παρακαταθήκη: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />dépôt confié à qqn ; <i>particul.</i> argent <i>ou</i> bien confié à la garde de qqn, argent déposé dans une banque.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[καταθήκη]].
|btext=ης (ἡ) :<br />dépôt confié à qqn ; <i>particul.</i> argent <i>ou</i> bien confié à la garde de qqn, argent déposé dans une banque.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[καταθήκη]].
}}
{{elnl
|elnltext=παρακαταθήκη -ης, ἡ [παρακατατίθημι] deposito, onderpand:; ἕξομεν παρακαταθήκην ἐργαζόμενοι wij zullen het in onderpand houden en bewerken Thuc. 2.72.3; παρακαταθήκην χρυσίου ἢ ἀργυρίου δεξάμενος na een deposito van goud of zilver ontvangen te hebben Plat. Resp. 442e; overdr.: Ἀπόλλωνα παρὰ Ἴσιος παρακαταθήκην δεξαμένη toen zij Apollo van Isis in bewaring had gekregen Hdt. 2.156.4.
}}
{{elru
|elrutext='''παρακαταθήκη:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[сданная на хранение ценность]] (παρακαταθήκην καταθέσθαι [[παρά]] τινι Lys. и ἀποδιδόναι τινί Sext.): χρυσίου π. Plat. сданное на хранение золото; π. τῆς τραπέζης Dem. банковский вклад;<br /><b class="num">2)</b> [[вверенное]] (чьему-л.) попечению: τινὰ παρακαταθήκην δέχεσθαι Her. принять попечение над кем-л.; οἱ τὴν τῶν νόμων παρακαταθήκην ἔχοντες Aeschin. те, кому вверено попечение о законах.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 33: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρακαταθήκη:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[καταβολή]] χρημάτων στη [[φύλαξη]] κάποιου, Λατ. [[fideicommissum]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για ανθρώπους, αυτοί οι οποίοι φρουρούνται από φύλακες, Ἀπόλλωνα [[παρακαταθήκη]] δεξαμένη, σε Ηρόδ.· λέγεται για [[παιδιά]], σε Δημ.
|lsmtext='''παρακαταθήκη:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[καταβολή]] χρημάτων στη [[φύλαξη]] κάποιου, Λατ. [[fideicommissum]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για ανθρώπους, αυτοί οι οποίοι φρουρούνται από φύλακες, Ἀπόλλωνα [[παρακαταθήκη]] δεξαμένη, σε Ηρόδ.· λέγεται για [[παιδιά]], σε Δημ.
}}
{{elnl
|elnltext=παρακαταθήκη -ης, ἡ [παρακατατίθημι] deposito, onderpand:; ἕξομεν παρακαταθήκην ἐργαζόμενοι wij zullen het in onderpand houden en bewerken Thuc. 2.72.3; παρακαταθήκην χρυσίου ἢ ἀργυρίου δεξάμενος na een deposito van goud of zilver ontvangen te hebben Plat. Resp. 442e; overdr.: Ἀπόλλωνα παρὰ Ἴσιος παρακαταθήκην δεξαμένη toen zij Apollo van Isis in bewaring had gekregen Hdt. 2.156.4.
}}
{{elru
|elrutext='''παρακαταθήκη:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[сданная на хранение ценность]] (παρακαταθήκην καταθέσθαι [[παρά]] τινι Lys. и ἀποδιδόναι τινί Sext.): χρυσίου π. Plat. сданное на хранение золото; π. τῆς τραπέζης Dem. банковский вклад;<br /><b class="num">2)</b> [[вверенное]] (чьему-л.) попечению: τινὰ παρακαταθήκην δέχεσθαι Her. принять попечение над кем-л.; οἱ τὴν τῶν νόμων παρακαταθήκην ἔχοντες Aeschin. те, кому вверено попечение о законах.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj