σοφίζω: Difference between revisions

No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f. inus., ao.</i> ἐσόφισα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> σοφισθήσομαι, <i>ao.</i> ἐσοφίσθην, <i>pf.</i> σεσόφισμαι;<br /><b>1</b> rendre sage <i>ou</i> habile, acc. ; <i>Pass.</i> devenir habile, expérimenté;<br /><b>2</b> faire <i>ou</i> imaginer avec ruse;<br /><i><b>Moy.</b></i> σοφίζομαι (<i>f.</i> σοφίσομαι, <i>ao.</i> ἐσοφισάμην, <i>pf.</i> σεσόφισμαι) agir <i>ou</i> parler en sophiste, <i>càd</i> user d'arguments sophistiques <i>ou</i> de moyens frauduleux : [[περί]] [[τι]], [[πρός]] [[τι]] au sujet <i>ou</i> en vue de qqn <i>ou</i> de qch ; σ. πρὸς τὸν νόμον PLUT agir frauduleusement à l'égard de la loi ; <i>avec un acc. de chose</i> : σ. [[τι]] imaginer habilement qch.<br />'''Étymologie:''' [[σοφός]].
|btext=<i>f. inus., ao.</i> ἐσόφισα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> σοφισθήσομαι, <i>ao.</i> ἐσοφίσθην, <i>pf.</i> σεσόφισμαι;<br /><b>1</b> rendre sage <i>ou</i> habile, acc. ; <i>Pass.</i> devenir habile, expérimenté;<br /><b>2</b> faire <i>ou</i> imaginer avec ruse;<br /><i><b>Moy.</b></i> σοφίζομαι (<i>f.</i> σοφίσομαι, <i>ao.</i> ἐσοφισάμην, <i>pf.</i> σεσόφισμαι) agir <i>ou</i> parler en sophiste, <i>càd</i> user d'arguments sophistiques <i>ou</i> de moyens frauduleux : [[περί]] [[τι]], [[πρός]] [[τι]] au sujet <i>ou</i> en vue de qqn <i>ou</i> de qch ; σ. πρὸς τὸν νόμον PLUT agir frauduleusement à l'égard de la loi ; <i>avec un acc. de chose</i> : σ. [[τι]] imaginer habilement qch.<br />'''Étymologie:''' [[σοφός]].
}}
{{elnl
|elnltext=σοφίζω [σοφός] wijs maken, onderwijzen; met gen. in iets. Hes. Op. 649. med. met aor. ἐσοφισάμην, aor. pass. ἐσοφίσθην slimmigheden bedenken, scherpzinnig redeneren, slim doen, zowel in positieve als negatieve zin; met dat., met πρός + acc. met betrekking tot iets:. σ. πρὸς τὸν νόμον een manier vinden om de wet te omzeilen Plut. Demosth. 27.8. met acc. v. h. inw. obj. (en daarbij pass. ) listig bedenken of verzinnen:. πρὸς ταῦτα σοφίζονται τάδε daarop verzinnen ze het volgende Hdt. 2.66.2; αὐτὸ τοῦτο δεῖ σοφισθῆναι juist daarop moet iets bedacht worden Soph. Ph. 77; ὅσα... ἐν ταῖς πολιτείαις σοφίζονται πρὸς τὸν δῆμον zoveel trucs als ze in de staatsvormen verzinnen tegen het volk Aristot. Pol. 1297a14; ἀνόητα σ. onverstandige dingen bedenken (in zogenaamde slimheid) Plat. HpMa 283a; σεσοφισμένοι μῦθοι vernuftige verzinsels NT 2 Pet. 1.16.
}}
{{elru
|elrutext='''σοφίζω:''' [[учить]], [[наставлять]] (τινὰ εἴς τι NT). - см. тж. [[σοφίζομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σοφίζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[σοφός]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> κάνω κάποιον σοφό, [[διδάσκω]], [[καθοδηγώ]], [[συνετίζω]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">2.</b> Παθ., είμαι [[επιδέξιος]] ή [[πεπειραμένος]] σε [[κάτι]], με γεν., <i>ναυτιλίης σεσοφισμένος</i>, [[πεπειραμένος]], [[επιδέξιος]] ή [[έμπειρος]] σε [[κάτι]], [[επιδέξιος]] στη [[ναυτιλία]], σε Ησίοδ.· απόλ., [[επιδιώκω]] τη [[γνώση]], τη [[σοφία]], έχω λάβει [[καλή]] [[παιδεία]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> Μέσ., διδάσκομαι, [[μαθαίνω]], <i>τι</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> <i>[[σοφίζομαι]]</i>, ως αποθ. με Μέσ. αόρ. αʹ και Παθ. παρακ., [[επινοώ]] έξυπνα τεχνάσματα, φέρομαι ευφυώς, [[μηχανεύομαι]], [[σκαρφίζομαι]], σε Θέογν., Ευρ. κ.λπ.· <i>οὐδὲν σοφιζόμεσθα τοῖσι δαίμοσι</i>, δεν χρησιμοποιούμε σοφίσματα για τους θεούς, σε Ευρ.· λέγεται για την [[ομιλία]], [[χρησιμοποιώ]] σοφιστικά επιχειρήματα, [[στρεψοδικώ]], [[απατώ]], [[ξεγελώ]], [[λεπτολογώ]], [[περί]] τι, σε Πλάτ.· [[καίπερ]] [[οὕτω]] [[τούτου]] σεσοφισμένου, παρότι ο άντρας αυτός έχει συμπεριφερθεί με τέτοια [[πανουργία]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., [[επινοώ]] με [[πανουργία]] ή με [[επιτηδειότητα]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.· <i>ἀλλότρια [[σοφίζομαι]]</i>, αναμειγνύομαι στις πανουργίες άλλων ανθρώπων, σε Αριστοφ.· τὸ [[τοῦτο]] [[δεῖ]] σοφισθῆναι, αυτός ακριβώς είναι που πρέπει να κερδηθεί με [[πανουργία]], σε Σοφ.· μτχ. παρακ. <i>σεσοφισμένος</i> με Παθ. [[σημασία]], αυτός που έχει επινοηθεί με δόλο, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. προσ., [[εξαπατώ]], [[ξεγελώ]], σε Ανθ.
|lsmtext='''σοφίζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[σοφός]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> κάνω κάποιον σοφό, [[διδάσκω]], [[καθοδηγώ]], [[συνετίζω]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">2.</b> Παθ., είμαι [[επιδέξιος]] ή [[πεπειραμένος]] σε [[κάτι]], με γεν., <i>ναυτιλίης σεσοφισμένος</i>, [[πεπειραμένος]], [[επιδέξιος]] ή [[έμπειρος]] σε [[κάτι]], [[επιδέξιος]] στη [[ναυτιλία]], σε Ησίοδ.· απόλ., [[επιδιώκω]] τη [[γνώση]], τη [[σοφία]], έχω λάβει [[καλή]] [[παιδεία]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> Μέσ., διδάσκομαι, [[μαθαίνω]], <i>τι</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> <i>[[σοφίζομαι]]</i>, ως αποθ. με Μέσ. αόρ. αʹ και Παθ. παρακ., [[επινοώ]] έξυπνα τεχνάσματα, φέρομαι ευφυώς, [[μηχανεύομαι]], [[σκαρφίζομαι]], σε Θέογν., Ευρ. κ.λπ.· <i>οὐδὲν σοφιζόμεσθα τοῖσι δαίμοσι</i>, δεν χρησιμοποιούμε σοφίσματα για τους θεούς, σε Ευρ.· λέγεται για την [[ομιλία]], [[χρησιμοποιώ]] σοφιστικά επιχειρήματα, [[στρεψοδικώ]], [[απατώ]], [[ξεγελώ]], [[λεπτολογώ]], [[περί]] τι, σε Πλάτ.· [[καίπερ]] [[οὕτω]] [[τούτου]] σεσοφισμένου, παρότι ο άντρας αυτός έχει συμπεριφερθεί με τέτοια [[πανουργία]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., [[επινοώ]] με [[πανουργία]] ή με [[επιτηδειότητα]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.· <i>ἀλλότρια [[σοφίζομαι]]</i>, αναμειγνύομαι στις πανουργίες άλλων ανθρώπων, σε Αριστοφ.· τὸ [[τοῦτο]] [[δεῖ]] σοφισθῆναι, αυτός ακριβώς είναι που πρέπει να κερδηθεί με [[πανουργία]], σε Σοφ.· μτχ. παρακ. <i>σεσοφισμένος</i> με Παθ. [[σημασία]], αυτός που έχει επινοηθεί με δόλο, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. προσ., [[εξαπατώ]], [[ξεγελώ]], σε Ανθ.
}}
{{elnl
|elnltext=σοφίζω [σοφός] wijs maken, onderwijzen; met gen. in iets. Hes. Op. 649. med. met aor. ἐσοφισάμην, aor. pass. ἐσοφίσθην slimmigheden bedenken, scherpzinnig redeneren, slim doen, zowel in positieve als negatieve zin; met dat., met πρός + acc. met betrekking tot iets:. σ. πρὸς τὸν νόμον een manier vinden om de wet te omzeilen Plut. Demosth. 27.8. met acc. v. h. inw. obj. (en daarbij pass. ) listig bedenken of verzinnen:. πρὸς ταῦτα σοφίζονται τάδε daarop verzinnen ze het volgende Hdt. 2.66.2; αὐτὸ τοῦτο δεῖ σοφισθῆναι juist daarop moet iets bedacht worden Soph. Ph. 77; ὅσα... ἐν ταῖς πολιτείαις σοφίζονται πρὸς τὸν δῆμον zoveel trucs als ze in de staatsvormen verzinnen tegen het volk Aristot. Pol. 1297a14; ἀνόητα σ. onverstandige dingen bedenken (in zogenaamde slimheid) Plat. HpMa 283a; σεσοφισμένοι μῦθοι vernuftige verzinsels NT 2 Pet. 1.16.
}}
{{elru
|elrutext='''σοφίζω:''' [[учить]], [[наставлять]] (τινὰ εἴς τι NT). - см. тж. [[σοφίζομαι]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj