ψωμίζω: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>f. att.</i> ψωμιῶ;<br />mettre les morceaux dans la bouche, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ψωμός]].
|btext=<i>f. att.</i> ψωμιῶ;<br />mettre les morceaux dans la bouche, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ψωμός]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ψωμίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, [[κυρίως]] [[τρέφω]] ἐμβάλλων μικρὰ τεμάχια εἰς τὸ [[στόμα]], ὡς αἱ τροφοὶ τρέφουσι τὰ βρέφη, [[τρέφω]], Ἀριστοφ. Θεσμ. 692, Λυσ. 19· ἢ τοὺς νοσοῦντας, Ἱππ. 1208D· ψ. ψωμίζειν Ἀριστ. π. τὰ Ἱστ. 8. 3. 1· ψ. τὰ ὑπάρχοντα Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. ιγ’, 3· - Παθ., [[ἐπίσταμαι]] γάρ.., οἷς ψωμίζεται, μὲ τί «ψίχουλα» τρέφεται, Ἀριστοφ. Ἱππ. 715.
|elnltext=ψωμίζω [ψωμός] te eten geven, voeren.
}}
{{elru
|elrutext='''ψωμίζω:'''<br /><b class="num">1)</b> кормить, преимущ. мелкими кусочками ([[παιδίον]] Arph.; τὰ βρεφη Plut.): ψωμίζεσθαί τινι Arph. питаться чем-л.; [[σῖτον]] ψ. Arst. кормить кусочками хлеба;<br /><b class="num">2)</b> [[раздаривать]], [[раздавать]] (πάντα τὰ ὑπάρχοντα NT).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''ψωμίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[τρέφω]] με ψίχουλα ή ταΐζω με μικρές μπουκιές, σε Αριστοφ. — Παθ., <i>οἷςψωμίζεται</i>, με τί ψίχουλα τρέφεται, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[ασχολούμαι]] με τη σίτητη άλλων,, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ψωμίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[τρέφω]] με ψίχουλα ή ταΐζω με μικρές μπουκιές, σε Αριστοφ. — Παθ., <i>οἷςψωμίζεται</i>, με τί ψίχουλα τρέφεται, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[ασχολούμαι]] με τη σίτητη άλλων,, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ψωμίζω:'''<br /><b class="num">1)</b> кормить, преимущ. мелкими кусочками ([[παιδίον]] Arph.; τὰ βρεφη Plut.): ψωμίζεσθαί τινι Arph. питаться чем-л.; [[σῖτον]] ψ. Arst. кормить кусочками хлеба;<br /><b class="num">2)</b> [[раздаривать]], [[раздавать]] (πάντα τὰ ὑπάρχοντα NT).
|lstext='''ψωμίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, [[κυρίως]] [[τρέφω]] ἐμβάλλων μικρὰ τεμάχια εἰς τὸ [[στόμα]], ὡς αἱ τροφοὶ τρέφουσι τὰ βρέφη, [[τρέφω]], Ἀριστοφ. Θεσμ. 692, Λυσ. 19· ἢ τοὺς νοσοῦντας, Ἱππ. 1208D· ψ. ψωμίζειν Ἀριστ. π. τὰ Ἱστ. 8. 3. 1· ψ. τὰ ὑπάρχοντα Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. ιγ’, 3· - Παθ., [[ἐπίσταμαι]] γάρ.., οἷς ψωμίζεται, μὲ τί «ψίχουλα» τρέφεται, Ἀριστοφ. Ἱππ. 715.
}}
{{elnl
|elnltext=ψωμίζω [ψωμός] te eten geven, voeren.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj