κρουνός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />jet d'une source ; source, fontaine.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κρήνη]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />jet d'une source ; source, fontaine.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κρήνη]].
}}
{{elnl
|elnltext=κρουνός -οῦ, ὁ bron, fontein:; Ἁφαίστοιο κρουνοὺς δεινοτάτους de meest verschrikkelijke fonteinen van Hephaestus Pind. P. 1.25; κρουνοὶ διερραίνοντο κρηναίου ποτοῦ fonteinen van bronwater stroomden overal Soph. Tr. 14; overdr.: θαρρῶν τὸν κρουνὸν ἀφίει laat je fontein (van woorden) maar rustig spuiten Aristoph. Ran. 1005.
}}
{{elru
|elrutext='''κρουνός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[родник]], [[источник]], [[ключ]] (καλλιρροος Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[обильная струя]], [[поток]] (κρηναίου ποτοῦ Soph.; αἵματος Eur.; [[ὕδατος]] Arst.): κρουνοὶ Ἁφαίστοιο Pind. потоки Гефеста, т. е. огненной лавы; τὸν κρουνὸν ἀφιέναι Arph. давать волю потоку (красноречия).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κρουνός:''' -οῦ, ὁ, [[βρύση]], [[πηγή]], [[στόμιο]] πηγαδιού, απ' όπου εκρέουν οι πηγές (<i>πηγαί</i>), σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· ομοίως, <i>κρουνοὶ Ἡφαίστου</i>, ποτάμια λάβας από την Έτνα, σε Πίνδ.· μεταφ., [[χείμαρρος]] λόγων, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''κρουνός:''' -οῦ, ὁ, [[βρύση]], [[πηγή]], [[στόμιο]] πηγαδιού, απ' όπου εκρέουν οι πηγές (<i>πηγαί</i>), σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· ομοίως, <i>κρουνοὶ Ἡφαίστου</i>, ποτάμια λάβας από την Έτνα, σε Πίνδ.· μεταφ., [[χείμαρρος]] λόγων, σε Αριστοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=κρουνός -οῦ, ὁ bron, fontein:; Ἁφαίστοιο κρουνοὺς δεινοτάτους de meest verschrikkelijke fonteinen van Hephaestus Pind. P. 1.25; κρουνοὶ διερραίνοντο κρηναίου ποτοῦ fonteinen van bronwater stroomden overal Soph. Tr. 14; overdr.: θαρρῶν τὸν κρουνὸν ἀφίει laat je fontein (van woorden) maar rustig spuiten Aristoph. Ran. 1005.
}}
{{elru
|elrutext='''κρουνός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[родник]], [[источник]], [[ключ]] (καλλιρροος Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[обильная струя]], [[поток]] (κρηναίου ποτοῦ Soph.; αἵματος Eur.; [[ὕδατος]] Arst.): κρουνοὶ Ἁφαίστοιο Pind. потоки Гефеста, т. е. огненной лавы; τὸν κρουνὸν ἀφιέναι Arph. давать волю потоку (красноречия).
}}
}}
{{etym
{{etym