σκευοφόρος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui porte des bagages ; τὰ σκευοφόρα (κτήνη) XÉN bêtes de somme, attelages de transport, chariots pour les bagages ; bagages ; <i>en parl. de pers.</i> portefaix ; <i>particul.</i> valet d'armée, servant de l' [[ὁπλίτης]].<br />'''Étymologie:''' [[σκεῦος]], [[φέρω]].
|btext=ος, ον :<br />qui porte des bagages ; τὰ σκευοφόρα (κτήνη) XÉN bêtes de somme, attelages de transport, chariots pour les bagages ; bagages ; <i>en parl. de pers.</i> portefaix ; <i>particul.</i> valet d'armée, servant de l' [[ὁπλίτης]].<br />'''Étymologie:''' [[σκεῦος]], [[φέρω]].
}}
{{elnl
|elnltext=σκευοφόρος -ον [σκεῦος, φέρω] bagage dragend; subst. τὰ σκευοφόρα lastdieren; Xen. An. 1.3.7; subst. ὁ σκευοφόρος lastdrager, bagageknecht, kruier.
}}
{{elru
|elrutext='''σκευοφόρος:''' <b class="num">II</b> ὁ досл. носильщик, воен. обозный Her., Thuc., Arph., Xen.<br />вьючный, обозный, ломовой (κάμηλοι Her.; ὑποζύγια Xen.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκευοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που μεταφέρει [[σκεύη]]· <i>αἱ σκευοφόροι κάμηλοι</i>, καμήλες που προορίζονται για τη [[μεταφορά]] αποσκευών, σε Ηρόδ.· <i>τὰ σκευοφόρα</i> (ενν. <i>κτήνη</i>), τα φορτηγά ζώα που ακολουθούν το [[στράτευμα]], σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[μεταφορέας]] αποσκευών ενός μαχητή, [[αχθοφόρος]], σε Αριστοφ.· <i>οἱ σκευοφόροι</i>, οι μεταφορείς των εφοδίων του στρατεύματος, οι υπηρέτες του στρατοπέδου, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
|lsmtext='''σκευοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που μεταφέρει [[σκεύη]]· <i>αἱ σκευοφόροι κάμηλοι</i>, καμήλες που προορίζονται για τη [[μεταφορά]] αποσκευών, σε Ηρόδ.· <i>τὰ σκευοφόρα</i> (ενν. <i>κτήνη</i>), τα φορτηγά ζώα που ακολουθούν το [[στράτευμα]], σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[μεταφορέας]] αποσκευών ενός μαχητή, [[αχθοφόρος]], σε Αριστοφ.· <i>οἱ σκευοφόροι</i>, οι μεταφορείς των εφοδίων του στρατεύματος, οι υπηρέτες του στρατοπέδου, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
}}
{{elnl
|elnltext=σκευοφόρος -ον [σκεῦος, φέρω] bagage dragend; subst. τὰ σκευοφόρα lastdieren; Xen. An. 1.3.7; subst. ὁ σκευοφόρος lastdrager, bagageknecht, kruier.
}}
{{elru
|elrutext='''σκευοφόρος:''' <b class="num">II</b> ὁ досл. носильщик, воен. обозный Her., Thuc., Arph., Xen.<br />вьючный, обозный, ломовой (κάμηλοι Her.; ὑποζύγια Xen.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj