κατατυγχάνω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> κατατεύξομαι, <i>ao.2</i> κατέτυχον;<br />parvenir à, obtenir, réussir.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[τυγχάνω]].
|btext=<i>f.</i> κατατεύξομαι, <i>ao.2</i> κατέτυχον;<br />parvenir à, obtenir, réussir.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[τυγχάνω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-τυγχάνω succes hebben.
}}
{{elru
|elrutext='''κατατυγχάνω:''' (fut. κατατεύξομαι, aor. 2 κατετυχον) преуспевать, иметь успех (τῆς στρατείας Diod.; τῆς φιλοσοφίας, ταῖς προαγορεύσεσι, ἐν ταῖς θεραπείαις Plut.): τὴν (τῆς πόλεως) θέσιν εὔχεσθαι [[δεῖ]] κατατυγχάνειν πρὸς τέτταρα βλέποντας Arst. желательно, чтобы положение города было удачно в четырех отношениях.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατατυγχάνω:''' μέλ. -[[τεύξομαι]], [[επιτυγχάνω]] τον σκοπό μου, είμαι επιτυχημένος, σε Δημ.
|lsmtext='''κατατυγχάνω:''' μέλ. -[[τεύξομαι]], [[επιτυγχάνω]] τον σκοπό μου, είμαι επιτυχημένος, σε Δημ.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-τυγχάνω succes hebben.
}}
{{elru
|elrutext='''κατατυγχάνω:''' (fut. κατατεύξομαι, aor. 2 κατετυχον) преуспевать, иметь успех (τῆς στρατείας Diod.; τῆς φιλοσοφίας, ταῖς προαγορεύσεσι, ἐν ταῖς θεραπείαις Plut.): τὴν (τῆς πόλεως) θέσιν εὔχεσθαι [[δεῖ]] κατατυγχάνειν πρὸς τέτταρα βλέποντας Arst. желательно, чтобы положение города было удачно в четырех отношениях.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -[[τεύξομαι]]<br />to hit one's [[mark]], to be [[successful]], Dem.
|mdlsjtxt=fut. -[[τεύξομαι]]<br />to hit one's [[mark]], to be [[successful]], Dem.
}}
}}