προχοή: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />embouchure d'un fleuve ; bord, rivage de la mer, <i>propr.</i> sol qu’inonde la marée montante.<br />'''Étymologie:''' [[προχέω]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br />embouchure d'un fleuve ; bord, rivage de la mer, <i>propr.</i> sol qu’inonde la marée montante.<br />'''Étymologie:''' [[προχέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=προχοή -ῆς, ἡ [προχέω] meestal plur. monding.
}}
{{elru
|elrutext='''προχοή:''' ἡ (преимущ. pl.) устье (ποταμοῦ Hom.; προχοαὶ λίμνας Pind.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α [[προχέω]]<br /><b>συν. στον πληθ.</b> <i>αἱ προχοαί</i><br /><b>1.</b> [[στόμιο]], εκβολές ποταμού ή λίμνης (α. «Τριτωνίδος ἐν προχοαῑς λίμνας», <b>Πίνδ.</b><br />β. «ἐς ποταμοῦ προχοάς», <b>Ομ. Οδ.</b><br />γ. «ἐπὶ προχοῇσι διιπετέος ποταμοῑο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υπερχείλιση]]<br /><b>3.</b> σπονδές<br /><b>4.</b> ροή ύδατος («θερμαῑς ὕδατος μαλακοῦ προχοαῑς», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> [[ακρωτήριο]]<br /><b>6.</b> [[προβλήτα]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «προχοὴ τῶν ὑδάτων» — [[εκκένωση]] του αμνιακού υγρού.
|mltxt=ἡ, Α [[προχέω]]<br /><b>συν. στον πληθ.</b> <i>αἱ προχοαί</i><br /><b>1.</b> [[στόμιο]], εκβολές ποταμού ή λίμνης (α. «Τριτωνίδος ἐν προχοαῑς λίμνας», <b>Πίνδ.</b><br />β. «ἐς ποταμοῦ προχοάς», <b>Ομ. Οδ.</b><br />γ. «ἐπὶ προχοῇσι διιπετέος ποταμοῑο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υπερχείλιση]]<br /><b>3.</b> σπονδές<br /><b>4.</b> ροή ύδατος («θερμαῑς ὕδατος μαλακοῦ προχοαῑς», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> [[ακρωτήριο]]<br /><b>6.</b> [[προβλήτα]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «προχοὴ τῶν ὑδάτων» — [[εκκένωση]] του αμνιακού υγρού.
}}
{{elnl
|elnltext=προχοή -ῆς, ἡ [προχέω] meestal plur. monding.
}}
{{elru
|elrutext='''προχοή:''' ἡ (преимущ. pl.) устье (ποταμοῦ Hom.; προχοαὶ λίμνας Pind.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[προχοή]], ἡ, [[προχέω]]<br />[[mostly]] in plural, the [[outpouring]], i. e. the [[mouth]], of a [[river]], Hom., Pind., etc.; sg. in Hes.
|mdlsjtxt=[[προχοή]], ἡ, [[προχέω]]<br />[[mostly]] in plural, the [[outpouring]], i. e. the [[mouth]], of a [[river]], Hom., Pind., etc.; sg. in Hes.
}}
}}