στοῖχος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />rang, rangée ; <i>particul.</i> ligne <i>ou</i> ordre de bataille.<br />'''Étymologie:''' [[στείχω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />rang, rangée ; <i>particul.</i> ligne <i>ou</i> ordre de bataille.<br />'''Étymologie:''' [[στείχω]].
}}
{{elnl
|elnltext=στοῖχος -ου, ὁ [~ στείχω] rij, linie:. διὰ δυοῖν στοίχοιν ὁπλιτῶν door twee rijen hoplieten heen Thuc. 4.47.3; ἐπὶ τὸν πρῶτον στοῖχον τῶν ἀναβαθμῶν op de eerste rij van de treden Hdt. 2.125.2; οὐ κατὰ στοῖχον κείμεναι niet in een rij liggend Thuc. 2.102.4; ἐπί στοίχου in de rij Aristoph. Eccl. 755.
}}
{{elru
|elrutext='''στοῖχος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[ряд]], [[линия]], [[вереница]] (τῶν ἀναβαθμῶν Her.; ὁπλιτῶν Thuc.): παραλλὰξ καὶ οὐ κατὰ στοῖχον Thuc. вперемежку, а не по прямой линии; ἐν στοίχοις τρισίν Aesch. в три ряда; ἐπὶ στοίχου εἶναι Arph. стоять рядами, быть выстроенным в линию;<br /><b class="num">2)</b> [[числовой ряд]] Arst.;<br /><b class="num">3)</b> [[ряд шестов]] (для расстановки звероловных сетей) Xen.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στοῖχος:''' ὁ ([[στείχω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[σειρά]], [[αράδα]]· στοῖχοι [[τῶν]] ἀναβαθμῶν, λέγεται για τη [[σειρά]] βαθμίδων, για την [[κλίμακα]], σε Ηρόδ.· <i>κατὰ στοῖχον</i>, σε [[σειρά]], κατά [[σειρά]], σε Θουκ.· λέγεται για πλοία, [[παράταξη]] των πλοίων σε στήλες, <i>ἐν στοίχοις τρισί</i>, σε Αισχύλ.· επίσης λέγεται για στρατιώτες, [[γραμμή]], [[παράταξη]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[σειρά]] πασσάλων όπου προσδένονταν τα κυνηγετικά δίχτυα, σε Ξεν.
|lsmtext='''στοῖχος:''' ὁ ([[στείχω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[σειρά]], [[αράδα]]· στοῖχοι [[τῶν]] ἀναβαθμῶν, λέγεται για τη [[σειρά]] βαθμίδων, για την [[κλίμακα]], σε Ηρόδ.· <i>κατὰ στοῖχον</i>, σε [[σειρά]], κατά [[σειρά]], σε Θουκ.· λέγεται για πλοία, [[παράταξη]] των πλοίων σε στήλες, <i>ἐν στοίχοις τρισί</i>, σε Αισχύλ.· επίσης λέγεται για στρατιώτες, [[γραμμή]], [[παράταξη]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[σειρά]] πασσάλων όπου προσδένονταν τα κυνηγετικά δίχτυα, σε Ξεν.
}}
{{elnl
|elnltext=στοῖχος -ου, ὁ [~ στείχω] rij, linie:. διὰ δυοῖν στοίχοιν ὁπλιτῶν door twee rijen hoplieten heen Thuc. 4.47.3; ἐπὶ τὸν πρῶτον στοῖχον τῶν ἀναβαθμῶν op de eerste rij van de treden Hdt. 2.125.2; οὐ κατὰ στοῖχον κείμεναι niet in een rij liggend Thuc. 2.102.4; ἐπί στοίχου in de rij Aristoph. Eccl. 755.
}}
{{elru
|elrutext='''στοῖχος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[ряд]], [[линия]], [[вереница]] (τῶν ἀναβαθμῶν Her.; ὁπλιτῶν Thuc.): παραλλὰξ καὶ οὐ κατὰ στοῖχον Thuc. вперемежку, а не по прямой линии; ἐν στοίχοις τρισίν Aesch. в три ряда; ἐπὶ στοίχου εἶναι Arph. стоять рядами, быть выстроенным в линию;<br /><b class="num">2)</b> [[числовой ряд]] Arst.;<br /><b class="num">3)</b> [[ряд шестов]] (для расстановки звероловных сетей) Xen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj