερώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[ψόγος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ψογερός''': -ά, -όν, ([[ψόγος]]) ὁ ἀγαπῶν νὰ ψέγῃ, νὰ κατηγορῇ, νὰ κατακρίνῃ, ἐπὶ τοῦ Ἀρχιλόχου, Πινδ. Π. 2. 106, Πλουτ. Κίμ. κ. Λουκ. Συγκρ. 1. ― Ἐπίρρ. -ρῶς, Εὐστ. 827. 29. ΙΙ. «ψογερόν· αἰσχρόν, μεμπτόν, ἐπίψογον» καί, ψογερά· ὡς [[λίαν]] μεμπτὰ» Ἡσύχ.
|elnltext=ψογερός -ά -όν [ψόγος] afkeurend, steeds kritiek leverend.
}}
{{elru
|elrutext='''ψογερός:''' [[склонный к порицанию]], [[придирчивый]] ([[Ἀρχίλοχος]] Pind.): ψογερώτατος Plut. наиболее суровый критик.
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''ψογερός:''' -ά, -όν, αυτός που του αρέσει να κατηγορεί, [[επικριτικός]], [[φιλοκατήγορος]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''ψογερός:''' -ά, -όν, αυτός που του αρέσει να κατηγορεί, [[επικριτικός]], [[φιλοκατήγορος]], σε Πίνδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ψογερός:''' [[склонный к порицанию]], [[придирчивый]] ([[Ἀρχίλοχος]] Pind.): ψογερώτατος Plut. наиболее суровый критик.
|lstext='''ψογερός''': -ά, -όν, ([[ψόγος]]) ὁ ἀγαπῶν νὰ ψέγῃ, νὰ κατηγορῇ, νὰ κατακρίνῃ, ἐπὶ τοῦ Ἀρχιλόχου, Πινδ. Π. 2. 106, Πλουτ. Κίμ. κ. Λουκ. Συγκρ. 1. ― Ἐπίρρ. -ρῶς, Εὐστ. 827. 29. ΙΙ. «ψογερόν· αἰσχρόν, μεμπτόν, ἐπίψογον» καί, ψογερά· ὡς [[λίαν]] μεμπτὰ» Ἡσύχ.
}}
{{elnl
|elnltext=ψογερός -ά -όν [ψόγος] afkeurend, steeds kritiek leverend.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ψογερός]], ή, όν<br />[[fond]] of [[blaming]], [[censorious]], Pind.
|mdlsjtxt=[[ψογερός]], ή, όν<br />[[fond]] of [[blaming]], [[censorious]], Pind.
}}
}}