περίστυλος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />entouré de colonnes, d'une galerie ; τὸ περίστυλον, ὁ [[περίστυλος]], ἡ [[περίστυλος]] péristyle, galerie <i>ou</i> colonnade autour d'un temple, d'une cour <i>ou</i> d'un édifice en gén.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[στῦλος]].
|btext=ος, ον :<br />entouré de colonnes, d'une galerie ; τὸ περίστυλον, ὁ [[περίστυλος]], ἡ [[περίστυλος]] péristyle, galerie <i>ou</i> colonnade autour d'un temple, d'une cour <i>ou</i> d'un édifice en gén.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[στῦλος]].
}}
{{elnl
|elnltext=περίστυλος -ον [περί, στυλος] met een zuilengang omgeven; subst. ὁ περίστυλος zuilengang.
}}
{{elru
|elrutext='''περίστῡλος:''' <b class="num">II</b> ὁ и ἡ перистиль, круговая колоннада Diod., Polyb.<br />окруженный колоннами ([[αὐλή]] Her.; δόμοι Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περίστῡλος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που έχει κίονες, στύλους γύρω στον τοίχο, αυτός που περιβάλλεται από [[περιστύλιο]], σε Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[περίστυλον]], <i>τό</i> ή [[περίστυλος]], <i>ὁ</i>, [[περιστύλιο]], [[κιονοστοιχία]] γύρω από ναό ή από [[αυλή]] οικίας, σε Πλούτ.
|lsmtext='''περίστῡλος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που έχει κίονες, στύλους γύρω στον τοίχο, αυτός που περιβάλλεται από [[περιστύλιο]], σε Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[περίστυλον]], <i>τό</i> ή [[περίστυλος]], <i>ὁ</i>, [[περιστύλιο]], [[κιονοστοιχία]] γύρω από ναό ή από [[αυλή]] οικίας, σε Πλούτ.
}}
{{elnl
|elnltext=περίστυλος -ον [περί, στυλος] met een zuilengang omgeven; subst. ὁ περίστυλος zuilengang.
}}
{{elru
|elrutext='''περίστῡλος:''' <b class="num">II</b> ὁ и ἡ перистиль, круговая колоннада Diod., Polyb.<br />окруженный колоннами ([[αὐλή]] Her.; δόμοι Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj