στυγνάζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> être d'humeur sombre;<br /><b>2</b> avoir l'air sombre ; <i>fig.</i> στυγνάζει ὁ [[οὐρανός]] le ciel est sombre, menaçant.<br />'''Étymologie:''' [[στυγνός]].
|btext=<b>1</b> être d'humeur sombre;<br /><b>2</b> avoir l'air sombre ; <i>fig.</i> στυγνάζει ὁ [[οὐρανός]] le ciel est sombre, menaçant.<br />'''Étymologie:''' [[στυγνός]].
}}
{{elnl
|elnltext=στυγνάζω [στυγνός] treurig of somber worden of zijn.
}}
{{elru
|elrutext='''στυγνάζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[быть в смущении]] (ἐπὶ τῷ λόγῳ NT);<br /><b class="num">2)</b> [[быть пасмурным]] (οὐρανὸς στυγνάζων NT).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στυγνάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, [[δείχνω]] [[μελαγχολικός]], είμαι [[λυπημένος]], [[κατσουφιάζω]], στραβομουτσουνιάζω, σε Καινή Διαθήκη· λέγεται για τον καιρό, έχει [[συννεφιά]], απειλείται να ξεσπάσει [[καταιγίδα]], στο ίδ.
|lsmtext='''στυγνάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, [[δείχνω]] [[μελαγχολικός]], είμαι [[λυπημένος]], [[κατσουφιάζω]], στραβομουτσουνιάζω, σε Καινή Διαθήκη· λέγεται για τον καιρό, έχει [[συννεφιά]], απειλείται να ξεσπάσει [[καταιγίδα]], στο ίδ.
}}
{{elnl
|elnltext=στυγνάζω [στυγνός] treurig of somber worden of zijn.
}}
{{elru
|elrutext='''στυγνάζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[быть в смущении]] (ἐπὶ τῷ λόγῳ NT);<br /><b class="num">2)</b> [[быть пасмурным]] (οὐρανὸς στυγνάζων NT).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj