προστροπή: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />prière, supplication : τινος à qqn ; θεᾶς ἔχειν προστροπήν EUR avoir la fonction d'apaiser la déesse, <i>càd</i> être prêtre <i>ou</i> prêtresse.<br />'''Étymologie:''' [[προστρέπω]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br />prière, supplication : τινος à qqn ; θεᾶς ἔχειν προστροπήν EUR avoir la fonction d'apaiser la déesse, <i>càd</i> être prêtre <i>ou</i> prêtresse.<br />'''Étymologie:''' [[προστρέπω]].
}}
{{elnl
|elnltext=προστροπή -ῆς, ἡ [προστρέπω] smeekbede:. τίνα πόλεως... προστροπήν... ἔχων met welke smeekbede tot de stad Soph. OC 558; βουθύτοισι προστροπαῖς met runderoffers bij de smeekbeden Eur. Alc. 1156. opdracht:. θεᾶς... τήνδε προστροπὴν ἔχω dit is de taak die ik voor de godin vervul Eur. IT 618.
}}
{{elru
|elrutext='''προστροπή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[обращение с просьбой]]: προστροπήν τινος ἔχειν Soph. обращаться с просьбой к кому-л.;<br /><b class="num">2)</b> [[мольба]], [[молитва]]: θεᾶς ἔχειν προστροπήν Eur. молить богиню, т. е. быть жрецом богини.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προστροπή:''' ἡ ([[προστρέπω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[τροπή]] κάποιου προς τον θεό για [[εξιλέωση]] ή εξαγνισμό, [[ικεσία]] ενός μιαρού ανθρώπου, σε Αισχύλ.· οποιαδήποτε [[δέηση]] στον θεό, [[προσευχή]], στον ίδ., Ευρ.· <i>προστροπὴν θεᾶς</i>, [[υποχρέωση]] προσευχής στους θεούς, το λατρευτικό [[καθήκον]] του ιερέα, σε Ευρ.· <i>πόλεως προστροπήν</i>, [[αίτηση]] προς την πόλη, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> <i>προστροπὴ γυναικῶν</i>, [[χορός]] ικέτιδων, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''προστροπή:''' ἡ ([[προστρέπω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[τροπή]] κάποιου προς τον θεό για [[εξιλέωση]] ή εξαγνισμό, [[ικεσία]] ενός μιαρού ανθρώπου, σε Αισχύλ.· οποιαδήποτε [[δέηση]] στον θεό, [[προσευχή]], στον ίδ., Ευρ.· <i>προστροπὴν θεᾶς</i>, [[υποχρέωση]] προσευχής στους θεούς, το λατρευτικό [[καθήκον]] του ιερέα, σε Ευρ.· <i>πόλεως προστροπήν</i>, [[αίτηση]] προς την πόλη, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> <i>προστροπὴ γυναικῶν</i>, [[χορός]] ικέτιδων, σε Αισχύλ.
}}
{{elnl
|elnltext=προστροπή -ῆς, ἡ [προστρέπω] smeekbede:. τίνα πόλεως... προστροπήν... ἔχων met welke smeekbede tot de stad Soph. OC 558; βουθύτοισι προστροπαῖς met runderoffers bij de smeekbeden Eur. Alc. 1156. opdracht:. θεᾶς... τήνδε προστροπὴν ἔχω dit is de taak die ik voor de godin vervul Eur. IT 618.
}}
{{elru
|elrutext='''προστροπή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[обращение с просьбой]]: προστροπήν τινος ἔχειν Soph. обращаться с просьбой к кому-л.;<br /><b class="num">2)</b> [[мольба]], [[молитва]]: θεᾶς ἔχειν προστροπήν Eur. молить богиню, т. е. быть жрецом богини.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj