κάρυον: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />noix <i>ou</i> noisette, <i>fruit</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>skr.</i> karakas « noix de coco ».
|btext=ου (τό) :<br />noix <i>ou</i> noisette, <i>fruit</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>skr.</i> karakas « noix de coco ».
}}
{{elnl
|elnltext=κάρυον -ου, τό noot (van plant, boom).
}}
{{elru
|elrutext='''κάρυον:''' (ᾰ) τό орех (преимущ. грецкий) Batr., Xen. etc.: κ. Εὐβοϊκόν или κ. [[πλατύ]] Xen. «[[эвбейский орех]]», каштан.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κάρῠον:''' [ᾰ], τό, [[κάθε]] είδους [[καρύδι]], σε Αριστοφ., Ξεν.· διακρινόμενο σε ποικίλα είδη, όπως <i>κ. βασιλικά</i> ή <i>Περσικά</i>, τα καρύδια, ονομάζονται και [[απλώς]] <i>κάρυα</i>, σε Βατραχομ.· <i>κ. κασταναϊκά</i> ή <i>κασταναῖα</i>, τα [[κάστανα]] κ.λπ.
|lsmtext='''κάρῠον:''' [ᾰ], τό, [[κάθε]] είδους [[καρύδι]], σε Αριστοφ., Ξεν.· διακρινόμενο σε ποικίλα είδη, όπως <i>κ. βασιλικά</i> ή <i>Περσικά</i>, τα καρύδια, ονομάζονται και [[απλώς]] <i>κάρυα</i>, σε Βατραχομ.· <i>κ. κασταναϊκά</i> ή <i>κασταναῖα</i>, τα [[κάστανα]] κ.λπ.
}}
{{elnl
|elnltext=κάρυον -ου, τό noot (van plant, boom).
}}
{{elru
|elrutext='''κάρυον:''' (ᾰ) τό орех (преимущ. грецкий) Batr., Xen. etc.: κ. Εὐβοϊκόν или κ. [[πλατύ]] Xen. «[[эвбейский орех]]», каштан.
}}
}}
{{etym
{{etym