παρθένιον: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2"
m (Text replacement - "(==Translations==)(?s)(\n)(.*)($)" to "{{trml |trtx=$3 }}")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0521.png Seite 521]] τό, Jungfernkraut, sonst [[ἑλξίνη]]; Nic. Ther. 863; Plut. Sulla 13.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0521.png Seite 521]] τό, Jungfernkraut, sonst [[ἑλξίνη]]; Nic. Ther. 863; Plut. Sulla 13.
}}
{{elnl
|elnltext=παρθένιον -ου, τό [παρθένος] [[moederkruid]].
}}
{{elru
|elrutext='''παρθένιον:''' τό бот. предполож. [[маточная трава]] (Pyrethrum [[parthenium]]) Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] [[σύνθετα]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] κλαβικυμβάλου στην Αγγλία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κορίτσι]], [[κοριτσόπουλο]]<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] ελιξίνη<br /><b>3.</b> το [[φυτό]] [[λινόζωστις]]<br /><b>4.</b> [[είδος]] άλλου φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παρθένος]]. Τα φυτά ονομάστηκαν [[έτσι]] λόγω τών ευεργετικών ιδιοτήτων τους σε γυναικολογικές παθήσεις].
|mltxt=το, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] [[σύνθετα]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] κλαβικυμβάλου στην Αγγλία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κορίτσι]], [[κοριτσόπουλο]]<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] ελιξίνη<br /><b>3.</b> το [[φυτό]] [[λινόζωστις]]<br /><b>4.</b> [[είδος]] άλλου φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παρθένος]]. Τα φυτά ονομάστηκαν [[έτσι]] λόγω τών ευεργετικών ιδιοτήτων τους σε γυναικολογικές παθήσεις].
}}
{{elnl
|elnltext=παρθένιον -ου, τό [παρθένος] [[moederkruid]].
}}
{{elru
|elrutext='''παρθένιον:''' τό бот. предполож. [[маточная трава]] (Pyrethrum [[parthenium]]) Plut.
}}
}}
==Wikipedia EN==
==Wikipedia EN==